Η ζωή στο μικρό χωριουδάκι της επαρχίας Αιγίου κυλούσε ήρεμα, ώσπου μια μέρα αναγγέλθηκαν επίσημα τα ευχάριστα νέα από την τοπική εφημερίδα. Ήταν πλέον γεγονός ότι το όνειρο που περίμεναν εδώ και καιρό οι κάτοικοι του χωριού γινόταν πραγματικότητα. Η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής είχε ολοκληρωθεί και από σήμερα θα συνέδεε και το δικό τους χωριό με τις μεγάλες πόλεις της Πάτρας και της Αθήνας. Το χωριό τους, λόγω απουσίας σιδηροδρομικού δικτύου, ήταν έως τώρα παραγκωνισμένο από τον έξω κόσμο, λες και ζούσαν σε εμφύλια διαμάχη, που τους απέτρεπε να συναναστραφούν με τους κατοίκους των υπόλοιπων περιοχών.
Η μέρα της έλευσης του τρένου που θα διέσχιζε το χωριό τους είχε φτάσει, όπως άλλωστε υποδήλωναν τα εγκαίνια και οι ετοιμασίες που είχαν αναλάβει όλοι οι κάτοικοι με την συμπαράσταση της τοπικής κοινότητας. Από νωρίς οι κάτοικοι είχαν αφήσει τις δουλειές τους στη μέση και είχαν βρεθεί κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές για να υποδεχτούν πρώτοι την άφιξη του τρένου στον τόπο τους. Τα παιδιά με χαρές και γέλια το είχαν δει σαν παιχνίδι, αναπαριστώντας μεταξύ τους, με τον δικό τους τρόπο, το φαντασμαγορικό αυτό θέαμα που τόσο γλαφυρά τους είχαν περιγράψει οι γονείς τους. Οι γυναίκες είχαν πλέξει στεφάνια από λουλούδια που είχαν μαζέψει από το βουνό, ενώ οι άντρες είχαν παραταχθεί ο ένας δίπλα στον άλλο κρατώντας σημαιάκια στα χέρια, σαν να υποδήλωναν την ετοιμότητά τους για πολεμική επιστράτευση.
Η ποικιλομορφία των χρωμάτων από τα ρούχα που φορούσαν οι κάτοικοι έδινε την αίσθηση ουράνιου τόξου έτοιμου να εμφανιστεί όταν το τρένο θα φώτιζε με την παρουσία του το μέχρι πρότινος άδειο τοπίο. Πολλοί από τους κατοίκους πάνω στη χαρά τους είχαν ξεχάσει να βγάλουν τα ρούχα της δουλειάς τους, έτσι έβλεπε κανείς το χασάπη με το λερωμένο από αίματα λευκό του ρούχο, τον παπά με τα κατάμαυρα ράσα του, τον κουρέα με τα ψαλίδια στο χέρι, σερβιτόρους, εργάτες και κάθε λογής άλλους. Όλοι με το χτυποκάρδι να αντικρίσουν πρώτοι το τρένο που θα σταματούσε μπροστά από την κεντρική αγορά του χωριού. Μερικοί ξεχασμένοι στα καφενεία έσερναν αργά και ράθυμα τα βήματά τους και αυτοί για την αγορά μαζί με κάποιες γριές μεσόκοπες που καταριούνταν το τρένο για τον υποτιθέμενο εκσυγχρονισμό που θα έφερνε στο τόπο.
Στην αγορά είχε βρεθεί από τους πρώτους ο δήμαρχος του χωριού μαζί με την ψηλομύτα γυναίκα του, ενώ πιο δίπλα – για λόγους τάξης – βρισκόταν ο αστυνομικός του χωριού που μεριμνούσε για την ομαλή διέλευση και προστασία του πλήθους που συνέρρεε συνεχώς. Οι μυρωδιές από τα ψημένα κρέατα είχε διαποτίσει την ατμόσφαιρα που είχε γίνει αποπνικτική από τους πολυάριθμους ταβερνιάρηδες που είχαν τοποθετήσει τις σούβλες δίπλα στις ράγες του τρένου. Αφού ο δήμαρχος πήρε το ύφος χιλίων καρδιναλίων ανήγγειλε με τον δικό του τρόπο το γεγονός:
”Κυρίες και κύριοι μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για να υποδεχτούμε την έλευση του τρένου που θα συνδέει το χωριό μας από σήμερα με τον πολιτισμό της πρωτεύουσας. Από σήμερα το χωριό μας θα αποτελεί κομβικής σημασίας πόλο έλξης για τους ξένους, ενώ τα εμπορεύματα μας θα διοχετεύονται με μεγαλύτερη ευκολία στις αγορές της πρωτεύουσας. Θα σας παρακαλέσω να υποδεχτούμε αυτό το χαρμόσυνο γεγονός με τις θερμότερες υποδοχές”.
”Την κατάρα μου να έχει και το τρένο που έρχεται και όλοι σας”, ανέκραξε από το βάθος μια μαυροφορεμένη γριά
”Μην μιλάτε έτσι κυρία Δήμητρα, το τρένο είναι ευλογία για τον τόπο μας. Ο θεός μας το έφερε για να μας απαλλάξει από τα προβλήματά μας και να μάς δώσει αφθονία και καλύτερους όρους ζωής”, είπε βλοσυρός ο παπάς
”Σωστά τα λέει ο πάτερ Θόδωρας, το τρένο είναι για το καλό μας, όποιος δεν γουστάρει να πάει σπίτι του”, είπε κάποιος από τους κατοίκους που η επήρεια του κρασιού είχε αρχίσει να του διαπερνά τον εγκέφαλο.
”Μην προκαλείτε προβλήματα, δεν θέλω φασαρίες εδώ. Αυτά να τα πείτε αλλού. Ενώπιον του νόμου και του δήμαρχου δεν δέχομαι τέτοιες προσβολές”, είπε ο σαστισμένος αστυνομικός που έψαχνε μια πρόφαση για να ηρεμήσει τις αψιμαχίες των κατοίκων.
”Τραβάτε τις ψησταριές και τα τραπέζια με τα φαγητά και τα κρασιά από τις ράγες, σε λίγο το τρένο θα έρθει. Όταν έρθει, η μουσική χορωδία ας αρχίσει να παίζει ήχους δοξαστικούς, ο κόσμος πρέπει να χαμογελάει και να πετάει λουλούδια στο τρένο. Όλα θέλω να λειτουργήσουν στην εντέλεια σήμερα. Ας ήμαστε όλοι ήρεμοι και οργανωμένοι και πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά. Ο πάτερ Θεόδωρος θα ευλογήσει τον σταθμό όταν έρθει το τρένο και έπειτα θα αρχίσει ένα μεγάλο γλέντι με πολύ φαγητό και ποτό που θα κρατήσει πολλές ώρες. Είμαι σίγουρος ότι όλοι θα περάσουμε αξέχαστα απόψε.”
Προτού καν τελειώσει τη φράση του στο βάθος άρχισε να αχνοφαίνεται το τρένο. Το πλήθος βρυχήθηκε σύσσωμο ”Έρχεται το τρένο”, ενώ είχε μείνει με ανοιχτό στόμα παρατηρώντας το να καταφτάνει. Φάνταζε σαν ένα πελώριο βουνό από αστραφτερές λαμαρίνες που γυάλιζαν σαν λέπια ψαριού, ενώ από το φουγάρο του έβγαινε μαύρος καπνός που διαπότιζε το τοπίο με μια ζοφερή απόχρωση. Οι προβολείς του έβγαζαν έντονες αχτίνες φωτός δημιουργώντας έτσι μια εξωπραγματική ατμόσφαιρα βγαλμένη από τα ομορφότερα παραμύθια. Το τρένο άρχισε να φρενάρει μανιασμένα σχηματίζοντας σύννεφα σκόνης, ενώ οι επιβάτες του άρχισαν να βγάζουν άναρθρες κραυγές. Ο οδηγός άρχισε να πατάει την κόρνα μανιασμένα, τρυπώντας με τον ήχο που έβγαζε τα αυτιά των κατοίκων του χωριού που κοιτούσαν το τρένο να τους κοντοζυγώνει, ανήμποροι όμως να αντισταθούν.
”Δεν σας είπα να βγάλετε τις σούβλες με τα φαγητά και τα ποτά ρε ζώα από τις ράγες; Κάντε το γρήγορα γιατί σε λίγο καταφτάνει το τρένο. Εσείς οι υπόλοιποι απομακρυνθείτε μακριά από τις ράγες μην έχουμε κανέναν τραυματισμό”, φώναξε θυμωμένος ο αστυνομικός.
”Μάλιστα κύριε, τρέχουμε αμέσως να τα μετακινήσουμε”, είπαν απτόητοι οι ταβερνιάρηδες, οι οποίοι προτού τελειώσουν την φράση τους έπεσαν κάτω ζαλισμένοι από το πολύ πιοτό, ενώ άλλοι πάνω στο μεθύσι τους άρχισαν να χορεύουν.
Το τρένο που είχε φτάσει πολύ κοντά φρέναρε συνεχώς με αποτέλεσμα να σηκώνει ομίχλη σκόνης κατακλύζοντας έτσι την ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα κανείς να μην γλιτώνει στο πέρασμά του. Η αποτροπή της σύγκρουσης του με τα τραπέζια και τις σούβλες τελικά πραγματοποιήθηκε, κάνοντάς τα και εκείνα σκόνη μπροστά στη φρενήρη πορεία του.
”Άχρηστοι είδατε τι κάνατε, τα καταστρέψατε όλα”, έβαλε τις φωνές ο δήμαρχος τρέχοντας να σωθεί από το πανδαιμόνιο που επικρατούσε.
Οι μουσικοί που υποτίθεται ότι έπρεπε να αρχίσουν να παίζουν εγκώμια το έβαλαν στα πόδια μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους με κατεύθυνση το πλησιέστερο σημείο. Στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τα σύννεφα σκόνης που είχαν κατακλύσει το σύμπαν και δεν τους επέτρεπαν να αναπνεύσουν. Ως επιστέγασμα αυτής της τραγελαφικής κατάστασης ήρθαν να προστεθούν και τα λυσσαλέα γαβγίσματα των αδέσποτων σκυλιών που έδιναν την δική τους μουσική πινελιά στο αλαλούμ που επικρατούσε. Το τρένο είχε οριστικά ακινητοποιηθεί και οι μπριζόλες, τα κοκορέτσια και οι πατάτες που είχαν κολλήσει στα παράθυρα έμοιαζε με σενάριο κωμικής ταινίας. Η γριά Δήμητρα μαζί με κάποιες άλλες γριές που είχαν εφοδιαστεί με μαντίλια στη μύτη άρχισαν την επίθεση στο τρένο και τους επιβάτες του, ρίχνοντάς τους κατάρες παράλληλα με σκληρές κουβέντες:
”Να φύγετε από εδώ και να μην ξαναπατήσετε. Εδώ είναι ο τόπος μας και δεν έχετε καμιά δουλειά εδώ. Το ακούσατε ψευτο-εκσυγχρονιστές; Στα τσακίδια”, είπε η γριά ενώ έριχνε πέτρες στο τρένο, πολλές από τις οποίες έσπασαν τα τζάμια του ωθώντας πολλούς από τους επιβάτες να πεταχτούν έντρομοι έξω από το τρένο. Η γριά μόλις τους είδε να βγαίνουν όρμησε απάνω τους, ενώ ο παπάς του χωριού σε μια απελπισμένη κίνηση να την συγκρατήσει δεν τα κατάφερε και πολύ καλά. Όπως αποδείχτηκε εκείνη μέσα στην παραζάλη της τον έπιασε από τα γένια και του έσκισε το ράσο, ενώ οι τσιρίδες του ακούστηκαν σε όλο το χωριό.
”Ειρήνη υμίν τέκνα μου”, έλεγε ο παπάς στην προσπάθειά του να ηρεμήσει τα πνεύματα, ενώ ταυτόχρονα ο αστυνομικός προσπαθούσε να τον ξεμπλέξει από τα νύχια της αλαφιασμένης γριάς.
Ο οδηγός του τρένου πετάχτηκε και αυτός σαν αίλουρος, ενώ ήταν κατακόκκινος από τον θυμό του και προσανατολίστηκε αμέσως προς τον δήμαρχο του χωριού λέγοντάς του
”Πρέπει να ντρέπεστε κύριε δήμαρχε με αυτή την κατάσταση. Αυτή την υποδοχή δεν θα την περίμενα ούτε στον χειρότερό μου εφιάλτη. Αύριο κιόλας θα κάνω ένσταση να βγει ο σταθμός του χωριού σας από την σιδηροδρομική γραμμή”.Η γριά Δήμητρα που είχε ξεγλιστρήσει από το πλήθος άρχισε τον εξάψαλμο και στον οδηγό, βρίζοντάς τον, ενώ δεν φοβήθηκε να τον πετροβολήσει και αυτόν που για καλή του τύχη πρόλαβε να μπει μέσα στο τρένο και να το θέσει σε κίνηση.
Ο δήμαρχος μέσα σε αυτή την κατάσταση έφυγε περίλυπος με σκυμμένο το κεφάλι, αναλογιζόμενος τις ετοιμασίες που είχε σχεδιάσει τόσο καιρό και έγιναν σκόνη σε μια στιγμή. Τελικά αναλογιζόμενος μονολόγησε:
”Σήμερα θα γινόταν τρικούβερτο γλέντι, αλλά σαφώς με άλλους όρους πραγματοποιήθηκε. Θα το σκεφτώ αν θα δηλώσω ξανά υποψήφιος μετά από αυτό που με βρήκε”, είπε κλοτσώντας μια πέτρα η οποία κατέληξε στο κεφάλι ενός σκύλου που είχε ζαλίσει τον κόσμο με τα γαβγίσματά του.
Το τρένο με τα αποφάγια και τα σπασμένα του παράθυρα ως ανάμνηση του κωμικοτραγικού γεγονότος ξεκίνησε ξανά για τον τελικό του προορισμό που ήταν η Αθήνα. Όλα όσα έγιναν ήταν μια θλιβερή ανάμνηση για όλους. Μετά από αυτό οι κάτοικοι επέστρεψαν στις δουλειές και τις καθημερινές τους ασχολίες, άλλοι λυπημένοι και άλλοι χαμογελαστοί.
_
γράφει ο Παντελής Λιάκας
Ωραίες περιγραφές και πράγματι κωμικοτραγικές…!