Κάπου στο μισοσκόταδο, σε ώρες βαριές και μίζερες όπου οι μαύρες σκέψεις γιγαντώνονται, πολλαπλασιάζονται ασύστολα, και σωστά θεριά γίνονται έτοιμα για σφαγή, ζητείται ελπίς. Εναγωνιωδώς. Έστω και λίγη. Έστω και πληγωμένη. Αιμόφυρτη. Παραπαίουσα. Ασθματική. Ή και μισοσκοτωμένη. Αρκεί να βρεθεί. Όχι τίποτα άλλο αλλά δεν υπάρχουν χρήματα ούτε για εξαγορά μερικών ψεύτικων ελπίδων. Ελπίς ζητείται και παίρνεις τους δρόμους στα σκοτεινά. Ο υγρός αέρας τρυπάει και φτάνει ως τη ψυχή. Η παγωνιά απλώνεται σε ολόκληρη την ύπαρξή σου. Σαν μια πληγή να σε κυνηγάει. Σαν κάτι ασυγχώρητο να έκανες. Για τους τύπους δεν έκανες απολύτως τίποτα, και αυτό ακριβώς είναι που σε κυνηγάει. Κατάρα σωστή. Όχι τίποτα άλλο αλλά πού να βρεθούν τέτοια ώρα και συγχωροχάρτια εν λευκώ;
Σε μία στάση λεωφορείου κάθεσαι και αυτομάτως το χέρι πάει στα τσιγάρα. Λες και η εκπνοή του καπνού θα πάρει μαζί της όλα τα προβλήματα, ή έστω όλες τις σκέψεις. Ανάβεις το πρώτο. Μια αόρατη θηλιά νιώθεις περασμένη στο λαιμό σου. Και σφίγγει. Όσο πάει σφίγγει και περισσότερο. Μηχανικά τρίβεις τον σβέρκο σου, να τον ζεστάνεις λίγο. Όχι τίποτα άλλο αλλά στον καπνό, ολοζώντανα βλέπεις μπροστά σου να σχηματίζονται ενοχές. Η γόπα συνθλίβεται στο κράσπεδο. Το παπούτσι ξαφνικά πήρε πρωτοβουλία και δεν την αφήνει στάλα να ανασάνει. Την έχει στριμώξει άγρια, κι ένας θυμός, μια κακία, μια εκδικητικότητα κάνουν την εμφάνισή τους, τόσο αναγκαία αλλά και παρείσακτα. Εικόνες σκληρής ικανοποίησης κατακλύζουν το μυαλό σου. Κάπου, κάπου δεν μπορεί, θα υπάρχει η θεία δικαιοσύνη. Όχι τίποτα άλλο αλλά μια θεϊκή παρέμβαση θα σε σώσει.
Μουντά, θαμπά και δειλά δειλά αρχίζει ο Ήλιος να εμφανίζεται πίσω από τα σύννεφα. Πώς πέρασαν οι ώρες. Μια βροχή καρτερεί. Αναμένει κάτι, ποιος ξέρει. Να γυρίσεις στο σπίτι, γιατί; Όπως και να έχει πνίγεσαι εκεί μέσα. Αχ να κοιμόσουνα για πάντα. Ή έστω δέκα - δέκα πέντε χρονάκια. Να ξυπνούσες και όλα να ήταν έτοιμα. Όχι τίποτα άλλο αλλά η προσωπική επανάσταση ξέρεις πως θα υστερεί πάντα κατά μία ημέρα. Μία μέρα θα ξυπνήσεις και τον κόσμο θα αλλάξεις. Μία μέρα στον εαυτό σου θα δώσεις ό,τι του αξίζει. Μια μέρα χαρούμενα, με γνήσιο χαμόγελο ευτυχίας, θα αντικρίσεις τους υπόλοιπους μίζερους ανθρώπους. Μία μέρα, ο Ήλιος θα φαντάζει ξεθωριασμένος σε σύγκριση με το πηγαίο συναίσθημά σου. Μία μέρα τη ζωή θα πάρεις στα χέρια σου. Όχι τίποτα άλλο αλλά χάνονται πίσω σου οι μέρες σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Σταματάς να ονειροπολείς. Όλες οι σπουδές σου τώρα είναι κρεμασμένες σε προθήκες γεμάτες σκόνη. Τί καιροί σου έλαχαν, τί κόσμος, και τί προοπτικές να έχεις, αναρωτιέσαι καθώς διασχίζεις ένα άλσος. Να μπλεχτείς με τη φύση θέλεις. Να βρεις στο τοπίο και να κλείσεις μέσα σου κάτι από το άπειρο του σύμπαντος. Όχι τίποτα άλλο αλλά πόσο θα λείψει από το σύμπαν μια απειροελάχιστη δόση δύναμης; Καθώς περνάς από το άλσος, το μάτι σου πέφτει σε κάτι που φαντάζει αλλιώτικο, παράξενο, και όντως κάτι απόκοσμο υπάρχει σε εκείνο το δέντρο. Μια γυναικεία μορφή κρέμεται από θηλιά, πραγματική. Αδιανόητο. Κι όμως πέρα για πέρα αληθινό. Χωρίς να θέλεις, πλησιάζεις. Μια απρόσμενη ησυχία μουδιάζει το μυαλό σου. Όχι τίποτα άλλο αλλά θα μπορούσες εσύ να είσαι στη θέση αυτής της ξένης που τώρα πια γίνεται οικεία.
Φοβάσαι πως θα μπλέξεις. Φεύγεις γρήγορα. Δεν είναι δουλειά σου. Θα την βρει κάποιος δημοτικός υπάλληλος μέχρι το μεσημέρι, μάλλον. Ή έστω κάποιος περαστικός μετά από εσένα. Μα τί να όπλισε την απελπισία της; Κάποιος άντρας; Μία παρατεταμένη οικονομική δυστοκία; Κάποια μεγάλη απογοήτευση; Μία επιλόχεια κατάθλιψη; Όχι τίποτα άλλο αλλά τουλάχιστον αυτή ξεφορτώθηκε τους πάντες και τα πάντα. Η φυγή δεν είναι η λύση. Στα δύσκολα αποδεικνύουμε πραγματικά το ποιοι είμαστε. Γεννηθήκαμε για τα δύσκολα. Αλλά πόσο να αντέξει και αυτό το έρμο το μυαλό. Τόσες σκέψεις, τόσοι προβληματισμοί, γιατί; Γιατί να κρεμάστηκε αυτή η άγνωστη; Προσπάθησε ανεπιτυχώς να βρει ένα όπλο ή κάποιο δηλητήριο; Και πως ανέβηκε μόνη της εκεί πάνω για να κρεμαστεί; Όχι τίποτα άλλο αλλά μήπως δεν αυτοκτόνησε;
Το πακέτο με τα τσιγάρα κοντεύει να τελειώσει. Μήπως πρέπει να γυρίσεις πίσω και να καλέσεις την αστυνομία; Ίσως εκείνη η κοπέλα να βρέθηκε τη λάθος ώρα στο λάθος μέρος. Ίσως είδε κάτι που δεν έπρεπε. Πολύ θέλει για να γίνει το κακό; Μόνο μια στιγμιαία αίσθηση ασφάλειας. Μονάχα τόσο! Φτάνεις έξω από ένα βενζινάδικο με ανακοίνωση «Ζητείται εργαζόμενος». Όχι τίποτα άλλο αλλά έστω και για το χαρτζιλίκι. Ο αγώνας για κοινωνική και βιολογική επιβίωση μαίνεται. Τα πτυχία ας περιμένουν κρεμασμένα. Βρίσκεις τον ιδιοκτήτη, έναν γέροντα που έπρεπε να είχε πάρει σύνταξη εδώ και χρόνια. Σε κόβει από πάνω μέχρι κάτω λες και ψάχνει για υπερήρωες. Δεν τον ενδιαφέρει να σου δώσει ευκαιρία. Σε ρωτάει με κάποια σχετική αγένεια αν έχεις προϋπηρεσία στον κλάδο. Έχει αποτρελαθεί ο κόσμος. Όχι τίποτα άλλο αλλά ζητείται ελπίς, ζητείται ελπίς έστω και νεκρή!
Προϋπηρεσία στην επιστήμη της μάνικας, όχι δεν έχεις. Οι περισπούδαστες γνώσεις σου είναι άνευ σημασίας, αναμφισβήτητης μηδενικής αξίας μπροστά στο λειτούργημα της μάνικας. Η αόρατη θηλιά γύρω από το λαιμό σου γίνεται όλο και πιο αισθητή. Γυρνάς, με βήματα που σέρνονται, πιο απογοητευμένος από ποτέ στο σπίτι σου. Κάθεσαι στο σαλόνι και κοιτάς χωρίς να βλέπεις, μια ξένη ζωή που σου χρεώσανε. Είσαι κάποιος άλλος, όχι εσύ. Δεν ανάβεις καν τσιγάρο. Μόνο οι ασυνείδητες αναπνοές σε κρατάνε ζωντανό. Ξέρεις πως δεν ζεις, αλλά απλώς υπάρχεις. Μα η αυτογνωσία ποτέ της δεν αρκεί. Έτσι είναι η ζωή. Δεν ξέρεις αν είναι άδικο να υπάρχουν αδικίες. Αλλά σίγουρα είναι εκνευριστικότατο. Όχι τίποτα άλλο αλλά πρέπει με τα δάκρυα τώρα να καταπιείς μια φιμωμένη κραυγή που αναδύεται από κάθε σου κύτταρο, φωνάζοντας άπειρα «ως εδώ»...
_
γράφει ο Σωκράτης Τσελεγκαρίδης
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Μαριάνθη Παπάδη
Ο τρόπος με τον οποίο κινείστε γράφοντας, χρησιμοποιώντας έντονα το στοιχείο του μυστηρίου, με αρκετή δόση αγωνίας, όπως και στη “Θεραπεία” είναι ιδιαίτερα ελκυστικός. Ελπίζω η φιμωμένη κραυγή , που λίγο, πολύ υπάρχει σε όλους μας να γίνει δυνατή και να σπάσει τα δεσμά της.
Εξαιρετικός. Περιγράψατε απόλυτα την φιμωμένη κραυγή όλων μας…