Η αλμύρα της θάλασσας καίει τα βήματά μου, ο δρόμος είναι πληγωμένος, τα καράβια ματωμένα. Οι γλάροι πέταξαν μακριά, μόνο δυο ανήμπορα χελιδόνια άφησαν τα πληγωμένα τους φτερά κι έπεσαν νεκρά, να μου θυμίζουν τις νεκρές ελπίδες. Δίπλα μου τα παιδιά στήνουν γιορτή, ζωγραφίζουν γαλάζια όνειρα με το κύμα που σαν χάδι απλώνεται στην ψυχή τους. Βαπτίζουν την παιδική τους ηλικία, χτίζουν πύργους στην άμμο και τους γεμίζουν με φεγγάρια και λιμάνια για ν’ αγκυροβολούνε τ’ άστρα. Θα πάω κι εγώ κοντά τους να βρω τ’ αραξοβόλι μου και ν’ αφήσω τους καημούς που δε χωράν στα στήθια μου. Θα παραδοθώ κι εγώ στα παιχνίδια και την αλήθεια τους. Θα φτιάξω κι εγώ ένα παράθυρο στον πύργο τους και θα ζωγραφίσω ένα πίνακα με τα φτερά της αθωότητας. Μαζεύω τη λύπη μου απ’ τον αφρό της θάλασσας και προχωράω.
Παιδικές φωτογραφίες σ’ ένα συρτάρι κρυφακούνε τον ήχο της παιδικής ηλικίας, που τώρα κείτεται νεκρή. Αλυσοδένω στην ψυχή μου μια φωτογραφία κιτρινισμένη, χτυπημένη απ’ τον καιρό. Τα βήματά μου είναι ασθενικά, σώπασαν οι λέξεις μου, τρικλίζουν στο αθώο βλέμμα των παιδιών τα ξεθυμασμένα όνειρά μου. Χρόνε αψεγάδιαστε που ψεγάδι ψάχνεις στη δική μου την ψυχή, δεν σου ζητώ ελεημοσύνη. Τα όνειρά μου θα με οδηγούν στα μονοπάτια τους και τα παιχνίδια τους. Θα ονειρεύομαι πάντα στην ηλιόλουστη μέρα των παιδιών μέσα απ’ το καθάριο βλέμμα τους. Δικαίωμά μου!
_
γράφει η Ελένη Φλεμετάκη
0 Σχόλια