Τόποι και περιπλάνηση στον ΟΔΥΣΣΕΑ του Τζαίημς Τζόυς[1]
Μαρία Λιλιμπάκη – Σπυροπούλου [2]
Από την αρχή ήδη της μελέτης μου πάνω στο έργο του κλασσικού και ταυτόχρονα διαχρονικού συγγραφέα Τζέημς Τζόυς, δημιουργήθηκε μέσα μου η αμφιβολία κατά πόσο μπορεί να γίνει αντικείμενο θεματικής διερεύνησης ένα έργο πολυσήμαντο και πολύπλευρα αναλυμένο όπως είναι ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ. Ακόμα ειδικότερα αν έχουν γίνει κατανοητά τόσο ο συμβολισμός του όσο και τα μηνύματά του. Βοήθεια και στήριξη για την τελική μου απόφαση είχα τις αναλύσεις που προηγήθηκαν και ιδιαίτερα του μεταφραστή του στην ελληνική γλώσσα[3], και τις αναφορές του στους ξένους μεταφραστές. Το εγχείρημα στοχεύει στην ανάδειξη των χωρικών ζητημάτων, της έννοιας της περιπλάνησης καθώς και των σχετικών δράσεων και εντυπώσεων. Αξίζει να επισημάνουμε ότι και μόνο ο τίτλος του έργου παραπέμπει σε περιπλάνηση: στον Οδυσσέα και το ομηρικό έπος. Και αυτή με τη σειρά της παραπέμπει σε τόπους ως ικανή και αναγκαία συνθήκη. Ο χαρακτήρας της περιπλάνησης αφορά μια ρέουσα διαδικασία στην εξέλιξή της, αλλά και ευκαιρία για μια περιπλάνηση του νου. Ο συγγραφέας, παρατηρεί, σχολιάζει, φιλοσοφεί εγείροντας ταυτόχρονα ερωτήματα για τον τρόπο που συνδέονται, ένα μεγάλο νεωτερικό έργο και οι επί μέρους συντελεστές, τόπος, χρόνος κλπ, με βάση τους οποίους αρθρώνει το δημιούργημά του.
Το σύνολο των θεματικών κεφαλαίων (18), των νοημάτων, των κεντρικών ιδεών, των χαρακτήρων, των σημαινόντων και των τρόπων γραφής αντιπαραβάλλεται στο μωσαϊκό των τόπων, των παρατηρήσεων, των περιγραφών και των λεπτομερειών.
Το λογοτεχνικό και συγγραφικό ύφος ποικίλει στο έργο, όπως ποικίλουν και τα προκαλούμενα αισθήματα, η γενικότερη ατμόσφαιρα και η αισθητική του κάθε κεφαλαίου, σε ανταπόκριση μιας μέρας με συσσωρευμένες εντυπώσεις και δραστηριότητες. Έτσι, π.χ. συχνά η πρόταση μένει ημιτελής, όταν η συνέχεια είναι αυτονόητη ή όταν μπορεί κατά βούληση να ολοκληρωθεί. Άλλοτε η αφήγηση ολοκληρώνεται με το ερώτημα πού; αφήνοντας τη φαντασία πλέον να επιλέξει. Αλλού η μορφή της γραφής είναι ιδιότυπη – καθαρεύουσα ήταν η επιλογή του μεταφραστή σε αντιστοιχία με τη γραφή του συγγραφέα, αφιέρωση-δάνειου από άλλους δόκιμους συγγραφείς που διαχρονικά προηγήθηκαν. Δύο ιδιαίτερες φόρμες γραφής αποτελούν η δια ερωταπαντήσεων οργάνωση της αφήγησης και ο χωρίς διακοπή μονόλογος, ως φαντασίωση και έκφραση των σκέψεων και συναισθημάτων του κύριου γυναικείου χαρακτήρα του έργου: της συζύγου του Μπλούμ.
Η περιγραφή των καταστάσεων και των ιδεών, ο λεπτομερής τρόπος αφήγησης, η απαρίθμηση των έμψυχων και μη, αποτελούν το σύνολο των παραγόντων που διαμορφώνουν και αποδίδουν την Οδύσσεια του ήρωα και συνοπτικά τη ζωή του. Ποιο είναι αυτό το περιβάλλον, πού χωροθετούνται οι δράσεις, ποιες οι ιδιαίτερες συνθήκες, είναι ζητήματα προς εξερεύνηση που θα δώσουν απαντήσεις και θα συνδράμουν στην κατανόηση του έργου. Αυτό τέθηκε ως στόχος για το παρόν και η καταγραφή ευελπιστώ να οδηγήσει σε ευρύτερα και ευέλικτα συμπεράσματα. Χαρακτηριστικά θέματα που αποτέλεσαν το επίκεντρο της έρευνας ήταν οι τόποι και οι χώροι, οι δρόμοι και οι διαδρομές, τα σημεία και οι στάσεις, το τοπίο και η φύση, τα μεγέθη και οι αναλογίες (κλίμακες), τα εργαλεία, τα αντικείμενα και ο εξοπλισμός.
Ο συγγραφέας επιχειρεί συχνά μια αναλυτική καταγραφή χρήσεων[4], στην πορεία του αφηγητή όπως τυπογραφείο, σχολείο, αποθήκη, ξενοδοχείο, γραφεία συλλόγων κλπ,. Έτσι αποδίδει τη γενική εντύπωση και την εικόνα της πόλης, ζωντανεύει την αφήγηση, ιδιοποιείται το περιβάλλον. Επιτυγχάνει μία από τις καλύτερες λογοτεχνικές περιγραφές κατοικημένων χώρων[5], ισάξια ενός εξειδικευμένου επαγγελματία, για αχυροσκεπή διώροφη αγρέπαυλιν προς κατοίκησιν και τονίζει τη χωροθέτηση του κτιρίου, τον περιβάλλοντα χώρο, τη στατική δομή, τη γλυπτική σύνθεση, τη βοτανική, την προσπέλαση, την πρόσβαση, τον οικονομικό διακανονισμό, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, τον τρόπο απόκτησης, στοιχειοθετώντας την ολοκληρωμένη θεώρηση του αντικειμένου.
Καταθέτει την εκτίμησή του στους Κέλτες ιστορικούς που θαύμαζαν «ό,τι ήταν εκ φύσεως θαυμαστόν μεταξύ αυτών» δηλαδή χώρους υγιεινής και θεραπευτήρια, ξενώνες, λεπροκομεία, λουτρά εφιδρώσεως, τους τάφους κατά τις περιόδους επιδημίας και γενικά χώρους υποδοχής και εξυπηρέτησης κοινού. Μεταξύ των άλλων χώρων ειδικών χρήσεων αναφέρει[6] μαιευτική κλινική 70 κλινών με αίθουσα θολωτή όπου εξελίσσεται η διαδικασία μιας γέννησης (την αποκαλεί μυστήριο), δημόσια λουτρά και για τα δύο φύλα, υδροθεραπευτήρια, αλλά και λουτροπόλεις που ταξιδεύουν το νου[7]. Για τη σωτηρία της προσωπικότητας και της διανόησης, προτείνει την αλλαγή τόπου διαμονής με άλλον με ελκυστικό χαρακτήρα όπως τυγχάνουν μερικές περιοχές της Ιρλανδίας[8] ή και τόποι μακρινοί όπως η Κεϋλάνη, το Γιβραλτάρ ή ο Παρθενώνας[9], σε αντιδιαστολή με το αξίωμά που εκφράζει[10] ότι «το σπιτάκι κάθε Ιρλανδού είναι το κάστρο του».
Δίνει λεπτομερή περιγραφή της επίπλωσης και των λεπτομερειών του οικιακού εξοπλισμού (ακόμη και ενός συρταριού) και των υλικών τους, συσχετίζοντάς τα με τις συνήθειες, τις μνήμες και τα συναισθήματα (ο νόστος για την Ιθάκη). Συνδέει τις αισθήσεις με τη θαλπωρή του χρόνου και του χώρου. Ο χρόνος προχωρεί, αποκτά υπόσταση διαμέσου του χώρου, όπως ενός μπαρ και των σχετικών με αυτό: το κρασί, το νεροπότηρο, η μουστάρδα, τα ράφια με τις κονσέρβες. Απαριθμεί τους χώρους όπου θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ιδεολογικοί διάλογοι, χώροι όπως είναι η κατοικία, η εθνική βιβλιοθήκη της Ιρλανδίας, ο δημόσιος κήπος, περιπατητικοί και λατρευτικοί χώροι, δημόσιες λεωφόροι έως και το Εθνικό μαιευτήριο. Περιγράφει τα κοιμητήρια ως αφορμή για σκέψεις φιλοσοφικού περιεχομένου, για τη ματαιότητα, την επίγεια ζωή, την υπερβολή, την «υπόγεια επικοινωνία» κλπ. Γράφει: «Όλοι είναι περαστικοί και τα σπίτια, οι δρόμοι, σωροί από τούβλα αλλάζουν χέρια…Πρέπει να υπάρχει κάποιο κόλπο σ΄ αυτήν την συναλλαγή. Κάτι που συσσωρεύτηκε μες στις πόλεις και ξεθώριασε μες στους αιώνες. Απόμειναν σπασμένες πέτρες, προάστια που επεκτείνονται, πρόχειρες κατασκευές, σπίτια που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, χτισμένα με σκέτο αέρα». Επικεντρώνει στη ματαιότητα της μετάβασης από την ύπαρξη στο θάνατο μέσα από το κτιριακό απόθεμα, ό,τι δημιουργούμε και μας ξεπερνά, στην υπεραξία που με δόλο αναπτύσσουμε, και ως κρεσέντο συμπεραίνει: Κανείς δεν είναι κάτι.
Περνά στην κλίμακα της Ουτοπίας, του άπειρου όπου η μέθοδος προσπέλασης παραμένει άγνωστη. Κι από εκεί, στα σχέδια μεγάλης εμβέλειας προς απόκτηση περιουσίας[11]: Την καλλιέργεια αμμωδών εκτάσεων, την εκμετάλλευση του νερού από την παλίρροια στο Δουβλίνο, την αξιοποίηση του Δέλτα του ακρωτηρίου στο Ντόλυμαουντ με ξενοδοχεία, αναγνωστήρια και εγκαταστάσεις μικτών λουτρών, την τουριστική ανάπτυξη με ποταμόπλοια, ανοικτές άμαξες, τοπικά τραίνα, τη διακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων σε υδάτινες αρτηρίες και τροχιοδρομική γραμμή σε συνδυασμό με την κύρια σιδηροδρομική γραμμή, την αποψίλωση των δασών και της πλούσιας τοπικής χλωρίδας, την ανακάλυψη ενός χρυσοφόρου κοιτάσματος [12]. Επισημαίνει ότι η γη δεν είναι ένα έδαφος προς εκμετάλλευση, αλλά μια ζωντανή μητέρα και ταυτόχρονα ότι, η φύση απεχθάνεται το κενό. Με μέσα λιτά δηλώνει ότι η επαφή και διαφύλαξη της φύσης προϋποθέτει μια ολιστική φιλοσοφία για τη θέση του ανθρώπου σ’ αυτήν, τη σχέση του με την εξουσία, τη διεκδίκηση της γης και την ερμηνεία των επαναστάσεων[13]. Με την γη – Ιθάκη – συσχετίζει τη ζωτικότητα του νερού και της θάλασσας: Η θάλασσα[14], στη δυναμική κατάστασης[15] της παλίρροιας. Το νερό που κυλάει σε ένα ρέμα, δεν είναι ποτέ το ίδιο, όπως και η ζωή. Επιχειρεί άψογη τεχνική περιγραφή[16] – ύμνο στο νερό και τη διαφύλαξή του. Η «Πηνελόπη» όπως και η «Κίρκη» μιλάει για τη θάλασσα και το χείμαρρο, σε μια λυρική κατάληξη[17] στο τέλος του παραληρήματός της[18].
Ο Τζαίημς Τζόυς δίνοντας έμφαση στις πορείες και τις διαδρομές, τον διασκελισμό και τις στάσεις, καταγράφει τις οδούς, τις πλατείες, τις κοινωφελείς λειτουργίες και τα τοπόσημα της πόλης (του Δουβλίνου), τονίζοντας τις ιδεολογικές αποστάσεις ανάμεσα στα ανάκτορα και τα ποιμνιοστάσια. Στη γραφική αναπαράσταση της πορείας διαμέσου συγκεκριμένων οδών, από την εταιρεία τσαγιού, στο ξενοδοχείο, στο μπαρ, στο ναό, στο φαρμακείο, στο κτίριο των λουτρών, δίνει τον ρυθμό, την κατεύθυνση, την ονοματοθεσία, αλλά κυρίως σκιαγραφεί την ατμόσφαιρα της περιπλάνησης και το αστικό τοπίο της πόλης. Οι πορείες δίνουν την ευκαιρία για να περιγράψει τη φυσιογνωμία της πόλης, τον κοινωνικό περίγυρο, τις κατοικίες, την αντίθεση με τη ζωή στην ύπαιθρο.
Περιπλάνηση σημαίνει κίνηση, δρόμος, πορεία και αποδίδεται έως και με το θρόισμα φύλλων στον αέρα[19]. Οι διάλογοι – έπεα πτερόεντα- παρεμβάλλονται, διαχέονται, διακόπτονται, πετούν σαν τα φύλλα στον αέρα. Η κίνηση προσομοιάζει στον άνεμο, προβάλλεται με το στριφογύρισμα των γλάρων, το τρέξιμο των εφημεριδοπωλών, τη ροή του νερού, το φτερούγισμα των περιστεριών, τον παφλασμό των κυμάτων, αλλά και με το περπάτημα ενός σκούφου στο κεφάλι, τις ταλαντεύσεις του μπαστουνιού και της ομπρέλας στο βάδισμα, με τις λεπτές μετακινήσεις, μιας πόρτας, ενός βλέμματος. Η επικοινωνία- γράμματα, δέματα, ταχυδρομείο- και η συγκοινωνία[20]– τραμ, ράγες, τροχιογραμμές, στάθμευση, εξαρτήματα- καταγράφονται και αξιοποιούνται ως μέσα περιήγησης, πορείας, περιπλάνησης, αλλά και ως παίγνια ταυτόχρονα για άτομα ευφάνταστα.
Τα μέσα των περιπλανήσεων στο χώρο, πραγματικά και νοητικά[21] ποικίλουν από τη σκέψη που πλανιέται, στα μέσα μεταφοράς. Εντύπωση κάνει η συχνή αναφορά στο τραμ, ίσως λόγω της νεωτερικότητας του μέσου στην εποχή που ζει και γράφει ο Τζαίημς Τζόυς, ίσως επειδή δίνει τη δυνατότητα συλλογικής μετακίνησης και ομαλής αντίληψης του αστικού τοπίου. Ετσι συχνά το πέρασμα του χρόνου μετριέται με το ανεβοκατέβασμα των τραμ. Οι κινήσεις γίνονται η αφορμή για να δημιουργηθεί μια μεταβαλλόμενη ατμόσφαιρα, σουρεαλιστική στη ρευστότητά της όπου πλήθος ανθρώπινων χαρακτήρων περιγράφονται, μια συγκαλυμμένη μέθοδος ψυχανάλυσης που τότε δειλά πρωτοεμφανιζόταν. Η μετακίνηση με την άμαξα[22] αποκαλύπτει τον εξοπλισμό και τις δυνατότητες του κόσμου, δίνοντας το πλαίσιο για να θιγούν υπαρξιακά θέματα όπως η αντίθεση τέλους και αρχής (γέννηση- θάνατος).
Η καταγραφή θεμάτων από τα επί μέρους κεφάλαια του έργου επιδιώκει να συμβάλλει στην κατανόηση του θέματος[23].
Α. Τηλέμαχος. Με αντικείμενο ένα καθρέφτη- σύμβολο χαράσσει πορεία, προσδιορίζει επίπεδα, δραπετεύει από το σημείο, δίνει φυγή προς τη θάλασσα, περνά στη μακρινή κλίμακα. Περιγράφει το τοπίο στατικά με λυρισμό , αλλά και δυναμικά με την περιγραφή της παλίρροιας. Η περιγραφή του εσωτερικού χώρου ενός ιστορικού κτιρίου αποδίδει την κλειστοφοβική μελαγχολική ατμόσφαιρα. Οι τοπικές κινήσεις στο στριφτό μονοπάτι στους βράχους συνιστούν υπόμνηση του άγριου ιρλανδικού τοπίου. Γενικά οι κινήσεις είναι μικρές, σε περιορισμένους τόπους, αντίστοιχες του νεαρού της ηλικίας του κεντρικού προσώπου (Στήβεν / Τηλέμαχος), ένα είδος εισαγωγής στο έργο.
Β. Νέστορας. Σ’ αντίθεση με το νεαρό της ηλικίας του προηγούμενου ήρωα, ο Νέστορας εκπροσωπεί τη σοφία της διδασκαλίας, την ίδια την ιστορία. Στιγμιότυπα δίνουν διεξόδους όπως αυτό μιας κραυγής που κατευθύνει στο δρόμο. Διαμορφώνει την ατμόσφαιρα για να μιλήσει για ζητήματα πνευματικά όπως η θρησκεία, η σχέση των φύλων στη συλλογική μνήμη κά.
Γ. Πρωτέας. Η θάλασσα στο χρώμα του κρασιού, τόσο στενά συνυφασμένου με τη μοίρα των Ιρλανδών, έχει ρόλο πρωτεύοντα και αξιοποιείται για την εναλλαγή επιπέδων ως σκηνών εξέλιξης δράματος. Τα κύματα που στροβιλίζονται σε κάθε κατεύθυνση παραπέμπουν στους διαφορετικούς χώρους όπου εξελίσσονται οι δράσεις, ενώ η κίνηση αποδίδεται με την πλεύση ενός καραβιού. Την εναλλαγή επιπέδου θεώρησης ονομάζει ο συγγραφέας στερεοσκοπικό κρυστάλλωμα.
Το νερό, τα δίχτυα, η υγρή άμμος, ο φάρος παραπέμπουν στον Πρωτέα, ήρωα που ο μύθος συνδέει με τη θάλασσα. Στην ακτή αυτή τη φορά η θολωτή αίθουσα του σιωπηλού πύργου, οι πολεμίστρες, το γαλάζιο λυκόφως, η παλίρροια, τα βρύα, ο πνιγμένος, όλα αναδύουν μια ατμόσφαιρα μυστηριακή.
Δ. Καλυψώ. Δε θα μπορούσε να λείπει αυτή η ηρωίδα από μια περιπλάνηση. Για τα ζητήματα του χώρου, ο συγγραφέας μας οδηγεί ανατολικά. Τονίζει τα χαρακτηριστικά της Ανατολής, όπως οι τέντες στα σοκάκια για ηλιοπροστασία και δεν παραλείπει να εστιάσει στα μπαρ του Δουβλίνου, ως στίγμα της πόλης- πεδίου εξέλιξης του έργου.
- E. Λωτοφάγοι. Μέσα από την αναφορά τόπων της μακρινής Ανατολής, τα προϊόντα της σαν «λήθαργος» / «άνθη νωθρότητας» παραπέμπουν στη λησμονιά. Η αίσθηση της γεύσης, ο άρτος των αγγέλων, η «κοινωνία» και το «μυστήριο» με την θρησκευτική έννοια, προβάλλονται με στοιχεία της Ανατολής. Το λουτρό με τα κόκκινα τούβλα και το σμάλτο περιγράφεται ως «μήτρα θερμότητας» αντίστοιχο των μακρινών κτιρίων της ανατολής. Ο δρόμος και η σιδηροδρομική γραμμή συσχετίζονται με την ανάλαφρη κίνηση που έχουν τα χαρτιά όταν πετούν στον υγρό αέρα: η στέρεη υποδομή και το ποιητικό τοπίο.
ΣΤ. Αδης. Το κεφάλαιο αντιστοιχεί στην διαδικασία της κηδείας. Η πορεία της νεκροφόρας και των αμαξών δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να περιγράψει το λιθόστρωτο της οδού Μπλέσσινγκτον (129), τον κοινωνικό περίγυρο , τις ιδιότητες των προσώπων, τις κατοικίες στο νερό, τη ζωή στην ύπαιθρο. Η θέα από την άμαξα αποκαλύπτει στοιχεία των κατοικιών: τα κατεβασμένα στόρια, το ρόπτρο, το κρυφοκοίταγμα. Κάνει αναλυτική καταγραφή των χρήσεων στην πορεία και κατά τόπους αποτυπώνοντας και ερμηνεύοντας τη γενική εντύπωση.
Ζ. Αίολος Κατά το μεταφραστή, στο κεφάλαιο τονίζεται η λέξη άνεμος. Πράγματι, ο ρυθμός περιγραφής είναι γρήγορος και παιγνιώδης σαν τον άνεμο. Ισως δε θα ήταν τολμηρό να πει κάποιος ότι ακόμα και ο επιμερισμός του έργου σε μικρά κεφάλαια παραπέμπει στους ανέμους. Οι τάσεις, τα ρεύματα, οι μετακινήσεις αποδίδουν την ίδια την κίνηση του ανέμου. Ένα παράδειγμα δίνουν οι εφημεριδοπώλες που καθώς τρέχουν τσαλαβουτώντας προς όλες τις κατευθύνσεις, κάνουν τις εφημερίδες τους να ανεμίζουν.
Η. Λαιστρυγόνες. O μύθος των Λαιστρυγόνων εμπνέει τον συγγραφέα να αναφερθεί στην τροφή, με αιχμές για τον χρόνο και τον χώρο. Δίνει μικρές λεπτομέρειες των κτισμάτων, ενώ το φύσημα του ανέμου και οι οσμές συμβάλλουν στην απόδοση της τοπικής ατμόσφαιρας. Κι από τον εσωτερικό χώρο στην πόλη πάλι, τη βιβλιοθήκη, το μουσείο (με τις θεές), τους δρόμους (Γουέστμορλαντ). Με μια ολοκληρωμένη θεώρηση γειώνει τον έρωτα καθώς συνδέει το σώμα, τα αρώματα και τους ήχους με τις θέσεις, τα καρπερά χωράφια (επηρεασμένος από τον Όμηρο), τα χορτάρια, τις εισόδους φτωχικών σπιτιών, τους καναπέδες, τα κρεβάτια.
Θ. Σκύλα και Χάρυβδη. Αναφέρεται στη βιογραφία του Σαίξπηρ και τη μορφολογία των έργων του, με στόχο όχι τη λογοτεχνική ανάλυση και κριτική αλλά τα νοήματα και τους συμβολισμούς, την αντανάκλαση στην κοινωνία. Χαρακτηρίζει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ως αντίστοιχο του αίματος. Οι ήρωες δίνουν την απάντηση σε υπαρξιακά διλήμματα. Εδώ οι αποστάσεις μεταξύ του Δουβλίνου και των άλλων πρωτευουσών τονίζουν τον ρεαλισμό των λόγων. Οι σκηνές που σημειακά αποδίδονται, ταυτίζουν την θεατρική παράσταση με τη σκηνική εικόνα που έχουμε για τα αδιέξοδα της Σκύλας και της Χάρυβδης.
Ι. Συμπληγάδες. To κεφάλαιο ταυτίζεται με τις Συμπληγάδες, τη σύγκρουση, την αυταπάτη, την αντανάκλαση και τους τόπους που αυτές αντιπροσωπεύουν. Αποτυπώνεται η πορεία και η συσχέτιση με ιστορικά γεγονότα. Εδώ γίνονται περιγραφές κλασσικά περιηγητικού χαρακτήρα, όπως στην ιστορική αίθουσα συνεδριάσεων του Αβαείου της Παρθένου Μαρίας. Καταγράφονται διάφορα στιγμιότυπα επιβατών στα μεταφορικά μέσα αλλά και σε χαρακτηριστικούς τόπους της καθημερινής ζωής όπως στο καροτσάκι του πλανόδιου βιβλιοπώλη. Περιγράφονται πολλές μικρές, ταυτόχρονες σκηνές και κινήσεις (Η διστακτικότητα στην κίνηση της γυναίκας, η προφύλαξη του συζύγου από το άλογο), κίνδυνοι καθημερινοί (ο πνιγμός της γυναίκας), με συμβολισμούς: οι συμπληγάδες της καθημερινότητας.
ΙΑ. Σειρήνες. Οι δύο ηρωίδες του κεφαλαίου παραλληλίζονται με το χρυσό και τον χαλκό: η γυναικεία πρόκληση, οι σειρήνες, ο πειρασμός που γεννά παραισθήσεις. Η συγγραφική ευελιξία μας οδηγεί από την ατμόσφαιρα ενός μπαρ σε ένα χωράφι σίκαλης. Παράλληλα υμνεί τη μουσική που αναγεννά τις εμπειρίες του παρελθόντος.
ΙΒ. Κύκλωπας. Δίνει το στίγμα του Κύκλωπα από την αρχή, με τον καπνοδοχοκαθαριστή που κινδύνεψε να χώσει τη βούρτσα του στο μάτι. Η σπηλιά του είναι το μπαρ όπου πολλά και ενδιαφέροντα συμβαίνουν.
Γίνεται άμεση αναφορά στη συνήθεια οινοποσίας στην Ιρλανδία, τον σύλλογο εναντίον του αντικεράσματος και στο πιοτό «αυτή την κατάρα της Ιρλανδίας». Τα επί μέρους στοιχεία, όπως το ζυθοπότηρο, η ευχή πριν το κρασί, το νέκταρ, το παιχνίδι, το κρυφό μπες- βγες στις θέσεις, η προβιά ως ένδυμα, συσχετίζουν το κείμενο με τον κύκλωπα.
Στην ένταση της συζήτησης μιλά για τις ταβέρνες, τα ζώα, τα εθνικά σπορ, για την ομοφυλοφιλία, για το πάθος της χαρτοπαιξίας, για την μετριοπάθεια του έθνους, τις αποικίες, τον πολιτισμό τους, την κριτική κατά των Άγγλων, τις διακρίσεις σε βάρος των Εβραίων, τις ιπποδρομίες έως και για τα εκκλησιαστικά σκεύη και πρόσωπα. Μιλά ακόμα για τα εθνικά ζητήματα (Sinn Fein), και φθάνει να πει πως ζωή είναι η αγάπη.
Ως συγγραφικό εύρημα που συγχρόνως εκφράζει την εκτίμηση του εθνικού θησαυρού, απεικονίζει στιγμιότυπα, καταγράφει χαρακτηριστικά τοπία, πόλεις με τον εξοπλισμό τους, θέσεις και κτίρια της Ιρλανδίας, καθώς και τα χαρακτηριστικά δομικά στοιχεία των σημαντικότερων κτισμάτων.
ΙΓ. Ναυσικά. Αναφέρεται στη γυναίκα και στους πολλαπλούς ρόλους της, στη γυναίκα με τα χαρακτηριστικά της, τις ιδιαιτερότητες, τις αδυναμίες, το κάλεσμα, την ερωτική επιθυμία, τα αρώματα και τα κοσμήματα, το κορίτσι που γίνεται γυναίκα, προσηνής, επιθυμητή. Η συγκλονιστική περιγραφή του τόπου του φάρου που αντικρίζει η Γκέρτυ- ηρωίδα του κεφαλαίου- ξεχωρίζει για την ποιητικότητά της[24]. Και πάλι επαναφέρει τα συνήθη του προσφιλή θέματα, την παλίρροια και την αντανάκλαση του καθρέφτη.
ΙΔ. Βόδια του ήλιου. Πρόκειται για το κεφάλαιο όπου περιγράφει τη διαδικασία της γέννησης, τις σχετικές αντιδράσεις στο γεγονός και τον επιμερισμένο λειτουργικά χώρο. Ο θαυμασμός του συγγραφέα για το χώρο και τα αντικείμενά του εκφράζει το δέος για το γεγονός. Στον ύμνο για τη δημιουργία αντιπαραβάλλει την κριτική σε κοινωνικά φαινόμενα και ιδεολογίες. Με μυστηριακή ατμόσφαιρα σχολιάζει δοξασίες και προκαταλήψεις. Η περιγραφή των κτιρίων ακολουθεί το ίδιο πνεύμα αλλά περιλαμβάνει και την ζωδιακή ερμηνεία.
ΙΕ. Κίρκη. Το κεφάλαιο ξεκινά με την αναλυτική περιγραφή του τόπου ως θεάτρου διαδραματιζόμενων, με την είσοδο στη νυχτερινή πόλη, με τα χαρτονένια σπίτια, και προπαντός με το αμαξοστάσιο των τραμ σε ένα σύμπλεγμα τροχιογραμμών. Λάμπες γκαζιού, κόκκινα και πράσινα φώτα και σήματα κινδύνου: η νυχτερινή πόλη συνδέεται με υποβαθμισμένες περιοχές όπου υπάρχουν ειδικές χρήσεις όπως σταθμοί μέσων μεταφοράς, εκεί που κόσμος μετακινείται και διεκπεραιώνει ζητήματα.
Πολυπρόσωπες σκηνές, πρόσωπα θεάτρου, εναλλαγή ονείρου και πραγματικότητας, φαντασιώσεις, παρωδίες, εξωστρέφεια, ονειρικές περιγραφές τοπίων απογειώνουν το κείμενο. Η πορεία των κύριων προσώπων και τα στιγμιότυπα που εξελίσσονται, ανταποκρίνονται στην ατμόσφαιρα του τόπου – ακροποταμιά- η ομίχλη στην αμφίσημη χρήση της περιοχής (νυχτερινή πόλη/ περιοχή του αγοραίου έρωτα), οι προθέσεις (σύνδεση ζωαγοράς με το ποτάμι) στα στοιχεία του χώρου όπως είναι οι γέφυρες, οι στύλοι γκαζιού, τα καπηλειά, οι αποβάθρες. Στην υποτιθέμενη σκηνή της ανακήρυξης του Μπλούμ σε αυτοκράτορα της Μπλουμσαλήμ, γίνεται λεπτομερής περιγραφή του αστικού εξοπλισμού: φανοστάτες, τηλεγραφικές κολώνες, περβάζια παραθύρων, γωνίες, υδρορροές, καμινάδες, κιγκλιδώματα, μπαλκόνια, λάβαρα και αψίδες.
Ο κλειστός χώρος του χορού γίνεται οικείος με την κίνηση χορευτών και πραγμάτων και την εναλλαγή του φωτισμού. Η εμφάνιση βασιλέων και στρατιωτών μαζί με τις πόρνες δίνει το άλλοθι για σκέψεις πάνω στο ζήτημα της δημοκρατίας, του κράτους, της εκκλησίας, του ιμπεριαλισμού, της διαμάχης Αγγλίας- Ιρλανδίας κλπ. Όταν ο χώρος γίνεται αναγνωρίσιμος και κατονομάζεται πλέον- πορνείο- οι κινήσεις και συμπεριφορές φτάνουν στα άκρα. Εκπρόσωπος της διαστροφής παρουσιάζεται ένας χοίρος. Ο συμβολισμός της κίνησης που κάνουν οι χοίροι της Κίρκης ανταποκρίνεται στην υποχθόνια κίνηση των προσώπων. Η υποτιθέμενη αυστηρότητα στην παρωδία δίκης αντανακλά τη μάγισσα Κίρκη. Με την παρεμβολή του Στήβεν/ Τηλέμαχου όλα περνούν στον μη-χώρο, στο ά-τοπο. Η σουρεαλιστική ατμόσφαιρα εντείνεται σταδιακά με τη σκληρότητα της ηρωίδας, τον ερωτισμό, τον εξοπλισμό του περίγυρου όπου μνημονεύεται πύργος με πολεμίστρες, ως τις κραυγές παροξυσμού.
Το κεφάλαιο[25] εκτονώνεται με την αποχώρηση των πρωταγωνιστών και το πέρασμα από την πραγματικότητα σε τοπία ονειρικά έως και εφιαλτικά.
ΙΣτ. Εύμαιος. Προβάλλονται ανθρώπινα καταλύματα όπως το φυλάκιο του νυχτοφύλακα, γωνιές αντίστοιχες αυτής του βοσκού Εύμαιου. Αλλη γωνία γίνεται γνωστή από το αστυνομικό τμήμα όπου κατά τον συγγραφέα οι φύλακες της τάξεως πληρώνονταν για να προστατεύουν τις ανώτερες τάξεις.
Η σκιαγράφηση από τον Μπλούμ της παρουσίας του νεαρού (Στήβεν) ως Τηλέμαχου, της γυναίκας (Η γυναικούλα μου εκεί κάτω βρίσκεται) ως Πηνελόπης και του ναυτικού (Οδυσσέα) προβάλλει τους κύριους πρωταγωνιστές στην Οδύσσεια που βρίσκονταν πολύ κοντά στον Εύμαιο τον παλιό, πιστό σύντροφο.
Στο κεφάλαιο επιχειρεί μια διακριτική αναφορά στη διαφορετικότητα, χρησιμοποιώντας μεταφορικά ένα χωρικό στοιχείο: προφανώς συνιστά παραλογισμό να μισεί κανείς τους ανθρώπους για μόνο το λόγο ότι ζουν από την άλλη μεριά του δρόμου και μιλούν μιαν άλλη διάλεκτο..
ΙΖ. Ιθάκη. Εξαιρετικά παραστατική με τη βοήθεια των στοιχείων του χώρου είναι η σκηνή της πτώσης του Μπλούμ, όπως και η επεισοδιακή είσοδος του Στήβεν στην κουζίνα. Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας αναφέρεται στους αστερισμούς, χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να περάσει σε άλλη κλίμακα, αυτή της κατοικίας του που την περιγράφει σε σχέση με την οργάνωση και τις κινήσεις στο εσωτερικό και τον κήπο.
ΙΗ. Πηνελόπη. Ο απολογισμός της γυναίκας, αποτελεί ύμνο στα συναισθήματα, στη σχέση με τον περίγυρό της και στη διεκδίκηση ρόλων. Έτσι η οποιαδήποτε αναφορά σε χώρο είναι περιορισμένη καθώς το κείμενο διακρίνεται από εσωστρέφεια και ενδοσκόπηση.
Ο Τζαίημς Τζόυς περιγράφει την ατμόσφαιρα και το αστικό τοπίο της πόλης. Εστιάζοντας στο «πού» δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε τον περίγυρο και να σκιαγραφήσουμε τον τόπο όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα. Οι χώροι φέρουν συμβολισμούς, όπως τα κοιμητήρια όπου η κηδεία του Ν. στην αρχή του βιβλίου ως κάθοδος στον Άδη. Οι μετακινήσεις συνθέτουν ένα πλέγμα σημείων με ήπια διάκριση ως προς την απόσταση, δομούν δηλαδή την ίδια την περιπλάνηση που τελικά γίνεται σε ρεαλιστικό περιβάλλον και περικλείει στοιχεία της ίδιας της ζωής του Δουβλίνου. Εμπλέκει τα πρόσωπα με τη ζωή στην πόλη του Δουβλίνου ενώ άλλοτε επιλέγει να ανυψώσει το τοπίο σε σουρεαλιστικό επίπεδο. Θίγει τις ενδόμυχες σκέψεις των ηρώων, τους πόθους τους και τους προβληματισμούς τους, οργανώνοντας την ατομικότητά τους ως απόρροια των τοπικών συνθηκών, σε ένα πλέγμα σχέσεων και συνομιλιών σε συνάρτηση με την πόλη.
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ του Τζαίημς Τζόυς είναι ένα έργο με πολυσήμαντα μέσα, πρωτότυπους στόχους και μηνύματα, με συμβολισμούς, αντιθέσεις, με αιχμές για τα εθνικά ζητήματα αλλά κυρίως με ιδέες πάνω σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και προσωπικής ζωής, έργο με βαθύτερη πολιτική χροιά όπου ο χώρος και η περιπλάνηση προβάλλει ως υπόβαθρο και συντελεστής συγχρόνως. Οι αναφορές του σε θέματα εθνικής επικράτειας και τόπων ανθρώπινου μόχθου είναι σημειακές εκφράζουν παρ’ όλ’ αυτά τον προβληματισμό του γι’ αυτά.
Επιλέγει την εκτεταμένη αφήγηση κατά το πρότυπο της Οδύσσειας σε ρυθμό που παρακολουθεί το ρυθμό ενός περιπατητή σε περιπλάνηση, γρήγορο και κυκλωτικό, με κατεύθυνση διερευνητική. Χρησιμοποιώντας την αλλαγή κλίμακας πλέκει τα σημεία των τόπων σα δίχτυ και το καθιστά υπόβαθρο για την έκθεση ιδεών και αφορμή για να υπομνηματίσει γεγονότα, να τονίσει απόψεις και σχέσεις. Περιλαμβάνει τους τόπους στην αφήγηση με σφαιρικότητα και με τον τρόπο αυτό τους αξιοποιεί συνοδεύοντάς τους με σχολιασμούς. Έτσι έχει κάθε δυνατότητα να ελίσσεται, να προβάλλει τον προβληματισμό του και το σημαντικότερο: να εκφράσει το δεσμό του ανθρώπου με τον τόπο του.
___
[1] Τζέημς Τζόυς, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 22η έκδοση,
[2] Δρ Αρχιτέκτων – Αρχαιολόγος
[3] Ο μεταφραστής του έργου, Σωκράτης Καψάσκης, τονίζει ότι «ο συγκεκριμένος χώρος -του Δουβλίνου- έχει μεγάλη σημασία μέσα στον Οδυσσέα». Κάνοντας λόγο για τις αλλαγές που μεσολάβησαν από τη συγγραφή του έργου, ονομάζει τα ζητήματα χώρου εξωτερικά χαρακτηριστικά που κατ’ αυτόν αφορούν τη ρυμοτομία της πόλης, τα συγκοινωνιακά μέσα κλπ.
[4] Κεφ. 6, σ. 123
[5] Κεφ. 17, σ. 737
[6] Κεφ 14
[7] Κεφ 16, σ. 643
[8]..σε ειδικά επιτελικά τοπογραφικά σχεδιαγράμματα με την χρησιμοποίηση κλιμάκων και υψομετρικών ενδείξεων.
[9] Αναφέρει συχνά την ελληνική αρχαιότητα και τα μνημεία που μας κληροδότησε
[10]Κεφ 13
[11] Κεφ. 17, σ. 745
[12] Κεφ 12
[13] Οι διεργασίες που προκαλούν τις επαναστάσεις στον κόσμο γεννιούνται από τα όνειρα και τα οράματα της καρδιάς ενός χωρικού στην πλαγιά ενός λόφου.
[14] Ω, η θάλασσα, η θάλασσα κατακόκκινη μερικές φορές σαν τη φωτιά
[15] Η παλίρροια υπήρξε πηγή έμπνευσης για πολλούς συγγραφείς όπως τον Κ. Ντίκενς, τον Αλ. Παπαδιαμάντη κά
[16] Κεφ. 17.
[17] ..για τα ηλιοβασιλέματατα για τα παράξενα δρομάκια, τα τριανταφυλλιά και τα γαλάζια και τα κίτρινα σπιτάκια και οι κήποι με τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά και τα γεράνια και τους κάκτους και το Γιβραλτάρ…
[18] Κεφ. 18, σ. 815
[19] Κεφ. 7, σ. 164
[20] Αμαξες, αμάξια, καρότσες μεταφορών, ταχυδρομικά οχήματα, ιδιωτικά αμαξάκια, καρότσια με εμφιαλωμένο αεριούχο μεταλλικό νερό σε θορυβώδη καφάσια, έκαναν θόρυβο, κυλούσαν, συρόμενα από άλογα, με ταχύτητα.
[21] Θυμάμαι μόνο ιδέες και αισθήσεις
[22] Κεφ. 6, σ.118
[23] Η θεώρηση δεν είναι ισότιμη αλλά ανάλογη του περιεχομένου του κάθε κεφαλαίου.
[24] … και μπορούσε να δει πέρα μακριά τα φώτα των φάρων , τόσο γραφικά που θα ήθελε να τα ζωγραφίσει με ένα κουτί χρώματα, γιατί αυτό ήταν πολύ ευκολότερο παρά να ζωγραφίσεις ένα πρόσωπο, και σύντομα ο φανοκόρος θα αρχίσει τη βόλτα του πίσω από τον κήπο της πρεσβυτεριανής εκκλησίας και κατά μήκος της δενδροστοιχίας της λεωφόρου Τρίτονβιλ, εκεί που κάνουν περίπατο τα ζευγάρια, και θα ανάψει και το φανάρι που βρίσκεται κοντά στο παράθυρό της, εκεί που ο Ρέτζυ Γουάιλυ συνήθιζε να παίρνει τη στροφή με το ποδήλατό του…
[25] Το κεφάλαιο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα αυτούσιο έργο
0 Σχόλια