Το παιδί και ο Άγγελος, του Αλέξη Σταμάτη

γράφει ο Πάνος Τουρλής

Το παιδί και ο Άγγελος εμφανίζονται στο χωριό και σταδιακά γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι του. Γιατί το παιδί δε μιλάει; Γιατί ο Άγγελος αρχίζει να επενδύει στο μέρος όπου διάλεξε να μείνει; Ποιος οδηγεί ένα μπλε αμάξι και πώς συνδέεται με τα μυστηριώδη γεγονότα που αρχίζουν να τρομοκρατούν το χωριό;

Ο Αλέξης Σταμάτης επιστρέφει μ’ ένα διαφορετικό και ιδιαίτερο μυθιστόρημα, που σταδιακά εντάσσεται σε διάφορα και διαφορετικά είδη (αστυνομικό, κοινωνικό, τρόμου, φαντασίας), στη συνέχεια εξελίσσεται και γεμίζει ερωτήματα και περιστατικά τις σελίδες του και τελικά αφήνεται στη μαγεία μιας υποβλητικής και πολλαπλά ερμηνευτικής κατακλείδας. Το τέλος ολοκληρώνει την ιστορία μεν αλλά με τον τρόπο που επιθυμεί ο καθένας που θα φτάσει ως το τέλος του βιβλίου. Ο συγγραφέας δεν άφησε έρμαια στην τύχη τους τους ήρωες του βιβλίου ούτε όμως και βιάστηκε να κλείσει την ιστορία του, αντίθετα, χαρίζει ένα γοητευτικό λογοτεχνικό ταξίδι γεμάτο λέξεις, λυρισμό, μυστήριο κι η επίγευσή του μαλακώνει τις όποιες αντιρρήσεις δημιουργούνται από την επιλογή του. Από την αρχή καταλαβαίνεις πως μπαίνεις σ’ ένα ιδιαίτερο σύμπαν στημένο από την οικεία γραφή του Αλέξη Σταμάτη: «Κάθε νύχτα, το χωριό χανόταν -και, κάθε πρωί, ξεπηδούσε και πάλι από τις ρίζες των ήχων του, λες και γεννιόταν από την αρχή. Ένας σκύλος γάβγιζε λυπητερά, μια αγελάδα μουγκάνιζε βαριά, τα φύλλα σύρονταν στη γη, μιλώντας μια γλώσσα που δεν έμαθες ποτέ» (σελ. 11). Και: «Όλα αυτά που ακούς είναι κομμάτια ενός κόσμου που δεν ξέρεις αν θέλεις να εξηγήσεις ή απλώς να ακολουθήσεις. Κι αυτό είναι, τελικά, το πιο μαγικό απ’ όλα» (σελ. 12). Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνεχίζεται η μαγεία της πένας του συγγραφέα.

Η ιστορία ξεκινάει σ’ ένα υποβλητικό παπαδιαμαντικό σκηνικό, με τον μοναχό Γεώργιο να βρίσκει ένα παιδί τυλιγμένο σε κουβέρτα, με ένα γαλάζιο και ένα καφέ μάτι που έλαμπαν από περιέργεια αλλά τα χείλη του παρέμεναν σφραγισμένα, δε μιλούσε. «Ήταν σαν να είχε έρθει με έναν σκοπό, σαν να κουβαλούσε κάτι που έπρεπε να αποκαλυφθεί με τον χρόνο» (σελ. 16). Το παιδί όταν μεγάλωσε άρχισε να περιφέρεται από δω κι από κει και κατέληξε σε άλλο μοναστήρι, σ’ ένα μέρος σκληρό αλλά πανέμορφο, με μια απόκοσμη, σχεδόν μυστηριώδη γαλήνη να τυλίγει τα πάντα. Εκεί τον βρίσκει ο Άγγελος, με μια ουλή στη σπονδυλική του στήλη, όταν έρχεται ως επισκέπτης. Το παιδί τον πλησίασε και έφυγαν μαζί. Το παράδοξο ντουέτο επισκέπτεται το κοντινό χωριό και απ’ όπου περνάνε κάτι αλλάζει. Ίσως σε αυτό φταίει το παιδί, το βλέμμα του, «το μέσα βλέμμα, εκείνο που δεν κοιτάζει την επιφάνεια αλλά ψάχνει πιο βαθιά, στο μυστήριο που κρύβεται πίσω από το οικείο» (σελ. 48). Τελικά ο Άγγελος αγοράζει ένα σπίτι και μένει μαζί με το αγόρι, φουντώνοντας τα κουτσομπολιά, τις φήμες και τις απορίες των κατοίκων. «…δεν έκρυβε τη ζωή του μα δεν έλεγε και πολλά» ενώ για το παιδί ελάχιστα μιλούσε. Είναι πλούσιος και εκκεντρικός; Δραπέτης; Απατεώνας; Στις απορίες, απαντούσε όσο χρειαζόταν και τους άφηνε με μεγαλύτερα ερωτήματα. Σταδιακά, αρχίζει να αποκτά ακίνητη περιουσία, να κάνει δωρεές και αγαθοεργίες και ο κόσμος αρχίζει να φοβάται. Τι βλέπει πραγματικά ο τρελός του χωριού και τους κυνηγάει όποτε τους συναντάει; Μια εξαφάνιση και μια αυτοκτονία θα δυσχεράνουν την κατάσταση και θα αποτελέσουν την αρχή για μια σειρά από γεγονότα που συσσωρεύονται στο χωριό «σαν ηφαιστειακή τέφρα». Πώς συνδέονται οι εξαφανίσεις και οι δολοφονίες με την ισχυρή παρουσία του Άγγελου στο χωριό; Ποιοι κρατάνε το στόμα τους κλειστό και γιατί; «Όλοι κάτι ξέρουν. Το θέμα είναι αν το λένε» (σελ. 152).

Ο τόπος ξεδιπλώνεται σε όλη του τη γραφική αλλά και σουρεαλιστική μεγαλοπρέπεια. Είναι ένα χωριό που το προσπερνάνε οι διαβάτες χωρίς να το βλέπουν, με σπίτια χαμηλά, σχεδόν εξαφανισμένα μέσα στη βλάστηση, και πίσω το βουνό στέκεται αγέρωχο. «Ένα χωριό είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Κάθε πρωί, ξυπνά μαζί με τη φύση… Οι ήχοι της φύσης ξεκινούν αργά: το νερό που κυλάει στις άκρες των καλντεριμιών, τα έντομα που βουίζουν ακατάπαυστα, τα πουλιά που μοιράζονται τα πρώτα τους τραγούδια» (σελ. 19). «Ο έξω κόσμος αλλάζει… οι πόλεις βουλιάζουν στη φθορά τους. Μα το χωριό μένει σταθερό, λες και ανήκει σε έναν διαφορετικό χρόνο. Οι κάτοικοι παρακολουθούν τις αλλαγές από τα κινητά και τις τηλεοράσεις τους αλλά δεν επηρεάζονται πραγματικά. Η σχέση τους με τον έξω κόσμο είναι απόμακρη, σχεδόν αφηρημένη. Τα όρια του χωριού είναι σαφή: δύο πινακίδες σηματοδοτούν την είσοδο και την έξοδο… Ανάμεσά τους απλώνεται η ψυχή του» (σελ. 20). «Ένα μέρος όπου οι ιστορίες μπλέκονται με τις μνήμες, αφήνοντας πίσω τους σημάδια που τα νιώθεις πριν καν τα δεις» (σελ. 20).

Ο Τάσος με τα σκληραγωγημένα χέρια είναι ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας στην πλατεία, παντρεμένος με την κόρη του κρεοπώλη, την Αργυρώ, με την οποία απέκτησαν τη Λιόνα με το διάφανο, σχεδόν νεραϊδένιο, παρουσιαστικό. Η ταβέρνα είναι «ένα μέρος όπου οι άνθρωποι έβρισκαν κάτι από τον εαυτό τους, ακόμη κι αν δεν ήξεραν τι ακριβώς έψαχναν» (σελ. 33). Η φράση «μην πάθει τίποτα το παιδί» έγινε κάτι περισσότερο από έμμονη ιδέα για την Αργυρώ, «είχε ριζώσει τόσο βαθιά στη σκέψη της που την καθόριζε». Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν το κοριτσάκι αποφασίζει να κάνει παρέα με το αγόρι του Άγγελου. «Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν έναν ξένο η Λιόνα έβλεπε έναν φίλο. Έναν καθρέφτη της δικής της ψυχής» (σελ. 65). Όπως εκείνο, κι η ίδια ένιωθε πως δεν ανήκε απόλυτα σ’ αυτόν τον κόσμο. Από την άλλη, η Έλλη, η φαρμακοποιός, βοηθάει τους κατοίκους με αυταπάρνηση, είναι εγκρατής και λιτή, τη σέβονται: «Η ζωή της είχε τις δικές της απολαύσεις και η αποδοχή από τους άλλους ήταν μία από αυτές» (σελ. 29). Της αρέσουν το διάβασμα και οι γάτες ενώ τα βράδια πριν κοιμηθεί γεμίζει σκέψεις για τον θάνατο, την αγάπη, τη θρησκεία. Όλοι νομίζουν ότι την ξέρουν αλλά λίγοι καταλαβαίνουν το βάθος της και μόνο ένας ξέρει τι άγρια βιώματα κουβαλάει. Ο Τάσος, ο αστυνομικός με το επιβλητικό παράστημα, παίζει στον καταρράκτη την πίπιζα, ενθύμιο από τον πατέρα του, όταν οι σκέψεις του σκοτεινιάζουν. Η Ελευθερία και ο Αντώνης έχουν το καφενείο στη βόρεια είσοδο του χωριού, ο Κυριάκος, ο παντοπώλης με το κουρασμένο βλέμμα, αρνείται την τεχνολογία και δέχεται μόνο μετρητά, ο παπα-Ηλίας ακτινοβολεί μια ηρεμία που κάνει τους γύρω του να αισθάνονται άνετα, ο Κώστας, συγγραφέας με σημαντική καριέρα, γράφει το τελευταίο του βιβλίο, αποφασισμένος να αποσυρθεί πλέον μετά από αυτό και ζει με την αγαπημένη του, Μαρίνα.

Σε αυτό το μέρος έρχονται το παιδί και ο Άγγελος και τα πάντα αλλάζουν. Δυο μυστηριώδεις φιγούρες που τις ακολουθεί ο οδηγός του μπλε αυτοκινήτου: «Κάθε του κίνηση αλλάζει τον κόσμο γύρω του. Έχει δει πράγματα που κανείς άλλος δεν έχει δει, έχει σηκώσει βάρη που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να αντέξει…Ο οδηγός είναι εκείνος που στηρίζει τον κόσμο μόνο με την ύπαρξή του…» (σελ. 142). Με λιτές φράσεις και αρμονικό συγκερασμό ενδοσκοπικών παρατηρήσεων και ρεαλιστικών περιγραφών ξεδιπλώνεται σταδιακά αλλά όχι αργά μια ιστορία γεμάτη ενδιαφέροντες χαρακτήρες που συγκροτούν ένα ολοζώντανο χωριό κι ανάμεσά τους κυριαρχεί ένα διαφορετικό πρωταγωνιστικό ντουέτο που έχει ανεξιχνίαστους σκοπούς στο μυθιστόρημα. Λέξεις που σχηματίζουν αξέχαστες και παραστατικές εικόνες, μια ιστορία που κλιμακώνεται σταδιακά κι ένα πολύσημο τέλος δημιουργούν μια ξεχωριστή και διαφορετική αναγνωστική εμπειρία που με ταξίδεψε και με προβλημάτισε.

 

 

 

 

Ακολουθήστε μας

Γιάννης Πανούσης: Λογισμοί, απολογισμοί και ισολογισμοί

Γιάννης Πανούσης: Λογισμοί, απολογισμοί και ισολογισμοί

γράφει ο Γκέλη Ντηλιά Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γιάννη Πανούση «Αθέατος χρονοποιός» (εκδόσεις Σμίλη), 75 τίτλοι κλείνουν λογαριασμούς, σβήνουν το φως και πετάνε τα κλειδιά στο κενό. Ξεφυλλίζοντάς το, είχα την εντύπωση ότι το γράφει κάποιος πλήρως ενδεδυμένος...

Αν είσαι τίγρης – Przemysław Wechterowicz

Αν είσαι τίγρης – Przemysław Wechterowicz

γράφει η Κατερίνα Σιδέρη Μικροί μου φίλοι, Το σημερινό μας παραμύθι έχει κεντρικό του ήρωα, ένα άγριο ζώο ή καλύτερα ένα πολύ άγριο ζώο. Ο σημερινός μας ήρωας είναι ένας τίγρης. Στα δικά μου μάτια, ο τίγρης είναι ένα ζώο επικίνδυνο, λιγάκι κακό και πολύ φοβιστικό....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Βιβλιοκριτικές
Στα δυό στενά: κείμενα-ανάσες, κείμενα-ξεκλειδωμένα, κείμενα-κρατουμένων
Στα δυό στενά: κείμενα-ανάσες, κείμενα-ξεκλειδωμένα, κείμενα-κρατουμένων

Στα δυό στενά: κείμενα-ανάσες, κείμενα-ξεκλειδωμένα, κείμενα-κρατουμένων

Γράφει η Γκέλη Ντηλιά

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *