Αγαπημένε μου,
Πάντα υποπτευόμουν πως γεννήθηκα στην άκρη του φθινοπώρου σου. Τότε που στάθηκες και με κοίταξες βαθιά στα μάτια κι ύστερα έγειρες κι έκλαψες απαρηγόρητος στον ώμο μου. Πως με γέννησε το πιο αληθινό σου δάκρυ που απ΄το μάγουλό σου κύλησε και στέγνωσε πάνω στο δικό μου έτσι που στεκόμασταν αγκαλιασμένοι σ΄εκείνο το έρημο νησί της απελπισίας. Γύρω ένα γκρίζο σκληρό τοπίο, μαύρα πέπλα τα ρούχα μας, σύννεφα τα μαλλιά μας που παλεύανε τον πρώιμο βοριά. Εκεί στην άκρη της απελπισίας το πιο αληθινό σου δάκρυ πέτυχε ένα δύσκολο θαύμα.
Θυμάμαι είχες πει να μη δοκιμάσω να παγιδεύσω τα πουλιά σε κλουβιά γιατί είναι ταγμένα απ΄τη φύση τους να πετάνε ελεύθερα και μ΄όλες τις αντίξοες συνθήκες να πετάνε ψηλά σαν τα όνειρά μας. Μόνο με μια λεπτή κλωστή τόση δα να τα κρατάμε από το σπασμένο τους φτερό, σαν τα όνειρά μας, να τους δείχνουμε τον δρόμο αν θέλουν κάποια μακρινή ημέρα να μας επιστρέψουν τα δώρα τους.
Αγαπημένε μου,
Πάντα το ‘νιωθα πως με γέννησε αυτή η μεγάλη η ανείπωτη θλίψη σου. Όταν κατάλαβες τη θέση σου στον κόσμο, κισσοί σε τύλιξαν απροειδοποίητα ένα βράδυ και ύστερα όλα τα επόμενα βράδια στη σειρά σε έπνιγαν οι τυφλές περικοκλάδες τους και σ’ έσερναν σ’ έναν αβέβαιο ανήφορο που σου υπόσχονταν κάποτε ν’ αντικρίσεις ουρανό. Δεν υπάρχει άλλη λύση, έλεγες, μόνο ν’ αγωνιστούμε για τον ίδιο χιλιομπαλωμένο ουρανό, να τον μαντάρουμε με μια λεπτή τρεμουλιαστή κλωστή ίσα που να μη στάζει πάνω στο ανυποψίαστο μέτωπό μας.
Κι έλεγες κι άλλα πολλά, πως είναι γρουσουζιά ν’ ανθίζουν τα κυκλάμινα πριν την ώρα τους που κανείς δεν έμαθε πότε είναι και ότι όποιος πραγματικά αγαπάει προσκυνά ένα θεό αμαρτωλό και προδότη που από μέρα σε μέρα, από στιγμή σε στιγμή, μπορεί να του δείξει δίχως οίκτο τα μυτερά του δόντια. Όποιος πραγματικά αγαπάει είναι πάντα οδοιπόρος μιας ματωμένης νύχτας, έλεγες κι είπες αυτό το τελευταίο να το γράψω να το βρουν οι επόμενες γενιές σαν τύχει ν’ αγαπήσουν πολύ, να του βάλουν μελωδία να το φτιάξουν τραγούδι λυπητερό.
Αγαπημένε μου,
Πάντα πίστευα πως με γέννησε αυτή η μεγάλη η θλιβερή σου αγάπη. Πως ήμουν πριν ένα πλάσμα χωρίς χέρια και χωρίς πόδια για να κυλώ ανάμεσα στους δύσκολους αιώνες και τους κουρασμένους έρωτες. Ένα πλάσμα ατελές που την έβδομη μέρα της δημιουργίας κρύφτηκε από τον φόβο της πραγματικής ζωής.
Αγαπημένε μου, τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει πιο αληθινό και πιο σπουδαίο. Τίποτ’ άλλο δε μας μένει παρά να εξημερώσουμε εκείνο το γκρίζο σύννεφο και εκεί πάνω να κατοικήσουμε. Εσύ κι εγώ. Στην άκρη του φθινοπώρου μας, στο νησί της απελπισίας μας.
_
γράφει η Μαίρη Μαργαρίτη
Πανέμορφο κείμενο! Χορταστικό από εικόνες και συναισθήματα… Τα συγχαρητήριά μου για αυτήν την αέρινη γραφή που ταξιδεύει..
Ας εξημερώσουν όλοι εκείνο το γκρίζο τους το σύννεφο…και ίσως εκεί στην άκρη του φθινοπώρου να εμφανιστεί αναπάντεχα το νησί της ελπίδας…