Το κρύο χτενίζει τους δρόμους της πόλης, απ’ άκρη σ’ άκρη.
Στο παγκάκι κοιμάται η αγάπη του, άστεγη κι αυτή σαν κι αυτόν.
Το μπουκάλι αδειάζει, τελευταία γουλιά γιατρειάς.
Από τη μέσα τσέπη, προς το μέρος της καρδιάς, στο λερό φαγωμένο
παλτό του, βγάζει μια φωτογραφία.
Την κοίταζε σαν να αγνάντευε από την πιο ψηλή κορυφή, την όμορφη
πλευρά της ζωής του. Μιας ζωής γεμάτης όνειρα για το μέλλον,
πολλά υποσχόμενης, ένας ήλιος καθαρός σ’ ένα ανοιξιάτικο δείλι
που αντανακλούσε στη θάλασσα, δέκα τρία χρόνια πριν.
Φορούσε ένα καλοσιδερωμένο άσπρο πουκάμισο, ξυρισμένος, χαμογελαστός,
σωστός άνθρωπος κι όχι αγρίμι, όχι σκουπίδι πλάι στα σκουπίδια της πόλης.
Δίπλα του αυτή, πιο εκτυφλωτική κι από τον ήλιο, τα μαλλιά της καταρράκτες
στον ώμο του, τα μάτια της έτοιμα στου ονείρου τη γη να σε ταξιδέψουν.
Στο παγκάκι χαραγμένο το όνομα της: “Δεν θα σε αφήσω ποτέ!-Στέλλα”.
Σαν επιγραφή γραμμένη σε ανδριάντα ενός θαρραλέου έρωτα, σαν ένα μνημείο
τιμής ένεκεν, των χρόνων της ανεμελιάς και της ζωής που άξιζε να ζεις.
Από ένα σπιρτόκουτο βγάζει μια μισοπατημένη γόπα και την ανάβει.
Απόψε η νύχτα είναι πιο κρύα από ποτέ, κι αυτός προσπαθεί να ζεστάνει
τη πονεμένη του καρδιά, που τόσο καιρό του παραπονιέται πως την έχει ξεχάσει.
Κάθε βράδυ ―πάνε χρόνια τώρα— σε αυτό το παγκάκι κοιμάται, αυτό είναι
το σπίτι του, το κρεβάτι του, το βιος του όλο.
Όλοι το ξέρουν στη γειτονιά, πως αυτό και το απαρηγόρητο βλέμμα του, είναι
η άλλη πλευρά της ζωής του…Της προδομένης.
Έγειρε, έχοντας για προσκέφαλο το δεξί διπλωμένο του χέρι. Έκλεισε
τα μάτια του κι ονειρεύτηκε μια ξεχασμένη στιγμή της ζωής του.
Οι δυο τους χόρευαν βαλς λυπημένοι, υπό το φως των κεριών σε ένα άδειο
από έπιπλα σαλόνι, καθώς έξω χιόνιζε… “Το βαλς των χαμένων ονείρων!”
Τ’ άλλο πρωί, το απορριμματοφόρο του δήμου, μάζεψε και το τελευταίο
σκουπίδι της γειτονιάς. Την επόμενη μέρα μια καλοστεκούμενη, όμορφη κυρία
ρωτούσε γι αυτόν, κι όλοι της έδειχναν το άδειο παγκάκι.
Πλησίασε το παγκάκι… Ανάμεσα στα ξύλα του, σφηνωμένη, διέκρινε μια
φωτογραφία να τη θροΐζει ο άνεμος. Την πήρε στα χέρια της… δυο σταγόνες
δάκρυα κύλησαν από τα όμορφα, —ακόμη και τώρα— μάτια της.
Στο πίσω μέρος έγραφε: “Εγώ δεν σ άφησα ποτέ!”
“Την επόμενη μέρα μια καλοστεκούμενη, όμορφη κυρία ρωτούσε γι αυτόν, κι όλοι της έδειχναν το άδειο παγκάκι.”
Τόσο αργά για δάκρυα… τόσο πολύ αργά για να επανορθώσει…