γράφει η Κατερίνα Σιδέρη
Μικροί μου φίλοι, το σημερινό παραμύθι είναι πολύ ξεχωριστό.
Και μόνο από το εξώφυλλό του, αντιλαμβανόμαστε ότι θα μας απασχολήσει ένα ιδιαίτερο θέμα. Ένα ξεχωριστό παιδί θα γίνει σίγουρα σε λιγάκι φίλος μας.
Δεν θα σας κρατήσω άλλο σε αγωνία. Πάμε παρέα να ξεδιπλώσουμε την όμορφη ιστορία με άρωμα Χριστουγέννων.
Συντροφιά θα μας κρατήσει ο Ορέστης ένα γλυκό παιδάκι, το οποίο όμως είναι καθηλωμένο σε αμαξίδιο. Όλοι στο σπίτι του ετοιμάζονται για τις γιορτές. Γύρω του όλα είναι όμορφα και γιορτινά, όμως στην ψυχή του Ορέστη, επικρατεί η παγωνιά και η απογοήτευση. Δεν έχει διάθεση να συμμετάσχει σε τίποτα.
Δεν ήταν πάντα έτσι ο Ορέστης. Ήταν ένα χαμογελαστό και ευδιάθετο παιδί. Τα μάτια του έλαμπαν και η χαρά του φαινόταν στο πρόσωπό του! Η ζωή του όμως έχει αλλάξει. Μια καινούργια πραγματικότητα έχει εισβάλει στην καθημερινότητά του, την οποία φοβόταν.
Μια απροσεξία, μια κακιά στιγμή και η ζωή του άλλαξε πολύ γρήγορα… Σίγουρα, όλα γύρω του είναι πλέον διαφορετικά. Πιο πολύ αγχωνόταν ότι τώρα που είναι καθηλωμένος στο αμαξίδιο, θα έχανε τους φίλους του.
Ο παππούς, Ορέστης και αυτός, προσπάθησε να τον πλησιάσει αλλά μάταια. Ο μικρός μας φίλος κλεινόταν στον εαυτό του και δεν άφηνε κανέναν να τον πλησιάσει.
Μιας και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, όλοι στο σπίτι στόλιζαν το δέντρο, κάτι που και εκείνου του άρεσε να κάνει παλιότερα. Θυμάται τον εαυτό του σκαρφαλωμένο στους ώμους του πατέρα του κάθε χρόνο να τοποθετεί τα στολίδια στο δέντρο και φυσικά το αστέρι στην κορυφή του και να γεμίζει χαρά.
Ο Ορέστης ήταν καλόκαρδος, ήταν ένα αγαπητό και καλόβολο παιδί αλλά όλα αυτά που συνέβησαν τον έκαναν δύστροπο και απότομο. Ήθελε να βγάλει από πάνω του τον κακό αυτό εαυτό και να γίνει ξανά το παιδί που γελά και τραγουδά, το παιδί που σκορπά χαρά. Ήθελε να διώξει από πάνω του τον μανδύα του πόνου και της μελαγχολίας. Ήθελε να προσπαθήσει να νιώσει, όπως ένιωθε κάποτε, μα δεν τα κατάφερνε και υπέφερε γι’ αυτό.
Το δέντρο στο σαλόνι ήταν σχεδόν έτοιμο. Το μόνο που του έλειπε ήταν το αστέρι στην κορυφή. Ο μπαμπάς τον πλησίασε με το αστέρι στο χέρι και ο Ορέστης χωρίς να το σκεφτεί πίστεψε στον εαυτό του, πήρε το αστέρι στα χέρια του, όμως την τελευταία στιγμή είπε όχι. Σίγουρα κάποιος θα βρισκόταν να βάλει το αστέρι στο δέντρο σκέφτηκε, και έφυγε γρήγορα – γρήγορα για το καταφύγιο του, που δεν ήταν άλλο από το δωμάτιό του.
Σκέψεις και αναμνήσεις τον κατέκλεισαν στο λεπτό. Όταν αργά τη νύχτα ξύπνησε, απέναντι τα βουνά και οι λόφοι ήταν κάτασπρα. Είχε αρχίσει να χιονίζει, κάτι που είχε να κάνει πολλά χρόνια. Βγήκε σιγά-σιγά στο σαλόνι, έφτασε μπροστά στο δέντρο και παρατήρησε ότι το χρυσό αστέρι δεν είχε τοποθετηθεί στην κορυφή του.
Κατάλαβε ότι είχε φερθεί πολύ εγωιστικά. Κατάλαβε ότι με τη στάση του στεναχωρούσε την οικογένειά του. Του έλειπε ο παλιός του εαυτός και κάτι έπρεπε να κάνει για να τον φέρει πίσω. Πήρε μία βαθιά ανάσα και βεβαιώθηκε ότι δεν πρέπει να χάσει άλλο χρόνο!
Τότε πίσω του άκουσε μια φωνή. Ο μπαμπάς του ήταν εκεί για εκείνον! Ο Ορέστης του χαμογελούσε ξανά και τα μάτια του έλαμπαν!
Από την ψυχή του είχε φύγει μια για πάντα η παγωνιά και η θλίψη.
Είχε πια ξημερώσει κι όλα τα παιδιά έτρεχαν στους δρόμους να πουν τα κάλαντα. Όταν το κουδούνι χτύπησε και η πόρτα άνοιξε, όλοι αντίκρισαν του συμμαθητές του Ορέστη στο κατώφλι του σπιτιού τους!
Όλα τα παιδιά από το σχολείο ήταν εκεί, ντυμένα με τα γιορτινά τους και κοιτούσαν τον φίλο τους με ένα ζεστό χαμόγελο, το οποίο τους ανταπόδωσε για πρώτη φορά μετά από καιρό και ο Ορέστης.
Όλοι μαζί τραγούδησαν δυνατά τα κάλαντα, μαζί τους και Ορέστης και κάπως έτσι είχε συμβεί ένα ακόμη θαύμα Χριστουγέννων. Μια ευχή ξεθάφτηκε από το σεντούκι των ευχών και ο μικρός μας φίλος έπαψε να είναι δύστροπος, έπαψε να είναι στεναχωρημένος και έγινε ξανά ο Ορέστης που όλοι γνώριζαν και αγαπούσαν.
Το θαύμα των Χριστουγέννων είχε φέρει στην καρδιά του ζεστασιά και αγάπη.
Στο τέλος του βιβλίου, ασπρόμαυρες σελίδες ζωγραφικής μας περιμένουν για να βάλουμε χρώμα στη ζωή του Ορέστη αλλά και στη δική μας ζωή!
Καλά Χριστούγεννα αγαπημένοι μου φίλοι!
Το οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρει:
Επιτέλους, έχει φτάσει εκείνη η πολυπόθητη στιγμή των Χριστουγέννων, όπου μικροί και μεγάλοι στολίζουν το δέντρο με χαρά. Ο Ορέστης κοιτάζει την οικογένειά του από μακριά, μα δεν τολμάει να βρεθεί ανάμεσά τους. Μια λύπη έχει φωλιάσει μέσα του. Προσπαθεί, όπως κάθε χρόνο, να απασχολήσει το μυαλό και το βλέμμα του με κάτι άλλο για να μην τους κοιτάζει, όμως, φέτος κάτι έχει αλλάξει.
Η ατμόσφαιρα δεν είναι η ίδια. Το νιώθει και αυτό του προκαλεί φόβο. Προσπαθεί να αποδιώξει το βλέμμα του για ακόμα μια φορά, αλλά δεν τα καταφέρνει. Κάτι από το παρελθόν έχει γυρίσει πίσω. Περιφέρεται στο στολισμένο σπίτι που φέρνει αναμνήσεις. Νιώθει την καρδιά μέσα στο στήθος του να σφυροκοπά σε κάθε χτύπο. Ήταν μια αχτίδα χαράς που αρνιόταν να δει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σφιχταγκαλιάζει τις ρόδες του αμαξιδίου του για να φύγει γρήγορα από εκεί, αλλά τελικά το μετανιώνει. Κοιτάζει γύρω του ξανά. Κάτι τον κρατάει πίσω.
Ήταν κάτι που του είχε λείψει όλα αυτά τα χρόνια.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα του βιβλίου.
Η Μαρία Συλαϊδή μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλειας, σε ένα μέρος πραγματικά παραμυθένιο και ζει στην Αθήνα.
Βαθιά επηρεασμένη από τις ιστορίες και τους μύθους του χωριού και τα παραμύθια των ηλικιωμένων, ακολουθεί και η ίδια αυτό που τόσο αγαπά. Διηγείται ιστορίες και παραμύθια την ώρα των διαλειμμάτων στους συμμαθητές της. Ύφαινε από την αρχή ήρωες και αντιήρωες. Ιππότες δράκους και μάγους.
Η συγγραφή ήρθε στη ζωή της με έναν απρόσμενο τρόπο τη στιγμή που χρειαζόταν τη μαγεία των παραμυθιών περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Η μάχη που έδωσε και δίνει ακόμα ενάντια στην επάρατο νόσο την βοήθησε να καταλάβει πολλά πράγματα. Ένα από αυτά ήταν πως αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι η πίστη. Να πιστέψουν στο αδύνατο ακόμη και όταν όλα γύρω μοιάζουν να καταρρέουν.
Εμπνέεται και δημιουργεί ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο. Και δεν σταματά, δεν σταματά ποτέ να μοιράζει την ελπίδα σε όσους την χρειάζονται. Μέσα από συνεντεύξεις τής στην εφημερίδα Πατρίς, μιλάει για τον καρκίνο, βοηθάει και στηρίζει ανθρώπους.
Η συγγραφή γι’ αυτήν είναι ένα όμορφο ταξίδι. Γράφει για να μπορεί να δημιουργεί γέφυρες ανάμεσα στον κόσμο της πραγματικότητας και στον κόσμο της φαντασίας, καθώς πιστεύει ότι αυτές οι γέφυρες συνδέονται μεταξύ τους με μια χρυσή κλωστή που, αν μπορέσεις να την ακολουθήσεις, τότε η μαγεία δεν θα σε εγκαταλείψει ποτέ .Αυτήν τη μαγεία την ονομάζει ελπίδα. Με έναν μαγικό τρόπο μετατρέπει τους αντιήρωες σε ήρωες, γιατί πιστεύει πως και αυτοί δεν γεννήθηκαν κακοί, απλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Αυτή την επιλογή προσπαθεί να αναδείξει στον αναγνώστη.
Παρακολούθησε μαθήματα ανάγνωσης και γραφής παραμυθιού, καθώς και αρχές Λογοτεχνίας στο Tabula Rasa και ανάγνωση και γραφή πεζογραφίας στο ΕΚΠΑ.
Συμμετείχε σε συλλογικά παραμύθια που έχουν εκδοθεί « Ο Θησαυρός του Αλή Μπαμπά » και « Η παραμυθολυμπιάδα των ζώων » απο τις εκδόσεις I writte. « Once upon a horror time » και « They lived happily ever after? » απο το Moonight Tales. Διηγήματα και παραμύθια της έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε το παραμύθι της «Σαμπίν, Μια μάγισσα χωρίς μαγεία» απο τις εκδόσεις Κέφαλος. Τον Αύγουστο κυκλοφόρησε το καινούργιο της βιβλίο « Εγω και ο εξωγίηνος εαυτός μου », και τον Νοέμβριο « Το σεντούκι των ευχών » απο τις εκδόσεις Διάνοια.
Παράλληλα γράφει και μοιράζεται ιστορίες flash fction για τις σελίδες 121 words και το Moonlight Tales.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διάνοια.
Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο, θα βρείτε εδώ.
0 Σχόλια