Ένα παιδί πεθαίνει στο σπίτι.
Κουρτίνες κλειστές. Λίγο φως ξεφεύγει τα βράδια.
Καθόλου φως δεν μπαίνει. Κι ας είναι καλοκαίρι.
Στον κήπο το ποδήλατο του μεγάλου αδερφού.
Της είναι μεγάλο. Αλλά θα το πάρει σε κανα δυο χρόνια. Που δεν θα ‘ρθουν.
Τα λουλούδια χωρίς καθόλου φροντίδα έχουν ανθίσει.
Σκληρά λουλούδια. Με όμορφα χρώματα και καθόλου συμπόνοια.
Η μητέρα βγαίνει να πάρει γάλα.
Πρέπει να φάνε, παρόλο που ένα παιδί πεθαίνει στο σπίτι.
Η κοπέλα στο ταμείο της λέει ότι έχουν προσφορά. Δύο μπουκάλια με έκπτωση.
Δεν χρειάζονται δυο μπουκάλια γάλα όταν ένα παιδί πεθαίνει στο σπίτι.
Γύρω τους οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι να πουν.
Λένε τίποτα, λένε πολλά.
Λένε πως νοιώθουν ενώ δεν μπορούν να νοιώσουν.
Όταν έχεις κάτι να παλέψεις νοιώθεις δυνατός.
Τι κάνεις ότι δεν υπάρχει πια μάχη;
Περιμένεις να σταματήσει ο χρόνος.
Δεν υπάρχει πια χρόνος.
Όταν ένα παιδί πεθαίνει στο σπίτι.
_
γράφει η Χριστίνα Κατσιαδάκη
0 Σχόλια