Χρόνια λοιπόν και στο καλό.
Εκεί στο παρελθόν το μακρινό.
Ρολόι πάει και σπάει.
Τσιγάρο που φουμάρει
και σβήνει πριν ανάψει.
Φωτιές και λάμψεις μαγικές:
της ευτυχίας το ποτήρι,
ήπιε και πήρε την ευθύνη
και όμως είχε καλοσύνη,
όλο δουλειά και αγνωμοσύνη,
εχόρτασε εκείνη.
Βράχια μετρούν οι λεπτοδείκτες
στις περισσότερες κλεψύδρες,
που των ανθρώπων οι παγίδες
ορμούν αντίρροπα.
Στα χέρια της κρατά λοιπόν
και τον κρυμμένο άσσο.
Εκείνος πάει πάσο.
Υπέρ του τρέχει το παρόν,
το μέλλον που’ ναι ζοφερό,
πλημμύρισε με πανικό,
λάσπες εντυπωσιακές,
σαν έκθεση σε τραγικές·
μάσκες ηλίου.
Κι όμως δεν υπολόγισε σωστά.
Κάτι γυρίζει στον τροχό.
Και όλα στράφι πάνε.
Διότι και οι βράχοι περπατάνε.
Και κατά πάνω του ορμάνε.
Ζωή, να την προλάβει,
φάλτσο·
και να την ξανακάνει·
για άλλα ταξίδια να μπαρκάρει.
Σε άλλες τσόχες να ποντάρει
την ευτυχία του.
Τραγούδι θα ‘χει να θυμάται·
τα θραύσματα
των αναμνήσεων.
Της ευτυχίας το νερό,
το πιε και ήτανε πικρό.
Διότι γεύτηκε λοιπόν,
της αδικίας τον καρπό
Και ίσως
ετούτους τους καιρούς,
κάτω από ίδιους ουρανούς,
μαζί με ψευδαισθήσεις,
παίρνουν φωτιά οι αναμνήσεις,
βράχοι να κατευθύνονται,
να τον συνθλίβουν
και να πνίγεται.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια