Ένα βαζάκι άσπρα κοχύλια στο μεγάλο σκρίνιο
κι ένα βαρύ κιούπι ανεμώνες σκόρπιο στα τσιμέντα,
μια σκάλα καγκελένια, χρόνια περασμένη μίνιο
κι ένα πορτάκι χαμηλό, να πιάνουν ‘της κουβέντα.
Στο παραθύρι, ένα πουλί με γυάλινα φτερά
κατέβαινε καθημερνώς και τσίμπαε1 της τη γλάστρα
κι από ‘κιας2 στο φαράσι της στα φύλλα τα ξερά
κρυβόταν, ώσπου να τη δει και ν’ αρχινήσει η πάστρα.
Λενούλα τη φωνάζαν οι δικοί της, πάνε χρόνια
μαλλιά ξερά, φλέβες μαβιές, τσαλακωτό σουλούπι,
ογδόντα δύο Μάηδες -μετράγαν της τ’ αηδόνια-
που εξόν3 απ’ το κονάκι της δεν κούνησε ούτε ρούπι.
Λιανό ήταν το σπιτάκι της στην άκρη του χωριού,
τρία-τέσσερα χιλιόμετρα πέρα απ’ τα μαύρα δάση.
Κι ήταν περήφανη γιαγιά ενός ξανθού αγοριού
που κάθε μεσοχείμωνο το ‘στέλναν να σπουδάσει.
«Ας είναι. Έχουνε δουλειές» σκεφτόταν με μαράζι
κάθε που ο γιός της φόρτωνε, μόνη να την αφήσουν.
«Μάνα, τα λέμε. Άργησα!» και πάταγε το γκάζι
γιατί ίσα που προλάβαιναν τα μαγαζιά πριν κλείσουν.
Κι έμενε μήνες η γριά, στο γλυκοθύμημά4 τους:
προσμένοντάς τους με καημό πότε θα ξαναρθούνε,
πότε θα κλείσουν τα σκολειά, για να ‘χει μήνυμά τους
πως τώρα ‘δα, κοντά-κοντά, έρχονται…δεν αργούνε.
Τ’ αγόρι εμεγάλωνε, ψώμωνε κι αντρειευόταν
κι η Λένα το καμάρωνε κρυφά από τη βεράντα
κι όταν ανοίγαν τα σκολειά, τότε παραδεχόταν
πως, δίχως το παιδί αυτό, ανόστευαν τα πάντα.
Έτσι και φέτος, τωραδά, αχλύ το ξεροβόρι,
Φλεβάρης Κουτσοφλέβαρος, δε χώραε5 προκοπές..
Λαχτάραγ’ η κακόμοιρη το επόμενο παπόρι
που θα της φέρει το παιδί, ξανά, για διακοπές.
Μήνας το μήνα έμπαινε, βαρύ το καλαντάρι,
κι ωχ Παναγιά, την πλάκωνε κείνο το μαυροβούνι.
Πώς το’ θελε να τήν εβάζαν -νύχτα- σ’ ένα αμπάρι,
και το πρωί να χτύπαγε του γιού της το κουδούνι.
Και μια και δυο και τρεις κι οχτώ, το τώρα ή το ποτέ της,
μιαν έμορφη Πέμπτη πρωί, ξεθάβει απ’ το συρτάρι
μεταξωτό πουκάμισο, κολόνια απ’ τα μποτέ6 της,
τη μάλλινη τη φούστα της, το μωβ καρό φουλάρι.
Πάει στο λιμάνι ολόχαρη, με τη δροσιά στον ώμο.
Τέσσερις-πέντε ώρες, κι αν7 – και το καράβι φτάνει.
Σ’ ένα λιωμένο κρεμ χαρτί έγραφε οδό και δρόμο,
κι άντε καλέ μου ταξιτζή, βιάσου για ‘θα πεθάνει.
Πρώτο στενάκι αριστερά, είν’ ένα ρολογάδικο
και τρία σπίτια πιο μετά, το δίπατο του γιού της.
Πιάνει, σιμώνει αργά-αργά, και σβήνει τής το άδικο
για τόσα χρόνια που ‘κανε μονάχα του χουγιού8 της.
Ανάσα παίρνει, και προτού καλά την πόρτα τους να δει,
μαζεύεται σε μια γωνιά: σαν ν’ άκουσε δύο βήματα..
-«Έρχομαι! Δεν αργώ, μπαμπά!» βγαίνει έξω το παιδί,
κι η γιαγιαδίστικη καρδιά της σκάει πυροτεχνήματα.
Στέκει μπροστά του σιωπηλή, τα μάγουλά της ρόδια,
δυο φουντουκάκια δακρυγιό9 τα τσίνορά της στάζουν.
Πώς τρέμει έτσι η αγκαλιά, πώς λύνονται τα πόδια,
πώς -για χατήρι του εγγονού της- όλοι κι όλα αλλάζουν!
Χρόνια περάσαν… Κι ένα βράδυ, η κυρά-Λένα πέταξε:
πήγε αψηλά, με το πουλί που τσίμπαε το φαράσι.
Κι από τα σύννεφα εκεί ‘δα, στον εγγονό της έταξε
πως θα τόνε προστάτευε -ο κόσμος να χαλάσει.
Κι όταν, στα τριάντα κάτι του, εντύθηκε γαμπρός,
έδεσε ήλιο στο λαιμό της το καρό φουλάρι
κατέβηκε απ’ τους ουρανούς κι εστάθη του εμπρός
όπως την Πέμπτη εκείνηνε, που είδε ‘τον κι εχάρη10.
Τον φίλησε απ’ τις δυο μεριές: «Αγόρι μου γλυκό μου»
κρατεί κολιέ σμαράγδινο και -κλαίοντας, τού μιλά:
«Αυτό να δώσεις στο κορίτσι.. Ήταν παλιά δικό μου»
κι αφού το μάτι τού ‘κλεισε, ξανάφυγε ψηλά.
_
γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη
_____
- τσίμπαε: τσίμπαγε, τσιμπούσε (εδώ: το πουλί τής τσίμπαγε τη γλάστρα, για να βρει να φάει κανένα σποράκι)
- κι από ‘κιας: κι από κει και πέρα, κι από κει και ύστερα
- εξόν: εκτός από
- στο γλυκοθύμημά τους: στη γλυκιά τους θύμηση, με τη γλυκιά τους ανάμνηση
- χώραε: χώραγε, χωρούσε
- μποτέ: από το γαλλικό “beauté”, που σημαίνει ομορφιά (και συνεκδοχικά εδώ: από τα πράγματα που η γιαγιά χρησιμοποιούσε όταν ήτα νεότερη με σκοπό την περιποίηση της εμφάνισής της)
- Τέσσερις-πέντε ώρες, κι αν: τέσσερις-πέντε ώρες ταξίδι με το ζόρι, δηλαδή: ταξίδι που διήρκεσε το πολύ τέσσερις με πέντε ώρες
- του χουγιού της: από τη λέξη «χούι» που σημαίνει συνήθεια (εδώ: η γιαγιά μετανιώνει που τόσα χρόνια ποτέ πριν δεν είχε ξανατολμήσει να πάει με δική της πρωτοβουλία στο σπίτι των παιδιών)
- δακρυγιό: (ποιητική αδεία) το δάκρυ
- όπως την Πέμπτη εκείνηνε, που είδε ‘τον κι εχάρη: σαν και τότε, εκείνη την Πέμπτη, που η κυρά-Λένα πήγε απροσδόκητα στο σπίτι των παιδιών και χάρηκε τόσο πολύ που ξαναείδε τον εγγονό της
0 Σχόλια