Κωνσταντινούπολη. Σταυροδρόμι ή Πέραν. Στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε καιρούς δύσκολους για τον ελληνισμό, σημαντικοί Έλληνες δημιούργησαν περιουσίες και με την ευρύνοια και την ευστροφία τους κατάφεραν να κρατήσουν τις τύχες της αυτοκρατορίας στα χέρια τους. Εμπόριο και τράπεζες, ναυτιλία και παιδεία είναι τομείς στους οποίους διέπρεψαν οι οικογένειες των Ράλληδων, των Ζαρίφηδων, των Μπαλτατζήδων, οι οποίοι, με επίκεντρο το Πέραν, εξαπλώθηκαν σε Οδησσό, Γκαλάτσι, Μασσαλία, Τεργέστη, Αίγυπτο, Παρίσι και Λονδίνο δημιουργώντας έναν μύθο που ακόμη αιωρείται πάνω από την Ελλάδα. Η Ελένη Κεκροπούλου κατέγραψε την ιστορία τους σε ένα συναρπαστικό πολυσέλιδο ιστορικό μυθιστόρημα γεμάτο πληροφορίες και περιστατικά και μας ταξιδεύει πίσω στον σημαντικό 19ο αιώνα για να μας συστήσει σημαίνουσες προσωπικότητες.
Το μυθιστόρημα είναι ένας πραγματικός συγγραφικός άθλος γιατί παραθέτει όλα όσα έγιναν από το 1832 έως το 1899 σε όλες τις σημαντικές ελληνικές κοινότητες της Κωνσταντινούπολης και του εξωτερικού αλλά με τέτοιο τρόπο που δε με κούρασε στιγμή. Χιλιάδες ονόματα, χιλιάδες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, χιλιάδες «κόλπα» και ευκαιρίες, ποικίλες κι ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, ιστορικά πρόσωπα ανάμικτα με μυθιστορηματικά παρουσιάζονται σε 683 πυκνογραμμένες σελίδες με τέτοιο τρόπο που ήθελα να διαβάσω λίγο ακόμη κάθε φορά που έπρεπε να σταματήσω προσωρινά. Χωρίς να έχουμε διεισδυτικά ψυχογραφήματα, χωρίς να χρειάζεται να κρατάω σημειώσεις αφού τα πρόσωπα που παρελαύνουν προχωρούν την ιστορία παρακάτω χάρη στις επαγγελματικές και κοινωνικές κυρίως ενέργειες κι όχι τόσο στις προσωπικές, ξετυλίγονται περιστατικά και καταστάσεις που αντικατοπτρίζουν ακριβώς τις βάσεις του εμπορίου, της οικονομίας και της ναυτιλίας που συναντάμε ακόμη και σήμερα, σε πιο εξελιγμένη βέβαια μορφή. Ένα πικάντικο κουτσομπολιό εδώ, μια επιστολή πιο κει, κινηματογραφικοί και στακάτοι διάλογοι παραπέρα, με ιδιωματισμούς στο λεξιλόγιο που χαρίζουν αυθεντικότητα, μετρημένα καλολογικά στοιχεία, επιλεγμένες σκηνές δράσης, όλα αυτά βοηθάνε την πλοκή να προχωρήσει και μας δείχνουν την ακμή του εμπορίου, την ώθηση που χάρισε στη ναυτιλία η ατμοπλοΐα, το ξεκίνημα των χρηματιστηρίων, τις οικονομικές συναναστροφές με τα επιτόκια, τις εγγυητικές ρήτρες, τα κεφάλαια, τα δάνεια κλπ., τη μεταπήδηση από τη μια ευκαιρία στην άλλη (εμπόριο σιτηρών που ξεπέφτει με τον Κριμαϊκό πόλεμο, παρείσφρηση των ξένων δυνάμεων στην οικονομική ροή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οπότε ο ελληνικός εμπορικός κόσμος στρέφεται είτε στον λευκό χρυσό της Αιγύπτου -το βαμβάκι- ή στο Σίτι του Λονδίνου κι αρχίζει να δημιουργεί ένα σημαντικό παγκόσμιο κέντρο οικονομίας) και πάρα πολλά άλλα. Άλλωστε οι ευκαιρίες έβριθαν, «αρκεί να ήσουν έτοιμος να ριχτείς στη φωτιά»!
Είμαστε σ’ έναν κόσμο και σε μια εποχή φερεγγυότητας, «μπέσας», όπου ο λόγος είναι συμβόλαιο και στήνονται δίκτυα αξιόλογων, έμπιστων και έξυπνων συνεργατών αφού δεν υπάρχουν τηλέφωνα ή άλλοι τρόποι άμεσης και γρήγορης πληροφόρησης. Άλλωστε, όλα ξεκίνησαν από την καταστροφή της Χίου το 1822, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό, μιας και οι άνθρωποι που δραπέτευσαν από τη σφαγή και τον όλεθρο κατάφεραν να ορθοποδήσουν, να στήσουν επιχειρήσεις και περιουσίες και να δημιουργήσουν έναν σχετικά κλειστό κύκλο Χιωτών όπου στηρίζει και βοηθάει ο ένας τον άλλον μα κι είναι ανοιχτοί σε νέους αξιόλογους και φερέγγυους συνεργάτες. Αυτοί οι άοκνοι και ακάματοι άνθρωποι δεν είχαν μόνο σημαντική εμπορική δραστηριότητα αλλά και δικά τους ιστιοφόρα πλοία για τη μεταφορά των αγαθών στις αγορές Ανατολής και Δύσης, κάτι που περιόριζε αρκετά το κόστος και το ρίσκο. Τα κεφάλαια και τα ονόματα στήνονται με μεγάλο κόπο και σκληρή δουλειά, όλες οι εργασίες γίνονται χάρη σε μια αδιάσπαστη αλυσίδα πολύτιμων κρίκων, που ο καθένας οφείλει να έχει μάτια και αυτιά ανοιχτά εν όψει ευκαιριών και καταστροφών και να μην παρασύρεται από απάτες ή φήμες. Και οι γυναίκες; Αχ, οι γυναίκες, υποταγμένες στις κουβέντες μεταξύ αντρών, αντικείμενα αγοραπωλησίας, με τις προίκες να αλλάζουν χέρια για επενδύσεις ή για χάσιμο (ανάλογα τις ικανότητες του γαμπρού), χωρίς περιθώρια άλλης γνώμης πλην αυτής του πατέρα, του αδελφού, του θείου. «Ο γάμος άλλωστε δεν ήταν υπόθεση έρωτα αλλά καλής καταγωγής, κοινωνικής κατάστασης και εμπορικής συναλλαγής, όπερ μεταφραζόταν σε καλή προίκα» (σελ. 45). Βέβαια, αν μείνουν νωρίς χήρες παίρνουν την εκδίκησή τους και ζουν ζωή χαρισάμενη, έχοντας πλέον το προνόμιο να διαλέξουν αυτές τον επόμενο σύζυγο ή εραστή. Προς Θεού, όλα αυτά δεν καταγράφονται ελαφρά τη καρδία γιατί είναι ολοφάνερο πόσο πολύ συμπονά η Ελένη Κεκροπούλου αυτήν την έλλειψη επιλογών, φωτίζοντας σποραδικά αρκετές περιπτώσεις τέτοιων γυναικών, ποιες σήκωσαν κεφάλι, ποιες εκδικήθηκαν, ποιες υπέκυψαν κλπ. και με τι συνέπειες.
Σε ποιον να πρωτοαναφερθώ και ποιον ν’ αφήσω απ’ έξω; Ο Ηπειρώτης έμπορος Δημήτριος Ζαφειρόπουλος απέκτησε περιουσία με τα σιτηρά και τα μεταξωτά κι έγινε τσελεμπής (εξέχων) και δεν έχανε ευκαιρία να διατυμπανίζει: «Όπου τα γρόσια κι η πατρίς»! Ο Γεώργιος Ζαρίφης, μορφωμένος κι από σημαντική οικογένεια, πρωτότοκος επτά παιδιών, γραμματεύς στην Ελλάδα επί Καποδίστρια, μετά τη δολοφονία του οποίου, απογοητευμένος για τα μαύρα χρόνια που έρχονταν για την πατρίδα του, επέστρεψε στην Πόλη για μια νέα αρχή. (αναλυτικά εδώ http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=11161). Ο Αλέξανδρος Κωνσταντίνος Ιωνίδης (1810-1890), σύζυγος της Ευτέρπης, αδελφής του Κωνσταντίνου Σγούτα, γιος μεγαλέμπορου υφασμάτων στο Μάντσεστερ, ασχολείται με τις τράπεζες, έχοντας συνεργαστεί από τους πρώτους με τη νεοϊδρυθείσα τράπεζα του ζάπλουτου Νέιθαν Ρότσιλντ, ιδιοκτήτη του μεγαλύτερου εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας. Ο Αβραάμ Σαλομόν Καμόντο, ένας από τους σημαντικότερους τραπεζίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ακόμη μνημονεύεται στην Κωνσταντινούπολη, οι Εμμανουήλ και Θεόδωρος Μπαλτατζής, ο Τομαζής (Θωμάς) Ράλλης, ο πρώτος των πρώτων στο εμπόριο της Πόλης, ο Στράτφορντ Κάνινγκ, ξάδελφος του φιλέλληνα Τζωρτζ, «μια αλαζονική επιβλητική φιγούρα» και πολλοί άλλοι. Ζουν παράλληλα πλούσιοι και φτωχοί, μαικήνες και μεροκαματιάρηδες, όλοι τους αγωνίζονται σε αυτήν την καλειδοσκοπική πόλη: «Ο παραβατικός υπόκοσμος -κλέφτες, ληστές, φονιάδες, παραχαράκτες- κρυμμένος σε λαβυρινθώδεις γειτονιές… δρούσε παράλληλα με τον διαβιωτικό αγώνα των πολλών κοινωνικών διαστρωματώσεων της Πόλης» (σελ. 190).
Γύρω απ’ όλο αυτό το μελίσσι ίπταται, περιφέρεται και αρπάζει ευκαιρίες ο Ανδρίκος Τσιγγρός (ο μετέπειτα Ανδρέας Συγγρός, 1830-1899) που φτάνει το 1845 στην Κωνσταντινούπολη για να δουλέψει, χάρη στον αδελφό του, Γεώργιο, που εργάζεται στο γραφείο του Ζωρζή Απαλύρα, στο πλάι του εμπόρου Νικολάου Δαμιανού. Μέσω των γονιών του Αντρίκου, του Δομένικου και της Νικολέτας, βιώνουμε τα γεγονότα της σφαγής στη Χίο το 1822, τις μετακομίσεις τους σε Τήνο, Κωνσταντινούπολη, Άνδρο και Σύρο κ. π. ά. Πρόκειται για μια πανέξυπνη προσωπικότητα και ταυτόχρονα για έναν γοητευτικό άντρα, λάτρη του ποδόγυρου μεν, εχθρού του «υμεναίου» δε! Παρατίθενται όλες οι οικονομικές, κοινωνικές και διπλωματικές του κινήσεις, πώς ανέβηκε σε υψηλά κλιμάκια, πώς, πότε και γιατί απέτυχε σε κάποια σχέδια, πώς κατάφερε να ξαναφτιάξει την περιουσία από το μηδέν, πώς διέβλεπε τις αλλαγές σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, πώς διέπρεψε στο εμπόριο και χρησιμοποίησε την περιουσία του για να στραφεί στον τραπεζικό και στον χρηματιστηριακό κλάδο, φτάνοντας να δανείζει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πώς τελικά επέλεξε την Αθήνα για τα τελευταία του χρόνια και πώς μπλέχτηκε με το σκάνδαλο των σκωριών, πώς ίδρυσε την πρώτη ιδιωτική τράπεζα μετά από αγώνα δρόμου κατά του Ευάγγελου Μπαλτατζή, πώς ανεβοκατέβαζε κυβερνήσεις κ. ά.
Εδώ είναι και το αδύναμο σημείο του μυθιστορήματος, μιας και από τη στιγμή που ο Συγγρός επεκτάθηκε στα χρηματοπιστωτικά, η συγγραφέας, στην προσπάθειά της να δείξει το πλαίσιο στο οποίο κινούνταν αυτός ο άντρας, παρασύρθηκε αναφέροντας χιλιάδες λεπτομέρειες από τις συναλλαγματικές, τα δάνεια, τα επιτόκια, τα λογιστικά που μου γέννησαν θαυμασμό για το βάθος της μελέτης και ταυτόχρονα για τον τρόπο που αποδόθηκαν στο μυθιστόρημα, έφτασα όμως σε σημείο κόπωσης. Η Ελένη Κεκροπούλου πάντως, παρ’ όλο που θαυμάζει την επιτηδειότητά του και παρακολουθεί στενά τις θαυματουργές του δραστηριότητες, αφού ήταν άνθρωπος που αναγνώριζε τις ευκαιρίες, αφήνει και διακριτικές λοιδωρίες να υπεισέλθουν για να συμπληρώσουν την εικόνα του εθνικού αυτού ευεργέτη: «…μεθυσμένος από τον πυρετό της σίγουρης κερδοσκοπίας, θαμών των διαδρόμων των διαφόρων ξένων πρεσβειών αλλά κυρίως της γαλλικής και της αγγλικής και πάντα protégé της ολλανδικής» (σελ. 261) και κυρίως «Το φαίνεσθαι επισκίαζε ολότελα το είναι» (σελ. 554). Γύρω από αυτόν τον λαμπερό λοιπόν φάρο δρουν, κινούνται, υπολογίζουν, μετρούν, δημιουργούν και όλοι οι υπόλοιποι.
Στις σελίδες του μυθιστορήματος ζωντανεύει το Σταυροδρόμι ή Πέραν με τα τοπόσημά του, τους δρόμους του, τα μαγαζιά του, καταγράφεται τεκμηριωμένα η παρουσία του Ελληνισμού της Πόλης, δηλαδή πού και πώς εργάζονταν, πού διασκέδαζαν (λέσχες, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, θέατρα), πού συναντιούνταν, πώς επικοινωνούσαν, τι δραστηριότητες ανέπτυσσαν οι ξένες πρεσβείες και πόσο κομβική ήταν η παρουσία τους για όλα αυτά τα δούναι και λαβείν, τι μυστικές συμφωνίες και ανταγωνισμοί υλοποιούνταν σε μια κοσμοπολίτικη περιοχή γεμάτη σημαντικούς ανθρώπους, Φραγκολεβαντίνους και Ρωμιούς. Ξεδιπλώνονται και καταγράφονται τα αίτια και τα αιτιατά της οικονομικής ανόδου του ελληνικού στοιχείου, οι λόγοι τυχόν εκπεσμού και πτώχευσης, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα με το τανζιμάτ του 1839 (Αυτοκρατορικό Διάταγμα του Γκιουλχανέ) από τον νέο σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ να καλεί επιτέλους τις χώρες της Δύσης να επενδύσουν κεφάλαια στη διψασμένη και πλούσια αγορά της Εγγύς Ανατολής, μιας και η οθωμανική διοίκηση ξοδεύει περισσότερα από αυτά που εισπράττει από τους φόρους κι αυτά μόνο στην αρχή! Ακόμη κι ο πόλεμος της Κριμαίας (1853-1856) υπήρξε πηγή πλουτισμού και μεγάλη ευκαιρία για τον οποιονδήποτε κατάφερνε να εφοδιάσει με κάτι τον γαλλικό και τον αγγλικό στρατό: «Και τι δεν κατανάλωναν!» Η συγγραφέας έχει μείνει άφωνη: «Γενική ασωτία και ανέμελη ευωχία εν μέσω πολέμου» (σελ. 263)! Γέμισε ο τόπος οψίπλουτους και αλαζόνες επιδειξίες αλλά και άνοιξε ο δρόμος για χρηματοδοτήσεις και δάνεια από Αγγλία και Γαλλία, οπότε οι ξένοι άρχισαν να εισχωρούν στα οικονομικά της Αυτοκρατορίας και να τρώνε από το παχυλό κομμάτι που ανήκε επί πολλές δεκαετίες στους Ρωμιούς! Πώς το χάνι του Γαλατά όπου πωλούνταν χαβιάρι εξελίχθηκε σε κέντρο χρηματιστικών και τραπεζικών γραφείων κι από κει σε Χρηματιστήριο; Πώς αναπτύχθηκαν, πού διοχετεύθηκαν, πώς εμπλουτίστηκαν, πώς αυξήθηκαν και τελικά πώς εξανεμίστηκαν οι μεγάλες ελληνικές περιουσίες κατά την ακμή του ελληνισμού της Πόλης ως τα τέλη του 20ού αιώνα; Τι άλλαξε στο εμπόριο με τα ατμόπλοια που αντικατέστησαν τα ιστιοφόρα και με τον σιδηρόδρομο; Πώς άρχισε σταδιακά η Κωνσταντινούπολη να παύει να είναι το κέντρο του εμπορίου και πώς επηρέασε αυτό τις περιουσίες και την εμπορική δραστηριότητα των Ρωμιών;
«Το Σταυροδρόμι των Ρωμιών της Πόλης» της Ελένης Κεκροπούλου είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο ξεδιπλώνονται ο πλούτος και η ευμάρεια ανθρώπων έξυπνων και με ένστικτο καθώς και οι βάσεις της αριστοκρατίας και της ναυτιλίας που αναπτύχθηκαν στην Αθήνα ειδικότερα και στην Ελλάδα γενικότερα τον 20ό αιώνα. Είναι το χρονικό του ελληνικού πνεύματος που θριάμβευσε (ναι, εκμεταλλευόμενο ευκαιρίες και κατά καιρούς πατώντας επί πτωμάτων αλλά έτσι είναι οι επιχειρήσεις) και μεγαλούργησε, αφήνοντας όμως και σημαντική παρακαταθήκη μέσω δωρεών και ευεργετημάτων στον ελληνισμό. Χιλιάδες πληροφορίες, χιλιάδες πρόσωπα, χιλιάδες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που δίνονται μέσα από μικρές μα ολοζώντανες και ρεαλιστικές σκηνές συγκροτούν ένα κείμενο που με διαφώτισε σε πολλά σημεία για το παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Το τέλος είναι κάπως αόριστο βέβαια, μιας και δείχνει πως αυτός ο πακτωλός ενεργειών δε φαίνεται να σταματάει πουθενά κι έτσι δεν έχουμε κάποια ολοκλήρωση, κάποιον κύκλο που να ολοκληρώνει την πλοκή (εκτός κι αν η συγγραφέας έχει στο μυαλό της να συνεχίσει με νέο μυθιστόρημα). Το βιβλίο είναι ένα καλογραμμένο, τεκμηριωμένο και άκρως ενδιαφέρον χρονογράφημα του ελληνισμού του 19ου αιώνα που διέπρεψε στις ελληνικές παροικίες του τότε γνωστού κόσμου, μια ελληνικά γραμμένη «Μπελγκράβια» και το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
0 Σχόλια