Ο Θωμάς και η Άννα, δύο εντελώς διαφορετικά νέα παιδιά, ερωτεύονται χωρίς κι οι ίδιοι να καταλάβουν το πώς. Όταν όμως παίρνει φωτιά μια τράπεζα, η πραγματικότητα θα τους εμποδίσει να είναι ξανά μαζί. Θα βρουν τον τρόπο να αγνοήσουν τη σκληρή αλήθεια που τους χωρίζει για ν’ ακολουθήσουν την καρδιά τους ή η απόσταση ανάμεσά τους είναι πλέον αρκετά μεγάλη για να τους κρατήσει χώρια;
Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης γράφει ένα δυνατό εφηβικό μυθιστόρημα που διαβάζεται όμως και από μεγαλύτερους με θέμα τα ηθικά διλήμματα στα οποία μπαίνουμε όταν τα πράγματα ανατρέπονται ριζικά στις ζωές μας. Στήνει μια αρχικά τρυφερή ιστορία ανάμεσα σε δύο εφήβους που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και κουλτούρες και τη μετατρέπει στη συνέχεια σ’ ένα αγωνιώδες ψυχολογικό θρίλερ όπου βυθίστηκα γεμάτος αγωνία μέχρι να δω πώς και γιατί απομακρύνθηκαν ο Θωμάς Ηλιόπουλος και η Άννα Δενιέρη, τι συνέβη και πώς θα αποδοθεί η δικαιοσύνη που αναμένεται μετά από μια καταστροφή όπως η πυρκαγιά σε τράπεζα. Η ενναλακτική πρωτοπρόσωπη αφήγηση Άννας και Θωμά είναι χρήσιμη και απαραίτητη για τις ποικίλες συναισθηματικές και ψυχολογικές διακυμάνσεις των δύο παιδιών και δημιουργεί έναν αναγνωστικό αγώνα τένις, με τη ματιά να περνάει από τον έναν στον άλλον και να ζωντανεύουν σκηνές και γεγονότα μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Τα παιδιά είναι μαθητές της Β΄ Λυκείου σ’ ένα σχολείο στο Μαρούσι. Εκείνη έχει χάσει τη μητέρα της από καρκίνο ενώ ο πατέρας της αδιαφορεί για την παρουσία της και ζει με τη μητριά της. Είναι καθηγητής ιατρικής και περιζήτητος στα ΜΜΕ λόγω της οργάνωσης «Γιατροί της Γης» που ίδρυσε για όσους έχουν ανάγκη σε όλο τον πλανήτη. Η Άννα, παρά το πλούσιο οικονομικό υπόβαθρο, βοηθάει κάθε κατατρεγμένο και αδύναμο, κινητοποιείται, παρακινεί και άλλους σε διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις. Νιώθει πως ζει σε κινούμενη άμμο και όχι σε σπίτι. Εκείνος ζει με μια οικογένεια που δεν έχει πολλά χρήματα, μετακόμισε πρόσφατα με τη μητέρα του στο Μαρούσι για να είναι κοντά στη δουλειά της, αφήνοντας πίσω του το αγαπημένο και γνώριμο Περιστέρι. Νιώθει παρείσακτος στο σχολείο, μένει έξω από τις κλίκες που ήδη έχουν δημιουργηθεί από το γυμνάσιο και θυμώνει με τα φλωροπαιδάκια που δεν έχουν ιδέα τι θα πει δυσκολία αλλά το παίζουν επαναστάτες. Πιστεύει σε οτιδήποτε καλό γίνεται, αρκεί να μην είναι δήθεν και να μην πνίγει όσους διαφωνούν με αυτό. Ακραγγίζει τον αριστερισμό, παραμένει όμως σε ένα δικό του σύμπαν κοσμοθεωρίας, το οποίο δείχνει αρκετά τεκμηριωμένο. Κανένα από τα δυο παιδιά δεν ακολουθεί την ιδεολογική γραμμή της οικογένειάς του, αντίθετα, οι δυσκολίες που βιώνουν τους ωθούν να στραφούν είτε σε αντιδραστικές κινήσεις (Άννα) είτε να κλειστούν στον εαυτό τους (Θωμάς). Γι’ αυτό η Άννα τελικά παραδέχεται πως ο Θωμάς της αρέσει, γιατί μιλάει με κάποιον που κοιτάζει το ίδιο πράγμα μ’ εκείνη αλλά καταλαβαίνει κάτι διαφορετικό. Δίπλα τους έχουμε μέλη της οικογένειάς τους, φίλους και συμμαθητές, με προεξάρχοντες τον ετεροθαλή αδελφό της Άννας, Γιάννη, και την κολλητή της, Λούνα, πρώην Ερμιόνη, ένα γκοθ τυπάκι που το συμπάθησα από την αρχή ενώ ο κολλητός του Θωμά, Στέλιος, είναι ομοφυλόφιλος και ζει τον πρώτο του έρωτα, νιώθει μάλιστα τόσο δυνατός που ετοιμάζεται να μιλήσει στους γονείς του γι’ αυτό.
Η ιστορία ξεκινάει με την κατάληψη του σχολείου, οπότε βλέπουμε από κοντά τον τρόπο λειτουργίας του δεκαπενταμελούς μ’ έναν πρόεδρο-τηλεστάρ, μαθητές που βαριούνται και τους βολεύει να μείνει το σχολείο κλειστό και από την άλλη συμμαθητές που φοβούνται να αντιπαρατεθούν στον πρόεδρο ή τον γλείφουν. Επίσης ξεπηδούν μικρογραφίες των σημερινών σχολικών κοινοτήτων με παραστατικές λεπτομέρειες που ζωντανεύουν με ενάργεια μια σημερινή σχολική πραγματικότητα. Για παράδειγμα: «Η δημόσια εκπαίδευση είναι μέτρια, ψιλοχάλια, ελεεινή, για τα μπάζα, για φτύσιμο, πες ό,τι θες…όμως εγώ δεν έχω άλλο μέσο για να μάθω οτιδήποτε» (σελ. 76-77). Το μυθιστόρημα καταφέρνει να καταγράψει αρκετές διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις και απόψεις, μόνο και μόνο για να δείξει τον πλούσιο κόσμο των ιδεών, να τονίσει τις διαφορές του πρωταγωνιστικού ζευγαριού και να στηρίξει πάνω σ’ αυτές ένα ενδιαφέρον, ανατρεπτικό μυθιστόρημα γεμάτο διαχρονικές σκέψεις, τρυφερότητα αλλά και ωμότητα, δικαιοσύνη και αλήθειες.
Το κείμενο είναι πυκνογραμμένο και μεστό, με ολοκληρωμένους χαρακτήρες, μελετημένο κοινωνικό και πολιτικό φόντο, και ακροβατεί ανάμεσα στο ρομάντζο, το κοινωνικό και το αστυνομικό είδος. Οι έφηβοι χαρακτήρες μιλούν φυσιολογικά, με ελάχιστες λέξεις που χρησιμοποιούν οι συμμαθητές τους εν είδει μόδας αφού διαβάζουν πολύ και οι δύο κι έχουν συγκροτήσει ισχυρό τρόπο σκέψης (κάπου κάπου βέβαια ο έρωτας σκάβει λίγο τα χώματά τους για να τους φέρει πιο κοντά), ακούνε Matchbox 20 (δεν τους ήξερα), κάνουν ενδιαφέρουσες συζητήσεις με αφορμή την κατάληψη, πετάνε μπηχτές ο ένας στον άλλον και ξεκινάει τόσο όμορφα ο έρωτάς τους. Και ξαφνικά ξεσπάει η φωτιά κι ο συγγραφέας μάς πηγαίνει τρεις μήνες μετά, με τα πάντα διαλυμένα στις ζωές όλων και μας δείχνει μέσα από πρωθύστερα και μαρτυρίες τι συνέβη τότε, ποιοι επηρεάστηκαν και γιατί μα κυρίως τι συνέβη ανάμεσα στην Άννα και τον Θωμά και δεν είναι πια μαζί. Τα συναισθήματα της πίκρας και της αδικίας είναι διάχυτα, ο συγγραφέας μοιράζει ερωτήματα και δείχνει τα υπέρ και τα κατά κάθε απόφασης για εκδίκηση ή τιμωρία ή νέα καταστροφή, χωρίς να υποστηρίζει καμία και χωρίς να εγείρει μίσος. Καταγράφει μια δυσάρεστη κατάσταση και την ψυχολογική κατάσταση των εμπλεκομένων ενώ ταυτόχρονα αποδομεί το όμορφο, τρυφερό και ρομαντικό love story των δύο παιδιών δημιουργώντας ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό κατά παντός υπευθύνου. Σε κάθε σελίδα ο Θωμάς «γκρεμίζεται» όλο και περισσότερο, η Άννα πλησιάζει όλο και πιο κοντά σε μια φριχτή αλήθεια που θα καταστρέψει για πάντα τη ζωή της και αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσε να τελειώσει ένα τέτοιο βιβλίο, χωρίς να πέσει στις παγίδες που το ίδιο το κείμενο στήνει σε αυτόν που το γράφει. Ευτυχώς μιλάμε για τον Πολυχρόνη Κουτσάκη, που ξέρει να τιθασεύει τις ιδέες και την πλοκή των βιβλίων του χωρίς ακρότητες και βιασύνες, οπότε εδώ το τέλος είναι λυτρωτικό, ανακουφιστικό και άκρως απαραίτητο.
Τι είναι δίκαιο και τι σωστό; Επιτρέπεται κάποιος να πάρει την κατάσταση στα χέρια του; Πώς μπορεί η αδικία να τυφλώσει κάποιον και να τον οδηγήσει σε αυθόρμητες, απερίσκεπτες αντιδράσεις; Πώς είναι να ξέρεις πως όσοι σου έχουν κάνει κακό κυκλοφορούν ελεύθεροι κι ατιμώρητοι; Γιατί το «κράτος δικαίου» είναι τόσο τρύπιο; Γιατί αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες και κωλυσιεργίες; Το αίσθημα ευθύνης και το στίγμα του καταδότη συγκρούονται σε μια σειρά από ηθικά διλήμματα που ξεπηδούν από τις απρόσμενες εξελίξεις του δεύτερου μέρους. Ένα δυνατό και ανατρεπτικό ποικιλόμορφο μυθιστόρημα, λες και οι αδελφοί Γκριμ συναντιούνται με τον Μιχαήλ Μπακούνιν στο ίδιο βιβλίο. «Κάποτε πίστευα πως οι καλοί ανταμείβονται για την καλοσύνη τους -τώρα πια πιστεύω πως, αν προσπαθήσουν πολύ, οι καλοί έχουν μισή ελπίδα να τα καταφέρουν» (σελ 274).
0 Σχόλια