Σαράντα χρόνια μετά, ένας έμπειρος ορειβάτης που κάποτε ήταν μέλος σε αντιεξουσιαστική οργάνωση, η οποία διαλύθηκε μετά από προδοσία, βρίσκει στο ορεινό μονοπάτι όπου πήγε για άσκηση νεκρό τον καταδότη και πρώην συναγωνιστή του. Ήταν ατύχημα ή ο ορειβάτης τον σκότωσε; Ποια είναι η αλήθεια πίσω από αυτό το τραγικό γεγονός; Έχει τελικά σημασία ποιος είναι ο ένοχος;
Το μυθιστόρημα του Erri De Luca είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ όσα έχω διαβάσει ως τώρα! Είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται κυρίως μέσω των ερωτήσεων και των απαντήσεων μεταξύ δικαστή και ορειβάτη και μέσω των επιστολών που γράφει ο τελευταίος στη γυναίκα που αγαπάει και αφήνει σημαντικές αιχμές και μνείες για την αριστερά, την αξία της αντιεξουσιαστικής πάλης, το ηθικό δίλημμα της προδοσίας μιας ιδεολογίας και πολλά άλλα. Το κείμενο ξεφεύγει εντελώς από κάθε αφηγηματικό στερεότυπο, προχωράει την πλοκή με ιδιαίτερο και ευρηματικό τρόπο ενώ πίσω από τις γραμμές υπάρχουν σκέψεις και προβληματισμοί που κάποιες φορές με έκαναν να σταματώ την ανάγνωση για να τα επεξεργαστώ καλύτερα. Προφορικός και γραπτός λόγος με σύντομες και κοφτές προτάσεις βοηθάει το κείμενο να κυλήσει σα νεράκι, κάτι που δε φανταζόμουν όταν το ξεκινούσα ή όταν διάβαζα την περίληψη. Ο Erri De Luca που έγραψε το βιβλίο ήταν κι ο ίδιος ανακατεμένος με ακροαριστερή οργάνωση και ταυτόχρονα φανατικός ορειβάτης, στοιχεία που αντικαθρεπτίζονται στο κείμενό του: «Ανεβαίνω στο βουνό γιατί ως εκεί πάνω έχει φτάσει το όριο της γης… μπορώ να πάω ως εκεί όπου δεν υπάρχει πια αλλού να σκαρφαλώσω. Ακολουθώ τη γη ως εκεί που έχει φτάσει κι αυτή…» (σελ. 31).
Η αντιπαράθεση μεταξύ του υπόπτου και του δικαστή που τον ανακρίνει δεν αφορά μόνο τα στάδια αποκάλυψης και εντοπισμού της αλήθειας μέσα από παιχνίδια μυαλού, μπλόφες ή καταδικαστικές σιωπές αλλά και τις ηθικές ιδεολογίες ανθρώπων που βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις. Ο δικαστής θεωρεί τη συνάντηση των δύο ορειβατών μεγάλη σύμπτωση και, καταβάλλοντας προσπάθεια να αποφύγει την υφέρπουσα ένταση με τον ύποπτο, ακολουθεί το γράμμα του νόμου και δείχνει προκατειλημμένος απέναντι στον ορειβάτη. Στην προσπάθειά του να καταλάβει, ακόμη και να εκμαιεύσει την απάντηση που περιμένει, παρά τις αντίθετες απόψεις του ορειβάτη για τη στάση του, χρησιμοποιεί παρεκβάσεις για να αναδυθούν ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, μιλάει με απλό λεξιλόγιο, αγωνίζεται να φωτίσει τα γεγονότα. Τι καταφέρνει τελικά; Τη χλεύη του συνομιλητή του, ο οποίος εξομολογείται σε ένα από τα γράμματα προς τη γυναίκα που αγαπάει: «Ο δικαστής, επιμένοντας στις ερωτήσεις του, ισχυριζόταν ότι ήθελε να μάθει την αλήθεια. Δεν είναι έτσι. Ζητάει να μάθει ώστε να επιβεβαιώσει όσα νομίζει πως ήδη ξέρει» (σελ. 81).
Στον αντίποδα, ο ορειβάτης, που έχει πληρώσει για τα λάθη του αλλά παραμένει πιστός στην ιδεολογία του, δε χάνει ευκαιρία να προσβάλλει τον συνομιλητή του μέσα από το αξιακό σύστημα που εκπροσωπεί. Ο ορειβάτης παραδέχεται πως είναι μέλος της δικαστικά πιο κυνηγημένης γενιάς στην ιστορία της Ιταλίας, κάτι που μου κίνησε το ενδιαφέρον για να μάθω περισσότερα για την πολιτική και αντιεξουσιαστική ιστορία της γείτονος χώρας! Στις επιστολές του ανακαλεί τις όμορφες και τις δύσκολες στιγμές ζωής με τη σύντροφό του, με την οποία γνωρίζονται δέκα χρόνια και της μεταφέρει τη ζωή του στη φυλακή όσο κρατείται ως ύποπτος, τις συμπεριφορές των γυναικών με ανθρώπους που έχουν φυλακιστεί, σα να την προετοιμάζει για έναν αποχωρισμό, να όμως που, έχοντας ήδη δοκιμάσει και μάλιστα με τον πιο σκληρό τρόπο την «επιείκεια» της αστυνομίας, ξέρει, νιώθει βαθιά μέσα του, πως ακόμη κι αν είναι αθώος, εκπροσωπεί κάτι που πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά (ναι, πάλι). Γι’ αυτό και όσο πλησιάζουμε στο τέλος τόσο κυριαρχεί η σκέψη μήπως τελικά όλο αυτό είναι ένα πείραμα, πώς να εξωθήσουν δηλαδή κάποιον να ομολογήσει ένα πολιτικό έγκλημα, το τελευταίο που προστέθηκε σε μα εποχή ξεπεσμένη, κι ας μην το διέπραξε καν; Πόσο έξυπνη και αξιοθαύμαστη είναι η κεντρική ιδέα: «Με τον δικαστή πιο πολύ κουβέντα γίνεται παρά ανάκριση. Δεν έχει ακόμα εμφανίσει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, γι’ αυτό συζητάμε πάνω στη δική του υπόθεση κατηγορίας. Αυτός την παρουσιάζει, εγώ του την αποδομώ» (σελ. 131). Κι ας μην ξεχνάμε πως ο ορειβάτης είναι πλέον ηλικιωμένος και ο δικαστής έχει την ηλικία του γιου που δεν έχει. Έτσι αναδύεται με ωραίο τρόπο όχι μόνο το χάσμα γενεών ανάμεσά τους σε χόμπυ, μουσικά ακούσματα, λεξιλόγιο αλλά τονίζεται και η διαφορετικότητα δράσης και συμπεριφοράς των αντιεξουσιαστικών ομάδων τότε και τώρα.
Και το θύμα; Ο νεκρός καταδότης δεν περιγράφεται μόνο ως οντότητα, ως χαρακτήρας, ως άνθρωπος αλλά και ως συνεργάτης, ως σύντροφος της παράταξης της οποίας αποτελούσε μέλος και δίνεται η σχέση του συγκεκριμένα με τον ορειβάτη: «Για σας δεν πρόκειται για έναν απλό προδότη. Εδώ υπάρχει ένας άντρας με τον οποίο μοιραστήκατε μεν εντάσεις, αλλά σας συνέδεε και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Εδώ υπάρχει ένας άντρας τον οποίο μάλιστα εσείς θαυμάσατε» (σελ. 105). Και τι ισχυρίζεται ο ύποπτος; «Αυτός που έχει διαπράξει προδοσία, έχει προδώσει και τον εαυτό του. Όσο κι αν προσπαθεί να πειστεί ότι έχει κάνει αυτό που όφειλε, έχει καταστρέψει ένα κομμάτι του εαυτού του, της νιότης του» (σελ. 95). Τελικά, αυτός που καταδίδει τους συντρόφους του είναι προδότης ή απλώς μετανιώνει που ακολούθησε την πολιτική γραμμή της οργάνωσης; Είναι εγκληματίας ή κάποιος που ακολουθεί μια πιο ανθρώπινη και περίπλοκη διαδρομή γύρω από την ιδεολογία του;
«Το αδύνατο» είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα που, μέσα από μια πρωτότυπη αφήγηση, καταγράφει ολοκληρωμένα ψυχογραφήματα χαρακτήρων μέσα από αριστερές αντιλήψεις και πώς αυτές εξακολουθούν να τις υποδέχονται θέσεις εξουσίας, όπως το δικαστικό σύστημα. Χωρίς κατηγορίες, χωρίς φορτωμένο με πολιτικούς ορισμούς λεξιλόγιο, το κείμενο απλώς καταγράφει δύο άκρως αντίθετες θέσεις και στάσεις ζωής με αφορμή ένα έγκλημα που ίσως διέπραξε ένας ύποπτος, ο οποίος, ακόμη κι αφού φυλακίστηκε για τον αντιεξουσιαστικό του αγώνα, παραμένει πιστός σε μια ιδεολογία φίλα προσκείμενη στον «ρατσισμό» και την προκατάληψη της κραταιάς εξουσίας.
0 Σχόλια