γράφει η Γεωργία Βασιλειάδου
«Το Μουγγοχώρι» της Βάσως Καλαντίδου από τις εκδόσεις Ενύπνιο είναι αυτό ακριβώς που προδίδει ο τίτλος του, ένα χωριό όπου κανείς δεν μιλάει. Όχι δεν είναι όλοι μουγγοί σε αυτόν τον τόπο, ο οποίος δεν ξέρουμε ακριβώς που βρίσκεται, αλλά επικρατεί σ’αυτόν ένας ανεπίσημος όρκος σιωπής μεταξύ των λιγοστών κατοίκων του ή καλύτερα ένα κοινωνικό συμβόλαιο σιωπής ή μια ατομική επιλογή που γίνεται σεβαστή από όλους.
Ο ιδιότυπος αυτός όρκος σιωπής δεν αποσκοπεί στο να θάψει μυστικά, αλλά μάλλον λειτουργεί ως ένα μέσο αποδοχής, κατανόησης και αρμονικής συμβίωσης. Το Μουγγοχώρι είναι ένα καταφύγιο για ανθρώπους που με διαφορετικό τρόπο ο καθένας κατέληξαν στη ζωή τους να είναι αυτό που ουσιαστικά είμαστε όλοι μας: ούτε κακοί ούτε καλοί. Και όσο και αν αυτό λέμε πως είναι ο άνθρωπος, ένα ον με πάρα πολλές πλευρές, αδυναμίες και δυνατότητες, η κοινωνία ανέκαθεν ήταν σκληρή απέναντι σε ο,τιδήποτε τάραζε τη φαινομενική της ηρεμία και σε οποιονδήποτε έσπαγε τον καθιερωμένο κώδικα ηθικής και καλής συμπεριφοράς. Μακριά από αυτήν την υποκριτική κοινωνία που σήμερα φαντάζει ακόμη πιο ανάλγητη με τη δημόσια κατακραυγή να περνάει από την τοπική στη διεθνή σφαίρα με τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στο Μουγγοχώρι χωρούν όλες οι πτυχές της ίδιας ιστορίας χωρίς λογοκρισία και κυρίως χωρίς να εξορίζεται κανείς από αυτό, είναι όλοι καλοδεχούμενοι εφόσον τηρούν τον όρκο σιωπής.
Πέραν, όμως, από το τρομερά επίκαιρο περιεχόμενο αυτής της χορταστικής νουβέλας αξίζει να σημειωθεί ότι η γραφή της Βάσως Καλαντίδου είναι σύγχρονη, με πλούσιο λεξιλόγιο που κάνει την ανάγνωση να ρέει αβίαστα. Οι περιγραφές, οι εσωτερικοί μονόλογοι και οι διάλογοι δεν είναι βεβιασμένοι ή υπερφορτωμένοι με σχήματα λόγου ή ψαγμένο λεξιλόγιο. Αντιθέτως η συγγραφέας συνταξιδεύει στο Μουγγοχώρι και ασπάζεται την ειλικρίνεια και την απλότητα των κατοίκων του, χωρίς να στερεί τη λογοτεχνικότητα από το έργο της. Πιστή στις νόρμες της νουβέλας οι ιστορίες των επτά κατοίκων της και του νεοαφιχθέντος πρωταγωνιστή ξετυλίγονται ρυθμικά μία-μία μέσα σε ένα κλίμα μυστηρίου, εστιάζοντας στην ουσία των πραγμάτων. Είναι πραγματικά αξιέπαινο ότι μέσα σε λίγες σελίδες ο αναγνώστης καταφέρνει να προσεγγίσει και να ακούσει την ψυχή και τις σκέψεις των αντι-ηρώων αυτής της νουβέλας. Το να έρχεσαι αντιμέτωπος με σκληρές αλήθειες δεν είναι ευχάριστο, οπότε θα λέγαμε ότι και το συγκεκριμένο βιβλίο εκ πρώτης ανάγνωσης δεν είναι μια ανάλαφρη διήγηση. «Το Μουγγοχώρι» θέτει δύσκολα ερωτήματα και τεστάρει την ανοχή μας και τη δυνατότητά μας να αποδεχόμαστε τους άλλους (έμμεση αναφορά στην έννοια της συμπεριληπτικότητας που καθιερώθηκε τα τελευταία χρόνια κυρίως στον χώρο της εκπαίδευσης), ταυτόχρονα, όμως, μας ταξιδεύει σε έναν μυστήριο τόπο που βρίθει μεγάλων ιστοριών μέσω μιας μεστής γραφής, γεγονός που συνεπάγεται μια πολύ ευχάριστη ανάγνωση.
Ξεκίνησα να διαβάζω αυτό το βιβλίο περνώντας αμέριμνη τις τελευταίες μέρες των διακοπών μου και το τελείωσα αφού είχε πλημμυρίσει η Θεσσαλία. Αυτό με έκανε να σκεφτώ μόνο ένα πράγμα τόσο απλό, αλλά ταυτόχρονα τόσο δύσκολα υλοποιήσιμο στην πράξη καθώς έχει φανεί μέχρι τώρα. Ζήσαμε λοιπόν ένα θλιβερό -τουλάχιστον- καλοκαίρι, ζούμε ένα ζοφερό παρόν και περιμένουμε ένα δύσκολο -τουλάχιστον- μέλλον για τη χώρα μας. Μέσα σε όλον αυτόν τον αρνητισμό ας προσπαθήσουμε να γίνουμε ο καθένας από εμάς που δεν έχουμε αξιώματα και εξουσία ένα αποκούμπι για τους συνανθρώπους μας, όπως οι Μουγγοχωρίτες, ας προσπαθήσουμε να επιβιώσουμε αρμονικά, βοηθώντας ο ένας τον άλλον χωρίς να κρίνουμε, όταν οι καταστροφές θα αρχίσουν να ξεχνιούνται αλλά οι πληγές που άφησαν θα συνεχίζουν να τσούζουν.
0 Σχόλια