Ο εγκλεισμός, στον πολιτισμένο κόσμο, αποτελεί μία από τις βασικές ποινές τιμωρίας και νουθέτησης κακοποιών. Βέβαια δεν είναι λίγες οι φορές που καταγράφηκαν περιστατικά βίας ή απαξίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας -και ζωής ακόμα- των κρατουμένων σε σωφρονιστικά ιδρύματα. Και ενώ η ποινή επιβάλλεται προσωπικά στον ίδιο το δράστη, στην πραγματικότητα τιμωρείται ο κοινωνικός περίγυρος του κακοποιού, στιγματίζεται η οικογένειά του που μένει απροστάτευτη τόσο από τα κυκλώματα όσο και από την κοινωνία (ειδησεογραφική προβολή, αστυνομική παρακολούθηση κλπ).
Σε μία κοινωνία που ανδρώνει απαθείς πολίτες και εκδικείται (αντί να τιμωρεί) όχι μόνο εγκληματίες, αλλά και τον περίγυρό τους, μία φωνή τολμά να μιλήσει για τα αυτονόητα. Με ευαισθησία για τα παιδιά, με το βλέμμα στραμμένο στον ανθρωπισμό, η Σωτηρία Βασιλείου θίγει μέσα από τη μυθοπλασία ζητήματα που αποφεύγουμε να κοιτάξουμε, θέματα που απαξιούμε να συζητήσουμε.
Και θέμα της διακριθείσας νουβέλας της Σωτηρίας Βασιλείου, “διαμαντένια γοβάκια” (τοβιβλίο, 2015) είναι ακριβώς το πώς βιώνουν τα παιδιά τον εγκλεισμό των γονέων τους. Με ευαισθησία στην παιδική ψυχή και σεβασμό στις ανάγκες τους, η πολυβραβευμένη συγγραφέας προσεγγίζει την ιστορία μιας δασκάλας, κόρης κρατουμένου με αλλεπάλληλες πολυετείς ποινές, που στέκεται στο πλευρό μιας μαθήτριάς της με έγκλειστο πατέρα.
Με γλώσσα ζωντανή, εμπλουτισμένη με διαλόγους στην κυπριακή διάλεκτο, και άμεση, άλλοτε μιλά σαν παιδί στην ψυχή μας και άλλοτε κρίνει με την παιδική αυστηρότητα κοινωνικές καταστάσεις που ποτέ δε γίνονται πηχυαίοι τίτλοι σε ειδησεογραφικά δελτία. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με διαλόγους που -με κινηματογραφική αναπαραστατική δύναμη- καθρεφτίζουν αρτιότερα τις σκέψεις και τους χαρακτήρες, ενώ ταυτόχρονα διαθέτουν μία θεατρική δεινότητα.
Παράλληλα, η Βασιλείου αξιοποιεί όλες σχεδόν τις τεχνικές αφήγησης (αναδρομική ιστόρηση, εγκιβωτισμένη αφήγηση κλπ) ενταγμένες σε μία χρονική συνέχεια που δεν ξενίζει στον αναγνώστη, δεν τον κουράζει. Μέσα από τη βασική ιστόρηση εκθέτει έμμεσα ή σύντομα πολλές πτυχές γύρω από τον εγκλεισμό.
Ενώ κεντρικό της θέμα είναι η παρουσίαση των πόνων και των αναγκών των παιδιών κρατουμένων που παλεύουν με τον κοινωνικό στιγματισμό και την περιθωριακή παρανομία που τα ακολουθεί και τα μαγνητίζει, θίγει ταυτόχρονα τις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές, τις ψυχρές σχέσεις των συγγενών με την οικογένεια του κρατουμένου, τη στάση των παιδιών προς συμμαθητές τους, τον τρόπο που το περιθώριο διαμορφώνει τη ζωή των οικείων των κρατουμένων προδιαγράφοντας ή καθορίζοντας τελικά το παραβατικό μέλλον των παιδιών. Στο ίδιο πλαίσιο αγγίζει την ενδοοικογενειακή βία, τον παράνομο τζόγο και την ανεργία, την καταναλωτική μανία των παιδιών και τη συμπεριφορά των γονέων προς τα τέκνα τους.
Με φωνή γεμάτη -λανθάνουσα- οργή που μεταφέρεται με αμεσότητα στον αναγνώστη, η συγγραφέας διαμαρτύρεται και καλεί την Πολιτεία και τους εκπαιδευτικούς να αναλάβουν άμεσα δράση υποστηρίζοντας τις οικογένειες κακοποιών και προστατεύοντάς τις από τις σειρήνες του υποκόσμου. Η αδιαφορία αποτελεί εθελοτυφλία και άρα συνενοχή. Τα παιδιά, ως το μέλλον της κάθε κοινωνίας, αξίζουν να αποτελέσουν την προτεραιότητα για όλους μας.
0 Σχόλια