Εκείνο το βράδυ οι σκιές έπαψαν να με ακολουθούν. Τα φώτα έκλεισαν νωρίς και το φεγγάρι έμοιαζε σβηστό όπως φανερωνόταν στη βορεινή πλευρά του λόφου.
Χορεύοντας στο μυαλό μου κουράστηκες, πλάγιασες και αποκοιμήθηκες κάτω από τη δροσιά ενός γέρικου πλάτανου.
Ο αγέρας χάιδευε τα μαλλιά σου και σε ανακούφιζε με την απαλότητα του.
Χαμογελούσες στον ύπνο σου καθώς ζούσες ότι ονειρευόσουν…Και ότι ονειρευόμουν να ζήσω.
Έσκυψα να σε αγκαλιάσω με το βλέμμα μου ξανά, αλλά ντράπηκα. Φοβήθηκα να σε αγγίξω μη τυχόν και τραυματίσω το θαύμα που έβλεπα.
Ξύπνησες, σου έγνεψα και με αντίκρισες σαστισμένη από την ύπαρξη μου.
Ζητούσες να ξεδιψάσεις, μα αρνήθηκες να πιείς νερό από τα χέρια μου.
Σε αποχαιρέτισα και εσύ έκλεισες τα αυτιά σου, ενώ κοιτούσες μανιασμένη το τελευταίο καράβι που έφευγε σφυρίζοντας από το λιμάνι…α
_
γράφει o Χρήστος Φαρμάκης
0 Σχόλια