Οι αγάπες, όταν τελειώνουν, είναι κορίτσια μικρά
Δεκαεπτά-δεκαοκτώ χρόνων
Φορούν λευκά φορέματα έως το γόνατο, που είναι σκισμένα στις άκρες κι έχουν καταλερωθεί.
Μαζεύονται σε ένα πράσινο λιβάδι και μόνο κοιτάζονται-δεν ξέρουν τι να πουν
Δεν έχουν τι να πουν.
Το βράδυ ανάβουν φωτιά να ζεσταθούν, γιατί κάνει κρύο.
Είναι Νοέμβρης
Κάθε φορά που ανταμώνουν οι τελειωμένες αγάπες είναι Νοέμβρης.
Ζεστές πια από τη φωτιά-πολύ δειλά- ξεκινούν να λένε ιστορίες.
Δεν είναι ποτέ η ίδια εκείνη που μιλάει πρώτη.
Λένε ιστορίες άλλων που δεν τις έχουν ζήσει ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν, γιατί δεν θυμούνται και πολύ καθαρά
Και γιατί οι ήρωες τους δεν ακούγονται πια, έχουν τελειώσει
Και πάντα, όταν κάτι δεν ακούγεται, μας κάνει να αναρωτιόμαστε
Αν υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια.
Μοιράζονται ιστορίες, πίνουν κρασί.
Χαχανίζουν και κλαίνε. Κλαίνε και χαχανίζουν.
Κι αποκοιμιούνται έτσι.
Το πρωί τους ξυπνά το φως.
Πλένουν η μία την άλλη και φορούν καινούρια ρούχα
Που δεν τα’ χουν ξαναδεί.
Χαίρονται που είναι φως. Χαμογελούν.
Τα βράδια πια λένε πάντοτε ιστορίες γύρω από τη φωτιά.
Καμία ιστορία δεν είναι ίδια με της περασμένης νυχτιάς.
Αποκοιμιούνται έτσι.
Αύριο θα φορέσουν νέα ρούχα.
_
γράφει η Μαρία Πρένγκα
0 Σχόλια