Εκείνος μόλις είχε γυρίσει στο σπίτι. Πάλι μεθυσμένος. Πάλι χτυπούσε και κακοποιούσε τη μητέρα της. Πάλι. Τί θα τον εμπόδιζε από το να έρθει και στο δωμάτιο της ίδιας. Για πόσο καιρό ακόμη θα το άντεχε αυτό; Μάζεψε όσο θάρρος είχε, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κατευθύνθηκε στο σαλόνι από όπου και έπιασε στα χέρια της δύο παρατημένα και σχεδόν άδεια γυάλινα μπουκάλια μπύρας.
Νυχοπατώντας, πιο αθόρυβα και από γάτα, έφτασε έξω από την κουζίνα, η οποία ήταν το επίκεντρο των πνιγμένων ουρλιαχτών της μητέρας της. Εκείνος, με πλάτη στην πόρτα της κουζίνα και μισόγυμνος, έκλεινε με το χέρι του το στόμα της μητέρας της, η οποία μόλις την είδε της έκανε άγρια νοήματα να τρέξει μακριά, να φύγει λες και θα κολλούσε κάποια αγιάτρευτη ασθένεια… Δεν μπορούσε να διστάσει τώρα. Ή όλα ή τίποτα, με όποιο κόστος κι αν πλήρωνε μετά.
Σήκωσε ψηλά τα δύο μπουκάλια μπύρας, στόχευσε το κεφάλι εκείνου και καθώς κατέβαζε με ανείπωτο μίσος τα χέρια της, ταυτόχρονα με τη μητέρα της έκλεισαν τα μάτια τους. Μόλις τα μπουκάλια βρήκαν το στόχο τους και γίνανε χιλιάδες κόκκινα κομματάκια, αυτή πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Ακόμη ένας εφιάλτης σκέφτηκε, μα τους τελευταίους μήνες όλα της τα όνειρα ήταν παρόμοια. Είχε δει πως σκοτώνει εκείνον, τον άντρα της μητέρας της, με εκατοντάδες τρόπους.
~~~~~~~~~
Το σπίτι είχε πλημμυρίσει από χιλιάδες μυρωδιές. Λουλούδια λόγω της ημέρας βρισκόταν σε κάθε μέτρο, σε κάθε γωνιά, σε κάθε πιθαμή του διαμερίσματος. Το κουδούνι χτύπησε ξαφνικά, όσο ξαφνικά χτυπάνε πάντα όλα τα κουδούνια, και η Γιώτα που εκείνη την ώρα ήταν ολοκληρωτικά χαμένη στις σκέψεις της, πετάχτηκε όρθια, σκούπισε όπως όπως τα μάτια της και πήγε να ανοίξει την πόρτα.
Στην πεπαλαιωμένη είσοδο έστεκε η Αγάπη, η εντεκάχρονη κόρη της Γιώτας. Η Γιώτα έσκυψε, τη φίλησε και την σήκωσε στην αγκαλιά της, σε μια αγκαλιά απίστευτα ευεργετική και για τις δύο. Αυτό ήταν το μυστικό τους, η δύναμη που αντάλλασσαν μέσα στη σιωπή σφίγγοντας η μία την άλλη. Λες και τα όρια και οι αντοχές μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν όσο πιο σφιχτά κρατιόντουσαν.
«Είναι εδώ …αυτός;» κόμπιασε για μια στιγμή η Αγάπη και συμπλήρωσε, «ο μπαμπάς».
«Όχι, δεν ήρθε ακόμα ο μπαμπάς», απάντησε η Γιώτα δίνοντας έμφαση στη τελευταία λέξη. «Χαίρομαι που άρχισες να τον αποκαλείς έτσι. Αυτό είναι το σωστό. Δυο χρόνια είμαστε παντρεμένοι, κι από τότε που πέθανε ο μπαμπάς σου δεν ξέρω τι θα κάναμε χωρίς τον Σταύρο. Μπορεί να είναι πατριός σου, αλλά σε αγαπάει σαν πραγματικός πατέρας».
«Τολμάς και τον δικαιολογείς για τις πράξεις του επάνω σου;» άρχισε να ουρλιάζει η Αγάπη.
«Σε παρακαλώ μη φωνάζεις λιβελούλα μου. Σήμερα είναι τα γενέθλιά σου και εσύ είσαι ακόμα μικρή για να καταλάβεις. Αυτός ο άνθρωπος μας παρέχει όσα χρειαζόμαστε», προσπάθησε να της εξηγήσει η Γιώτα.
«Όλα, εκτός από την ασφάλεια της αγάπης. Ξέχασέ το», είπε η Αγάπη βλέποντας τη μητέρα της έτοιμη να υπερασπιστεί ξανά αυτό το τέρας.
«Πες μου σε παρακαλώ τι εννοείς» ζήτησε να μάθει η Γιώτα και στη φωνή της υπήρχε μια ανησυχία.
«Ξέρεις γιατί ο μπαμπάς μου με φώναζε λιβελούλα, επειδή με γέννησες μέσα στο νερό και έμοιαζα με έντομο. Κι εσύ από το νερό μάς πέταξες στην ξηρασία. Μπορούμε να ζήσουμε έτσι;» ρώτησε η Αγάπη νιώθοντας να φλογίζονται τα μάτια της.
«Αν ήταν εδώ ο πραγματικός σου μπαμπάς, λιβελούλα μου, θα ήθελε να περάσεις αξέχαστα στα γενέθλιά σου».
«Αν ήταν εδώ ο μπαμπάς μου θα ήθελε να ακούσει το παράπονο της λιβελούλας του», απάντησε με μιαν ανάσα η Αγάπη για να προλάβει να τελειώσει πριν κάνουν την εμφάνισή τους τα δάκρυα που τις έκαιγαν τα μάτια.
«Και ποιο είναι αυτό», ρώτησε η Γιώτα καταλαβαίνοντας το πόσο μεγάλη σημασία είχε για την κόρη της.
«Μόνο μία απορία. Γιατί η μαμά μου να είναι τόσο δειλή;»
_
γράφει ο Σωκράτης Τσελεγκαρίδης
…και γιατί να είναι δειλές τόσες γυναίκες…πράγματι…
Οι καταραμένοι… που καίνε με τη φωτιά της κολασμένης τους ψυχής τα διάφανα φτερά από τις αθώες, μικρές λιβελούλες…
Ολα τα αθρα μιλουν μεσα στις καρδιες μεσα στον πονο μεσα στην αληθεια της ζωης………Μια σκεψη μονο εκανα ,και τιποτε αλο μια σκεψη που μονη της τα περιεχει ολα……………..