Το ποτάμι που επέστρεφε, του Μάνθου Σκαργιώτη

γράφει ο Πάνος Τουρλής

Ο νόθος Πόρτουλας μεγαλώνει σχεδόν αποδιωγμένος στο Βορδό, κοντά στο γεφύρι της Πλάκας, θεωρείται ύποπτος για έναν φόνο που δεν έκανε και το σκάει στην ελληνική πλευρά του Άραχθου λίγο καιρό αφού χαράχτηκαν τα σύνορα το 1881. Έτσι ξεκινάει μια σκληρή ιστορία περιπλάνησης και ανθρωποκυνηγητού, κατά τη διάρκεια της οποίας θα αναμετρηθεί με τον εαυτό του, με τη μοναξιά και την αδικία, με την ίδια την Ιστορία. Θα γυρίσει όμως στον τόπο του; Κι αν ναι, πόσο πολύ θα έχουν αλλάξει τα πράγματα; Θα μάθει ποτέ ποιος τον εγκατέλειψε στην πόρτα του παπά; Θα καταφέρει να βρει τη γαλήνη και τις ψυχικές του ισορροπίες;

Ο Μάνθος Σκαργιώτης, με την οικεία αξεπέραστη λογοτεχνικότητά του, έγραψε ένα νέο μυθιστόρημα γεμάτο ολοκληρωμένους χαρακτήρες, ρεαλισμό, καλοστρωμένα ψυχογραφήματα, ενδιαφέρουσες και πλούσιες ιστορικές και όχι μόνο πληροφορίες και πλήθος ανατροπών. Η ιστορία ξεκινάει με την κατάρρευση του γεφυριού της Πλάκας το 2015 και με αφορμή την κοσμοχαλασιά του καιρού επιστρέφουμε στο 1881 για να γνωρίσουμε έναν τόπο που αποζητά την ελληνικότητα αλλά κινδυνεύει από τους Οθωμανούς και τη ρουμανική προπαγάνδα. Ο Πόρτουλας ερωτεύεται την Αννιώ από την απέναντι μεριά του Άραχθου ποταμού και για χάρη της περνάει το γεφύρι να τη βλέπει. Να όμως που με την ελληνοτουρκική σύμβαση της 20 Ιουνίου / 2 Ιουλίου 1881 η ανατολική του Άραχθου περιοχή της Άρτας και η Θεσσαλία περιέρχονται στην Ελλάδα κι έτσι η μεν Πλάκα ανήκει στην Ελλάδα, το δε Βορδό στην Τουρκία! Ο αγάς έκλεισε το γεφύρι, η Αννιώ βρίσκεται «απέκει», δεν πρόλαβε ο Πόρτουλας να την κλέψει, να καταφύγουν στα ελληνικά χωριά. Και τώρα;

Με αληθοφάνεια και παραστατικότητα ζωντανεύουν ο τόπος και οι άνθρωποι, καταγράφονται οι σχέσεις και οι αλληλοεπιδράσεις μεταξύ των ηρώων του βιβλίου και στήνεται ένα υποβλητικό σκηνικό γεμάτο καταχνιά, σκληρή βιοπάλη και γητειές. Ο Αηδόνης και ο Σελήμ είναι οι μόνοι καρδιακοί φίλοι του Πόρτουλα, σ’ έναν τόπο όπου τον θεωρούν «τσιμπούρι της κοινωνίας», απόβλητο του χωριού, ξένο, μιας και βρέθηκε μωρό στην πόρτα του παπά. Ξυλοδαρμοί, νηστικάδα και κακοψυχιά είναι τα μόνα που γνώρισε από τους χωριανούς του ενώ κυκλοφορούν οι φήμες για τη μάνα του και για την τύχη του πατέρα του. Οι ενδείξεις συνδέονται με το χτίσιμο του γεφυριού το 1866, πού είναι το ψέμα όμως και πού η αλήθεια; Τελικά ο Πόρτουλας εμπλέκεται από λάθος σ’ έναν φόνο που δεν έκανε κι αναγκάζεται να δραπετεύσει στην ελληνική μεριά και να διαφύγει των συγχωριανών του που τον κυνηγούν. Ένα ταξίδι δύσβατο, μεγάλης και κακοτράχαλης απόστασης μα και ψυχικό, με εμπόδια, ανατροπές και δυσκολίες, μέσα από τις οποίες ο πρωταγωνιστής ωριμάζει, μεταμορφώνεται, αλλάζει. Μαθαίνουμε κομματιαστά για τη ζωή του, πώς μεγάλωσε, πώς συμπεριφερόταν, τι και πώς άλλαξε, αν έγινε καλύτερος ή όχι άνθρωπος, τι τον επηρέασε, πώς νιώθει και κυρίως γιατί δεν έμεινε να αποδείξει την αθωότητά του. Θα ακούσει άραγε τη φωνή μέσα του, θα καταλάβει τι έχει πραγματικά ανάγκη να κάνει; «Αφήνεις την κοιλάδα του Αράχθου. Το χώμα, την πέτρα, το δέντρο, το νερό. Αυτά θα κρατήσουν το σκοινί σου. Πρέπει όμως πρώτα να τα γνωρίσεις καλά και να φιλιώσετε» (σελ. 70). Γανωτήδες, γυρολόγοι, στρατοκόποι, μπουλούκια μαστόρων και εργατών, πλανόδιοι ράφτες, όλους τους συναντάει στη στράτα του στα Τζουμέρκα, αναποφάσιστος να φύγει ή όχι. Γούπατο, απόκρημνη ακροτοπιά, ανεμόδαρτη ράχη, ψηλοτάβανη σπηλιά τον καλωσορίζουν. Γκρεμοβάδισμα και κακόστρατες η ζωή του, άσπρες ράχες και χειμαδιά, με το βλέμμα της Αννιώς και το φάντασμα της μάνας του κοντά του «κι ένιωθε να τον κυβερνά μια δύναμη που δεν βολευόταν μέσα του»!

Οικογένειες που πάνε για ξεχείμασμα και θ’ απαρνηθούν τον τόπο τους για επτά μήνες, που σκεπάζουν τα μουλάρια με «χοντρά τραγότσαλα για να μην πλευριτωθούν τη νύχτα από τον βουνίσιο αέρα, τα μακροσκοίνισαν στο γρασίδι κοντινής χερσάδας για να βοσκήσουν και να κοιμηθούν» (σελ. 116-117) κι ανάμεσά τους θα βρουμε ένα δεκατριάχρονο χλωμό παιδί, τον Κώστα Κρυστάλλη, που το ‘σκασε από τη μητριά του για να βρει στα Γιάννενα τον πατέρα του, και τον Απόστολο Μαργαρίτη, Αρμάνο δάσκαλο και συγγραφέα, μια από τις πιο σημαντικές φωνές της αρμάνικης χειραφέτησης τον 19ο αιώνα που καθόρισε την πολιτική της Ρουμανίας απέναντι στους Αρμάνους. Χάρη σ’ αυτόν ο Πόρτουλας μπλέκεται με τη ρουμανική προπαγάνδα και τον εκρουμανισμό των Βλάχων, μιας και είμαστε σε μια περίοδο όπου οι Ρουμάνοι προσπαθούν να πείσουν τους Βλάχους της Ηπειροθεσσαλίας και Μακεδονίας ότι είναι ρουμάνικης καταγωγής ώστε να προσαρτήσουν τις περιοχές τους όταν φύγουν οι Οθωμανοί. «Τα χρόνια του Πόρτουλα σκόρπιζαν… σαν αδέσποτα σκυλιά. Δεν μερεμέτισε τη ζωή του» (σελ. 248). Πολλές φορές αλλάζει στράτα, μεταβάλλει γνώμη χάρη ή εξαιτίας των περιστατικών που βιώνει κι όλα αυτά δημιουργούν ένα συναρπαστικό πολυπρισματικό μυθιστόρημα γεμάτο αυθεντικότητα και ανθρωπιά.

Εξίσου παραστατικές είναι και οι περιγραφές της Αθήνας, όπου φτάνει μετά από δεκαεφτά μέρες ταξίδι ο Πόρτουλας. Το ρέμα της Σταδίου, η Ακρόπολη και το Θησείο, τα καφέ σαντάν, τα Παντρεμενάδικα, ο Αρδηττός με τους ανεμόμυλους του Γεωργάκη, το Σταροπάζαρο και τα Πιθαράδικα, το νεοϊδρυθέν Άσυλο Ανιάτων, μια πόλη γεμάτη λιθοσώρια και χαλάσματα. Εκεί ο Πόρτουλας θα κάνει νέες παρέες, θα γνωρίσει ανθρώπους που επιτέλους θα τον οδηγήσουν πιο κοντά στις επιθυμίες του και θα του υποδείξουν το καλύτερο για κείνον μονοπάτι όσο γνωρίζει τις παξιμαδοκλέφτρες των καφενείων, τον νερουλά Σπύρο Λούη και γίνεται μάρτυρας των γάμων του Κωνσταντίνου και της Σοφίας και των πετροπόλεμων μεταξύ περιοχών. Ταυτόχρονα, πίσω στο Βορδό, οι θετοί γονείς του αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο οι συγγενείς του νεκρού να τους πάνε στα δικαστήρια, πώς θα πληρώσουν λοιπόν ό,τι ζητήσουν για να το αποφύγουν; Μήπως όμως κάποιος άλλος κρύβεται πίσω από αυτήν την αναταραχή για να εκμεταλλευτεί καταστάσεις;

Με μελετημένη παραστατικότητα περιγράφονται άνθρωποι και τοπία κι έτσι δημιουργούνται ρεαλιστικές εικόνες που οδηγούν τον αναγνώστη σ’ εκείνη την εποχή: «Τα καπάκια των ματιών του ήταν πεσμένα λες και τον είχαν αφιονίσει…Η πλατιά βράκα του χωνόταν στις βλαχόκαλτσες και τα μυτερά ποδήματά του σημάδευαν το κατωκοίλι όποιου στεκόταν απέναντί του. Είχε τη χαντζάρα περασμένη στο ζωνάρι και το τουφέκι ακουμπισμένο στο ξυλόσπιτο της σκοπιάς» (σελ. 24).

Συναρπαστικές οι περιγραφές του ηπειρώτικου τοπίου με την αδάμαστη φύση και εμβριθής η μελέτη του γεφυριού που περιγράφεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, με κάθε λεπτομέρεια, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύεται ο ρόλος και η θέση του στις ζωές των κατοίκων των γύρω περιοχών. Το κείμενο είναι λεπτοκεντημένο με αξέχαστες παρομοιώσεις και μεταφορές («…το Βορδό, σαν ασπρόγκριζο τομάρι σκύλου απλωμένο στον ήλιο», σελ. 105 και «Το καλοκαίρι στο μεταξύ προχωρούσε σαν τον καματάρη που ντρέπεται να κρατήσει σταυρωμένα τα χέρια», σελ. 26) αλλά και ιδιωματισμούς και ντοπιολαλιές. Μέσα σε λίγες μόνο λέξεις ζωντανεύει ολόκληρη κοινωνία: «Οι Βορδοΐτισσες -φρόνιμες ή ζόρικες κυράδες και κοπέλες ακριβομίλητες- θέριζαν στις πεζούλες, αλώνιζαν, κουβάλαγαν νερό απ’ τη βρύση με το μωρό πανωβάρελα, πότιζαν τα καλαμπόκια, έπλεναν τις βελέντζες στο ποτάμι, ζαλικώνονταν ξύλα για τον χειμώνα με τη ρόκα στο ζωνάρι, σκούπιζαν με το μαντίλι το μέτωπο κι έκοβαν ρετάλια από τη νύχτα για να μεγαλώσουν τη μέρα. Οι άντρες, δεμένοι στο οθωμανικό λουρί, ξεκοίλιαζαν τη γη με τον κασμά και βαστούσαν με τα χέρια τα βράχια να μην κατρακυλήσουν και γκρεμίσουν τα σπίτια τους. Το βράδυ έπιναν τσίπουρο στον καφενέ και βλαστημούσαν φωναχτά την τύχη κι από μέσα τους τον αγά. Μόνο τα παιδιά ξέφευγαν απ’ τη μοίρα των σκλάβων και με τον ήλιο στο κούτελο γυροβολούσαν στις αλάνες και στα λιθόσπαρτα μονοπάτια των μαχαλάδων σαν αγριοκάτσικα» (σελ. 26-27).

«Το ποτάμι που επέστρεφε» είναι ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα γεμάτο ενδιαφέροντες και ολοκληρωμένους χαρακτήρες, άφθαστο ρεαλισμό, εμβριθή μελέτη της ελληνικής επαρχίας των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα και ουσιαστικά ένα καλογραμμένο ταξίδι ζωής και ψυχής μέσα από το οποίο ο πρωταγωνιστής του βιβλίου θα βρει τον αληθινό του εαυτό, θα καταλάβει τι πραγματικά θέλει και τελικά θα διεκδικήσει τη θέση του στον κόσμο. Αυτή του η απόφαση θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις, θα φέρει στο φως καλά κρυμμένες αλήθειες και θα οδηγήσει τον αναγνώστη με υποδειγματικό αφηγηματικά τρόπο στο σήμερα και στις αλλαγές του τόπου και των ανθρώπων που πέρασε από πάνω τους ο χρόνος ανελέητα. Το δυνατό τέλος με συγκίνησε και ολοκλήρωσε με τον καλύτερο τρόπο τον κύκλο των ιστοριών που με ταξίδεψαν στη σκληρή ζωή των νομάδων, στις κλειστές κοινωνίες της επαρχίας, στις ανελέητες και αδιάφορες για τον απλό κόσμο αποφάσεις των αρχόντων, σε μια Αθήνα που στέφθηκε πρωτεύουσα και ψάχνει να βρει τα πατήματά της και σ’ έναν ανολοκλήρωτο έρωτα.

 

 

 

Ακολουθήστε μας

Γιάννης Πανούσης: Λογισμοί, απολογισμοί και ισολογισμοί

Γιάννης Πανούσης: Λογισμοί, απολογισμοί και ισολογισμοί

γράφει ο Γκέλη Ντηλιά Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γιάννη Πανούση «Αθέατος χρονοποιός» (εκδόσεις Σμίλη), 75 τίτλοι κλείνουν λογαριασμούς, σβήνουν το φως και πετάνε τα κλειδιά στο κενό. Ξεφυλλίζοντάς το, είχα την εντύπωση ότι το γράφει κάποιος πλήρως ενδεδυμένος...

Αν είσαι τίγρης – Przemysław Wechterowicz

Αν είσαι τίγρης – Przemysław Wechterowicz

γράφει η Κατερίνα Σιδέρη Μικροί μου φίλοι, Το σημερινό μας παραμύθι έχει κεντρικό του ήρωα, ένα άγριο ζώο ή καλύτερα ένα πολύ άγριο ζώο. Ο σημερινός μας ήρωας είναι ένας τίγρης. Στα δικά μου μάτια, ο τίγρης είναι ένα ζώο επικίνδυνο, λιγάκι κακό και πολύ φοβιστικό....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Βιβλιοκριτικές
Στα δυό στενά: κείμενα-ανάσες, κείμενα-ξεκλειδωμένα, κείμενα-κρατουμένων
Στα δυό στενά: κείμενα-ανάσες, κείμενα-ξεκλειδωμένα, κείμενα-κρατουμένων

Στα δυό στενά: κείμενα-ανάσες, κείμενα-ξεκλειδωμένα, κείμενα-κρατουμένων

Γράφει η Γκέλη Ντηλιά

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *