Το άδειο κορμί, κείτονταν στο πάτωμα, με νεκρικές κραυγές να περιλούζουν την ατμόσφαιρα. Δεν ήθελε, δεν αποζητούσε την ηδονή, τα θέλγητρά της, είχαν πεθάνει μαζί με τα δικά του.
Κι όμως, δεν ομολογούσε σε κανένα, τη σιχασιά που ένοιωθε, τον αποτροπιασμό,για τα δικά της ήδη εγκλήματα,ψυχής, που διατελούσε συνέχεια και κατά συρροή.
Ήθελε να ξεχάσει, να αποσπαστεί εκείνο το κομμάτι της, που λεγόταν κορμί, δεν το ήθελε, επεδίωκε στοχευμένα να το αφανίσει εντελώς, να το κατακρεουργήσουν οι άλλοι.
Η κάποτε θωριά της λεβεντόκορμης νεανίδος, είχε αποτελέσει, βορά για άγρια, καταλυσμένα θηρία, σώματος, κυριαρχίας και εξαφάνισης συναισθημάτων.
Δεν ήθελε να σκέφτεται, να ξέρει, να θυμάται, ακόμα και να ζει, αλλά έπρεπε να αποκαταστήσει τη γηραιά κυρία,που την είχε αναθρέψει, μάνα.
Έτσι την έλεγε και μοιρολογούσε για την τύχη της το ριζικό της που θελε να το ξεριζώσει με μιας και να χαθεί, μια για πάντα, μαζί του.
Απαρνήθηκε τον έρωτά του, στάλθηκε το μήνυμα κάπως αργοπορημένο, σκόπιμα να μην ανατρέψει τα σχέδιά του.. Κι όμως, ο επιφανής Θεός, λειτούργησε για μια φορά ακόμα.
Το κρατούσε χρόνια τώρα.
μετά από κάθε αιμοσταγή και αιμοδιψή συνουσία της, το είχε παρηγοριά, το έκρυβε μέσα στις χούφτες της και την έπαιρνε ο ύπνος, λήθαργος μάλλον, ως το επόμενο της μέρας.
Τη νύχτα, το ξημέρωμα το ήθελε δικό της, το αφιέρωνε στον άγγελό της, που ήξερε ότι ήταν πάντα μαζί της.
Δεν ήθελε, όταν έπεφτε στο κρεββάτι, έβαζε άσπα… Ήθελε να του αφιερώνει την αγνότητά της σκέψης της. Έτσι… μόνο δική του.
Δεν άργησαν να τη βρουν το άλλο πρωί, μα αυτή τη φορά, το κομμάτι το χαρτί, σφιχταγκαλιασμένο μεν, αλλά μούσκεμα, αδύνατο να διαγνωσθούν τα λεγόμενά του.
Μόνο η Αγνή ήξερε τα πάντα και τώρα πια, ήταν κοντά στο φύλακα της, μαζί για πάντα.
–
γράφει η Άννα Ζανιδάκη
Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο και την επιμέλλεια του κειμένου μου.