Πάντα με ενοχλούσαν οι πολύβουοι σταθμοί, με συγκινούσε ο αποχωρισμός, λυπόμουν πάντα αυτόν που ”έμενε” που με το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια θολά έβγαινε από την κύρια είσοδο του σταθμού.
Ο άλλος πάλι γεμάτος λαχτάρα, να σκουντά ανυπόμονα τους άλλους για να ”προλάβει” να επιβιβαστεί, να φύγει, να κάνει το ταξίδι που θέλει, αφήνοντας τον σταθμό άδειο.
Κι όμως εκείνη η ερημιά έχει τόσο δυνατή φωνή, σε ξεκουφαίνει, τ’ ακούς στ’ αυτιά σου δεκαετίες μετά. Αχ και νά ’χε λέει συμβεί κ ά τ ι! Κάτι μικρό, κάτι μεγάλο, δεν ξέρω να μην έφευγε τότε.
«Θα φύγω για σπουδές στην Αθήνα», είπες τότε. Κι εγώ; Κι εγώ; Δεν έβγαινε η φωνή μου από τους λυγμούς, εγώ πώς θα ζήσω εγώ;
Κι όμως έζησα! Τριάντα χρόνια μετά θυμάμαι σαν νά ’ταν τώρα, τα μάτια να τρέχουν ανεξέλεγκτα και την αγκαλιά να παγώνει από την απουσία. «Σκέψου το ξανά», πού πας χωρίς εμένα; Έφυγε και δεν έτρεξα πίσω να φωνάξω να του πω «σ’ αγαπάω, πάρε με μαζί σου!»
Πέρασε στη σχολή που ήθελε και τον πρώτο καιρό μάθαινα νέα του απ’ όποιον ερχόταν απ’ την πρωτεύουσα. Οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν δύσκολα.
Έτσι έμαθα και τότε για το ατύχημα. Μεθυσμένος ο φίλος του -ο ίδιος δεν οδηγούσε- έριξε τ’ αμάξι σε κολώνα. Μετά από δύο ημέρες, και πολλά χειρουργεία ”έφυγε” για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά για πάντα!
Πάλι δεν πρόλαβα να του πω πως τον αγαπούσα πάντα! Δεν πρόλαβα να του πω πως σε λίγους μήνες θα κρατούσα στην αγκαλιά μου το γιο μας που είχε τα ίδια υπέροχα πράσινα μάτια του πατέρα του και το χαμόγελό του. Έφυγε και πήρε μαζί του την ελπίδα, τον έρωτα, όχι όμως τις αναμνήσεις, τα δάκρυα και το ”καλό ταξίδι” την ερημιά του σταθμού.
Το δικό μας αντίο, πικρό όπως κάθε αποχωρισμός, ανέλπιδο όπως ο θάνατος, ήρεμο και γαλήνιο όπως κάθε σταθμός μετά την αναχώρηση των βαγονιών, με το ρολόι σταματημένο σε κείνο το μεσημέρι του Αυγούστου.
γράφει η Ευαγγελία Κιντή
0 Σχόλια