Όταν ήμασταν μαζί, σε έσφιγγα στην αγκαλιά μου,
σου φιλούσα τα χέρια, σε σήκωνα ψηλά πάνω από εμένα.
Όταν ήμασταν μαζί, έβλεπα τη γλυκιά μορφή σου,
το πρωί, το βράδυ, και όταν μόνος έκλεινα τα μάτια,
και όλα έσβηναν, εσύ ήσουν ενώπιόν μου.
Με κοιτούσες με εκείνο το βλέμμα το εσχατολογικό,
που κοίταζε πέρα από το αύριο,
οι κόρες των ματιών σου – ορθάνοιχτες πόρτες,
και ένα φιλόξενο «περάστε».
Ποιόν βλέπεις όταν με κοιτάς, πες μου,
και θα σου πω κι εγώ, ποιόν αγαπώ.
Αναρωτήθηκες ποτέ, πώς ακούμε τις λέξεις,
που λέγονται ψιθυριστά,
πώς εκείνα τα νεύματα αέρα παίρνουν νόημα,
σύμφωνα και φωνήεντα δεν ξεχωρίζεις,
ξεχωρίζουμε, όμως, το φωνήεν που κράζει έσωθεν,
το σύμφωνο των ψυχών μας.
Πώς τα χέρια μας ενώνονται ακαριαία,
χωρίς υπολογισμούς και προσχέδια,
πώς τα δάχτυλά μας πλέκονται και ξεπλέκονται,
τόσο φυσικά, σαν να είναι ίδιου ανθρώπου!
Όταν ήμασταν μαζί, μπορούσα να καταλάβω,
τι εννοεί ο ποιητής,
πως η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο.
Τώρα, αγάπη μου, σε περιμένω να φανείς,
σαν την αυγή, σαν τα πρώτα χιόνια,
σαν το χαμόγελό σου σε κάποιο κακό μου αστείο,
σαν το φως στις σκάλες που κατεβαίνεις,
σαν την σιωπή μας για να σου πω «σ΄αγαπώ»,
σαν τα δροσερά σου χέρια,
που με σώζουν από το σκοτάδι,
τα χέρια σου – που προσέλαβε ο Θεός.
_
γράφει ο Σπυρίδων Μελάς
0 Σχόλια