Ήταν καθισμένος στην παλιά ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Έξω είχε ήδη νυχτώσει, κι αυτός στο μισοσκότεινο δωμάτιο, άκουγε αφηρημένος τους κτύπους των δευτερολέπτων απ’ το ρολόι που ήταν κρεμασμένο στον απέναντι τοίχο, που μαζί με το ξερό τρίξιμο της πολυθρόνας στο πάτωμα, καθώς πήγαινε πέρα δώθε, συνέθεταν το soundtrackτης ταινίας της ζωής του τα τελευταία χρόνια.
Κάποια στιγμή χαμογέλασε… Φαντάστηκε τον εαυτό του, έτσι όπως καθόταν στην πολυθρόνα, να φοράει μια καφέ καρό ρόμπα και μια μαύρη γάτα κουρνιασμένη στα πόδια του να τη χαϊδεύει. Ποια γάτα σκέφτηκε μετά, ούτε με θηλυκιά γάτα δεν έκανε αυτός, γι’ αυτό έμεινε μαγκούφης.
Πάντα είχε την πεποίθηση πως στο χαρακτήρα μιας και μόνο γυναίκας, μπορούσαν να συγκεντρωθούν μαζί, μέχρι και δέκα κακά, κάτι σαν της δέκα εντολές του Μωυσή, θα έλεγα. Τα τρία από αυτά σίγουρα τα έχει η κάθε γυναίκα, από εκεί και πάνω αρχίζεις να μετράς ελαττώματα. Οπότε, πως θα μπορούσε να κάνει αυτός με γυναίκα, από τη στιγμή που άνηκε στην σπάνια ράτσα ανθρώπων που δεν «σηκώνει μύγα στο σπαθί της», ούτε «νερώνει ποτέ το κρασί της».
Καθώς σκεπτόταν όλα αυτά, έστρεψε το κεφάλι του προς το παράθυρο, κοιτάζοντας έξω. Είχε ξαστεριά κι άρχισε να μετρά τ’ αστέρια. Στο μυαλό του τότε ήρθαν τα λόγια της γιαγιάς του της κυρά-Ιουλίας, όταν ήταν μικρός:
_«Ανεστάκο αγόρι μου, μη μετράς τα αστέρια στον ουρανό, γιατί όσα αστέρια μετρήσεις τόσα σπυράκια θα βγάλεις στο κορμάκι σου!» Από τότε είχε χρόνια να κοιτάξει σε ξάστερο ουρανό, φοβούμενος πως ασυναίσθητα κάποια στιγμή θα ξεχνιόταν και θα μετρούσε αστέρια. Απόψε ήταν πολλά και λαμπερά σαν κεράκια αναμμένα σε τούρτα γενεθλίων, σαν να συμπλήρωνα όλα αυτά που από μικρός είχε χάσει το μέτρημα τους. Και το φεγγάρι ήταν ολόγιομο μα χλωμό…
Κάτι του θύμιζε αυτό το χλωμό φεγγάρι… Ήταν πριν πολλά χρόνια, περπατούσε στην παραλία για ώρες, το μυαλό του ήταν χαμένο θυμάται, έπρεπε να πάρει μια μεγάλη απόφαση. Την αγαπούσε αλλά δεν μπορούσε να τη συγχωρέσει… Το φεγγάρι ήταν χλωμό, παγερό, πεθαμένο σαν κι αυτόν μέσα του… Η χλομάδα του αντανακλούσε στα νερά της ήρεμης θάλασσας. Παρατήρησε πως πάντα όταν ήταν να πάρει μια μεγάλη απόφαση κι είχε φεγγάρι, το φεγγάρι του φαίνονταν χλωμό. Άραγε πια απόφαση έπρεπε να πάρει απόψε;
Το ρολόι κτύπησε έντεκα… Είναι η ώρα για το χάπι της καρδιάς του, που τον ταλαιπωρούσε εδώ και μερικά χρόνια, κι έπρεπε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του με αυτό, εάν ήθελε να υπάρχει υπόλοιπη ζωή γι’ αυτόν. Τότε σκέφτηκε, πως από τότε που άρχισε να πίνει αυτά τα χάπια, η καρδιά του είχε γίνει πιο ευσυγκίνητη, πιο ευαίσθητη, πιο μαλακή και οι νύχτες του βασανιστικά νοσταλγικές και επικριτικές μαζί του. Κάτι ψέλλισε κοιτάζοντας το φεγγάρι, κάτι σαν μουγκρητό συγκατάβασης, σαν κάτι να του είπε το φεγγάρι κι εκείνος συμφώνησε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα, και σέρνοντας τις παντούφλες του, πήρε το βαζάκι με τα χάπια από το ντουλάπι και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Άνοιξε το καπάκι της λεκάνης κι άρχισε να αδειάζει ένα ένα τα χάπια στην αποχέτευση. Για τίτλους τέλους προτίμησε μια διαφορετική μουσική υπόκρουση, σαν από πετραδάκια που πέφτουν ταράζοντας τα ήρεμα νερά μιας λίμνης, σαν από σταγόνες της βροχής στο νερόλακκο του δρόμου. Έπειτα πήγε και ξάπλωσε, ήσυχος, ήρεμος και αμετανόητος όπως πάντα.
Από τότε δεν ξαναείδε χλωμό φεγγάρι…
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια