Η Νοέλ Μπάξερ επέστρεψε στα ελληνικά γράμματα με την προσωπική της, ιδιαίτερη γραφή, αφήνοντας το δικό της άσβεστο χνάρι. Ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που εξελίσσει τους ήρωές του ταυτόχρονα με την ιστορία της Ελλάδας, κινούμενο σε τρεις νοηματικούς κύκλους: Υπατία, Δημήτρης ή Σπάρτακος, Αγησίλαος. Με φόντο πότε το στρόγγυλο βουνό, πότε την πόλη που ακούμπησε τη θάλασσα, πότε την Αθήνα, η συγγραφέας με δεξιοτεχνία και άφθαστη ικανότητα μας δίνει την πιο πλήρη ιστορία που έχω διαβάσει ως τώρα. Εξέλιξη της πλοκής, κορύφωση του δράματος, σκιαγραφήσεις χαρακτήρων, ένα άψογο διαμάντι που με κράτησε συντροφιά πολλές μέρες.
Η Υπατία, μια γυναίκα που όταν γεννήθηκε αντικαταστάθηκε από ένα κουνέλι, γιατί οι τρεις Λένες, φρόντισαν να τη στείλουν μακριά από το χωριό, μιας που η μητέρα της πέθανε στη γέννα, μια ηρωίδα που ψάχνει την ταυτότητά της και την οικογένειά της, μια γυναίκα που βρήκε καταφύγιο στην καλόγρια θεία της, την Ευθαλία.
Ο Δημήτρης ή Σπάρτακος ένας άντρας με ένα μικρό κοριτσάκι που αγωνίζεται να κατευνάσει τις τύψεις του και να συμφιλιωθεί με τα λάθη του. Ένας άντρας που κλείστηκε στο σπίτι με τις θλιμμένες Καρυάτιδες και έκρυψε με τα δέντρα τη θάλασσα. «Συγκρούονταν δύο αντίθετοι κόσμοι. Δύο κοσμοθεωρίες, δύο εντελώς αντίθετες προοπτικές, δύο ομάδες αξιών, δύο κοινωνικές συμπεριφορές. Δύο μέλλοντα. Ένα αριστερό μέλλον κι ένα δεξιό μέλλον» (σελ. 259).
Άγης, ο νεαρός που αναζητά την ταυτότητα του πατέρα του, να σκιαγραφήσει το χνάρι του, να καταλάβει γιατί κανείς από τους συγγενείς του δεν αναφέρθηκε ποτέ σε αυτόν και τι απέγινε. Ένα παληκάρι ντυμένο με το πανωφόρι ενός παρελθόντος που όλοι θέλουν να ξεχάσουν.
«Μια γυναίκα χωρίς φόβους νυμφεύτηκε έναν άντρα χωρίς ενοχές» (σελ. 179), ένας άντρας «…που διάβαιναν τα έτη από δίπλα του καλπάζοντας, στην πορεία τους κορφολογώντας, σαρώνοντας και παίρνοντας μαζί τους κομματάκια από τα ψαχνά της πατρίδας του» (σελ. 308). Και γύρω τους και εξαιτίας τους η μνήμη: «Η μνήμη είναι παράξενος μηχανισμός. Έρχονται νέες θύμησες και σκεπάζουν τις προηγούμενες. Σαν σιδερωμένα ρούχα. Τακτοποιούνται. Κάποια άσχημα είναι από κάτω και δεν φαίνονται. Κι έρχονται άτσαλες στιγμές, σαν βιαστικά χέρια, και ανακατεύουν τα καλοβαλμένα ρούχα για να αρπάξουν το από κάτω και να το φέρουν πάνω. Ακόμη πιο ακραία να το πω, να το βγάλουν και να το φορέσουν» (σελ. 389).
Με λύπη μου όμως παραδέχομαι ότι το βιβλίο δεν το τελείωσα, δεν το ολοκλήρωσα. Μπούκωσα, γέμισα ως εκεί που δεν πάει! Διαβάζοντάς το, αρχικά έβλεπα τις μέρες να περνούν, στη συνέχεια έλεγα να διαβάζω και παράλληλα άλλα βιβλία, κάτι που σπάνια κάνω, τελικά το εγκατέλειψα. Ναι, είναι υπέροχο, ναι, είναι καλογραμμένο, ναι, θα αγαπηθεί από τον αναγνώστη, όμως 650 σελίδες ήταν υπερβολικά πολλές κατ’ εμέ! Είναι τόσο γεμάτο, πυκνογραμμένο, με πολλούς συμβολισμούς και χίλια καλά αλλά ήταν πάρα πολύ μεγάλο! Τι το κακό θα ήταν να είχε συμπυκνωθεί σε λιγότερες σελίδες; Γιατί αυτή η ανασφάλεια των συγγραφέων που αξίζουν πραγματικά να τους γνωρίσει το κοινό να γεμίσουν και να ξεχειλώσουν μια όμορφη κεντρική ιδέα ή να αρχίσουν να επαναλαμβάνονται υφολογικά, υποκύπτοντας στη μόδα των πολλών σελίδων; Αν το βιβλίο ήταν τουλάχιστον το μισό, θα ήταν στην πεντάδα των αριστουργημάτων στο ράφι μου, όμως ακριβώς αυτή η πληθώρα σελίδων, η επιμήκυνση της ιστορίας, χωρίς να είναι κακογραμμένο ή ακαταλαβίστικο, με κούρασαν αφάνταστα και με πήγαν πολύ πίσω στον ρυθμό ανάγνωσης που έχω επιβάλει στον εαυτό μου. Επομένως, το συστήνω ανεπιφύλακτα αλλά μη βιαστείτε να το τελειώσετε, θέλει τον χρόνο του και συγκεντρωμένη σκέψη!
0 Σχόλια