Πόσο σημαντικά είναι για κάποιον δύο βρέφη που εγκαταλείπονται κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας σ’ ένα ορφανοτροφείο της Καλκούτας; Ποια είναι η μαύρη φιγούρα που τα κυνηγάει; Τι συνέβη εκείνες τις τέσσερις μέρες του Μαΐου του 1932 και γιατί χιόνισε στην πόλη; Ποιος ήταν ο σκοπός της λέσχης που δημιούργησαν επτά ορφανά παιδιά; Τι σχέση έχει με όλα αυτά η πυρκαγιά στον σιδηροδρομικό σταθμό Τζίτερς Γκέιτ όπου κάηκε ένα τραίνο με τριακόσια παιδιά; Πόσο αποφασισμένος είναι κάποιος ώστε να περιμένει δεκαέξι χρόνια για να εκδικηθεί; Τι είναι το Πουλί της Φωτιάς και πώς συνδέεται με έναν μηχανικό που το όνειρό του ήταν η ανέγερση του Τζίτερς Γκέιτ και η εξάπλωση του σιδηροδρομικού δικτύου στη χώρα;
Πρόκειται για το δεύτερο αυτοτελές μυθιστόρημα της Τριλογίας της Ομίχλης, μιας τριλογίας που αποτελείται από έναν κύκλο ιστοριών με πολλά κοινά στοιχεία και ταυτόχρονα για το δεύτερο μυθιστόρημα που δημοσίευσε ο Carlos Ruiz Zafon (κυκλοφόρησε το 1994), ο οποίος το χαρακτηρίζει «νεανικό μυθιστόρημα». Ξανακυκλοφόρησε το 2016 «με τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει από την αρχή», όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας και είναι ένα άρτιο, καλογραμμένο και συναρπαστικό μυθιστόρημα τρόμου και φαντασίας, όπου αναμιγνύεται ο ρεαλισμός με το υπερφυσικό στοιχείο, ένα από αυτά τα βιβλία που μάλλον θα έγραφε ο Χουλιάν Καράξ στη «Σκιά του ανέμου». Είμαστε στην Καλκούτα του 1932 και μια παρέα επτά εφήβων περιμένουν να συμπληρώσουν το 16ο έτος της ηλικίας τους για να φύγουν από το ορφανοτροφείο Σεντ Πάτρικς, αυτό όμως θα οδηγήσει και στη διάλυση της Τσάουμπαρ Σοσάιετι, του μυστικού συλλόγου με τα επτά αποκλειστικά μέλη που τον είχαν συγκροτήσει. Η Τσάουμπαρ Σοσάιετι είχε ως αποστολή τη βοήθεια, την προστασία και τη στήριξη όλων των μελών της, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, καθώς και τον διαμοιρασμό της γνώσης ώστε να γίνεται προσιτή σε όλους, για να έχουν τα κατάλληλα εφόδια την ώρα που θα φύγουν από το μέρος εκείνο. Είναι παιδιά χωρίς κανέναν συγγενή, με πατέρα τον διευθυντή του ιδρύματος Τόμας Κάρτερ και μητέρα την ίδια την Καλκούτα, κάποιο όμως από αυτά έχει ένα βαρύ παρελθόν για το οποίο δεν ξέρει τίποτα και κινδυνεύει θανάσιμα μόλις λήξει η επίσημη κηδεμονία του ιδρύματος και βγει στην κοινωνία γιατί κάποιος το έχει βάλει στόχο. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα το γεγονός πως σπάνια άφηναν μωρά στην πόρτα του ιδρύματος: «Υπήρχαν σε ολόκληρη την πόλη σοκάκια, χωματερές και πηγάδια πολύ πιο βολικά» (σελ. 32).
Οι χαρακτήρες είναι άψογοι και ολοκληρωμένοι: ο Μπεν είναι μια πολύπλευρη προσωπικότητα, κυκλοθυμικός, γεμάτος εκπλήξεις και μυστήριο («Υπήρχε ένας διαφορετικός Μπεν για την κάθε μέρα», σελ. 50), ο ασθματικός Σιράτζ είναι ειδήμων στις ιστορίες με φαντάσματα, κατάρες και στοιχειά, έχει εγκυκλοπαιδική μνήμη και χιλιάδες ιστορίες στο μυαλό του, η Ίζομπελ έχει ως πρότυπό της τη Σάρα Μπερνάρ, γράφει θεατρικά έργα, υποδύεται ρόλους κι έχει κοφτερό μυαλό, ο Ρόσαν μεγάλωσε με κλέφτες και ζητιάνους, ξέρει από διαρρήξεις, το έσκαγε πολύ συχνά από το ορφανοτροφείο τον πρώτο καιρό αλλά τώρα κταστάλαξε με τους καινούργιους του φίλους, ο λιγόλογος Μάικλ βυθίζεται σε μελαγχολία χωρίς λόγο, ξέρει να ακούει και είναι πολύ καλός σκιτσογράφος και ο Ινδός Σεθ, με το διστακτικό χαμόγελο, αγαπάει το διάβασμα και την αστρονομία. Στην πορεία των γεγονότων παρεμβαίνει με πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο τελευταίος της παρέας, ο Ίαν, που κατάφερε να εκπληρώσει το όνειρό του και να γίνει γιατρός. Παλάτι του Μεσονυκτίου αποκαλούσαν τα παιδιά το εγκαταλελειμμένο κτήριο στο αίθριο του οποίου μαζεύονταν αργά τη νύχτα όταν το έσκαγαν από το ορφανοτροφείο κι αφηγούνταν ιστορίες γύρω από τη φωτιά. Την παραμονή της κρίσιμης μέρας των 16ων γενεθλίων τους, γνωρίζουν τη Σιρ, μια κοπέλα που μεγάλωσε χωρίς πατέρα και ταξίδευε σε όλο τον κόσμο με τη γιαγιά της, χωρίς σταθερή βάση, σπιτικό, έστω ένα καταφύγιο. Μόνη της παρηγοριά έχει που γνώρισε τον πατέρα της μέσα από τα βιβλία του που έγραφε ή διάβαζε κι από τις αναμνήσεις της γιαγιάς της. Σκοπός της είναι να εντοπίσει το πατρικό της, το οποίο είναι σίγουρη πως υπάρχει, παρά την αντίθετη άποψη της γιαγιάς της κι έτσι οι νεαροί ήρωες του βιβλίου δέχονται να τη βοηθήσουν.
Η ιστορία ξεκινάει πολύ αργότερα από το 1932, οπότε και «ο πιο ακατάλληλος, ο λιγότερο προικισμένος γι’ αυτή τη δουλειά», όπως ο ίδιος παραδέχεται σε μια κρίση ταπεινοφροσύνης, αναλαμβάνει να αφηγηθεί τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς, να αποκαλύψει το μυστικό που τους ένωσε και ταυτόχρονα τους χώρισε και να καταγράψει τις ανατριχιαστικές εμπειρίες που άλλαξαν για πάντα τη ζωή τους. Έτσι θα διασωθεί η ιστορία τους από τη λήθη και θα φωτιστούν οι τόποι όπου έζησαν, μέρη που πλέον έχουν κατεδαφιστεί ή παραμορφωθεί, «όσο η πόλη κατάπινε τον εαυτό της και οι αντικατοπτρισμοί του χρόνου κατάφερναν να σβήσουν τα ίχνη» (σελ. 12). Και για να κατανοήσουμε τα γεγονότα ξεκινάμε από το 1916 πριν φτάσουμε στην κρίσιμη χρονική περίοδο του μυθιστορήματος, εποχή που η Ινδία στενάζει κάτω από τη βρετανική αποικιοκρατία. Αυτές οι χρονικές εναλλαγές κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη χρονιά που άλλαξαν τα πάντα όσο ο συγγραφέας αποτυπώνει το εκάστοτε χρονικό πλαίσιο, καταφέρνοντας να αιχμαλωτίσει καίρια στοιχεία κάθε φορά για να δώσει αληθοφάνεια και ρεαλισμό στο κείμενό του.
Το μυθιστόρημα μου χάρισε τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές της ως τώρα αναγνωστικής μου πορείας και δε με άφηνε να κοιμηθώ τα βράδια. Είναι τέτοιος ο χειρισμός και η μαγεία των λέξεων που δημιουργούν την κατάλληλη υποβλητική ατμόσφαιρα χωρίς πολλές περιγραφές και περιττές παραγράφους. Ειδικά όταν τα πράγματα αρχίζουν να χειροτερεύουν και γνωρίζουμε τον κακό της ιστορίας, Τζαβαχάλ, ο συγγραφέας αποβαίνει σ’ έναν υποδειγματικό συγκερασμό ρεαλισμού και φαντασίας. Λέξεις λοιπόν, λέξεις, λέξεις, αυτή είναι μία από τις κυριότερες απολαύσεις του κειμένου ενός συγγραφέα που άλλαξε το σύγχρονο λογοτεχνικό και αναγνωστικό σύμπαν! Λέξεις που δημιουργούν ρεαλιστικές εικόνες και τις ζωντανεύουν με άφθαστη τέχνη χαρίζοντάς μας χρώματα και ποικίλες οπτικές γωνίες. Εκπληκτικές περιγραφές, άψογος χειρισμός της γλώσσας, με την Καλκούτα να ζωντανεύει με συναρπαστικό και περιγραφικό τρόπο έτσι ώστε να δημιουργεί ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον χτυπημένο από τα στοιχεία της φύσης, κατά τη διάρκεια των οποίων ανθρώπινες ψυχές παλεύουν να ξεφύγουν από τους διώκτες τους ή ακόμη και τη μοίρα. «Η πόλη έμοιαζε με μεγάλο παζάρι, εγκαταλελειμμένο και βρώμικο» (σελ. 78). Και πάλι η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα αγκαλιάζει κάθε κίνηση της φύσης, αποδίδοντάς την με αξεπέραστο λυρισμό: «Το σούρουπο είχε πάρει μαζί του λίγη από την τσουρουφλιστή ζέστη που μαστίγωνε την πόλη από την αυγή, όμως το αεράκι που χάιδευε δειλά τους δρόμους της μαύρης πόλης ήταν απλώς ένας χλιαρός αναστεναγμός, εμποτισμένος με τη νυχτερινή υγρασία που ανάδινε ο ποταμός Χούλι» (σελ. 147). Υπάρχουν όμως και φράσεις που με κόλλησαν και με έβαλαν σε σκέψεις για πολλή ώρα λόγω της αληθοφάνειάς τους και της βαθιάς σοφίας που πηγάζει από αυτές: «…ο Διάβολος δημιούργησε τη νεότητα ώστε να κάνουμε τα δικά μας λάθη και ο Θεός καθιέρωσε την ωριμότητα και τα γηρατειά για να μπορούμε να πληρώσουμε γι’ αυτά» (σελ. 108) και «Η πλειονότητα των παραδόσεων δεν είναι τίποτα περισσότερο από ασθένειες μιας κοινωνίας» (σελ. 119). Γιατί η Καλκούτα; Γιατί εδράζεται «-…σε μια αυτοκρατορία που η παρακμή είναι τέχνη και η Καλκούτα το μεγαλύτερο μουσείο της» (σελ. 41). Ιδιαίτερα το ατύχημα με το τρένο και οι κραυγές αγωνίας των 300 ορφανών παιδιών δίνονται τόσο παραστατικά που ανατρίχιασα!
Το Παλάτι του Μεσονυκτίου και ο καμένος σιδηροδρομικός σταθμός ζωντανεύουν με απαράμιλλη τεχνική, με σχεδόν απτές εικόνες και όταν αναμιγνύεται το φαντασιακό με την πραγματικότητα, τυλίγοντας τον εκάστοτε χαρακτήρα που τα επισκέπτεται με αχλή, η συγγραφική δεινότητα απογειώνεται! Η μυστηριώδης φιγούρα που θέλει να εκδικηθεί, τα περίεργα και ανεξήγητα γεγονότα που βιώνει ο Μπεν, το λυτρωτικό τέλος, αυτά και άλλα τόσα δίνουν στο μυθιστόρημα ένα υποβλητικό περιεχόμενο, γεμάτο υποδόριο τρόμο και σασπένς όσο οι έφηβοι πρωταγωνιστές αρχίζουν να βάζουν τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους, να ανασκαλεύουν το παρελθόν και να αντιμετωπίζουν μια φριχτή αλήθεια που ίσως τους στοιχίσει πολλά. Ομολογώ πως η πραγματική ταυτότητα του δαιμονικού Τζαβαχάλ με άφησε άφωνο και επικροτώ τον πανέξυπνο χειρισμό όχι μόνο της πλοκής αλλά και του τρόπου παράθεσης των γεγονότων και των αιτίων για κάθε γεγονός που λαμβάνει χώρα στο κείμενο. Τα πάντα έρχονται τούμπα όταν φτάνει η ώρα να αντιμετωπίσουμε την πραγματική ταυτότητα του κακού πλάσματος που κυνηγάει τα παιδιά!
«Το Παλάτι του Μεσονυκτίου» είναι ένα αξέχαστο ταξίδι στο μοναδικό σύμπαν που ήξερε τόσο καλά να ζωντανεύει ο συγγραφέας και ταυτόχρονα ο δεύτερος κρίκος μιας σειράς υποβλητικών και σκοτεινών ιστοριών. Απανωτές εκπλήξεις, πλούσια πλοκή, χιλιάδες ερωτήματα που βρίσκουν απαντήσεις όταν πρέπει, γεγονότα που είναι απότοκα ενεργειών που έλαβαν χώρα στο παρελθόν, χαρακτήρες που διώκονται από κάτι φρικτό και είναι δέσμιοι ενός παρελθόντος για το οποίο δε γνωρίζουν και δε φταίνε, σασπένς και απανωτές εκπλήξεις, ανατριχίλα και καλολογικά στοιχεία είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά ενός κειμένου που διαβάζεται αυστηρά με αναμμένο φως.
0 Σχόλια