_
γράφει η Άντια Αδαμίδου
–
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ…
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931-2020) είναι ίσως ο μοναδικός Έλληνας ποιητής, ο οποίος θα μπορούσε να εκφράσει σε λίγες μόνο λέξεις τα αισθήματά του για εκείνους που μας παίδεψαν».
Η σύγχρονη ποίηση, όπως αυτή παρουσιάζεται από τον σπουδαίο αυτόν Θεσσαλονικιό ποιητή, λαμβάνει τη μορφή ενός άμεσου και αναπαραστατικού -σχεδόν απόλυτα πεζού- λόγου, ο οποίος έχει ξεκάθαρη απεύθυνση, πράγμα που όμως γίνεται αντιληπτό, εάν ο αναγνώστης στρέψει την προσοχή του στα νοηματικά, και όχι τόσο στα δομικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε έργου του.
Τι εννοώ με αυτό;
Ότι στο έργο του Χριστιανόπουλου δεν ψάχνει κανείς να βρει το «εσύ» ή το «εσείς», ούτε αναζητά το «πίσω κείμενο» μετά από κάθε του κόμμα ή τελεία του. Ο αναγνώστης ακόμη και έπειτα από μια πολύ γρήγορη ματιά, καταλαβαίνει πως οι λέξεις του Χριστιανόπουλου, με τον τρόπο που είναι τοποθετημένες στο χαρτί, καθιστούν τον ίδιο «μέτοχο» του λόγου του, τον συμπεριλαμβάνουν στην ουσία τους, στο βάθος των νοημάτων τους και τον εντάσσουν σε μια μικρή ιστορία, την οποία ως δια μαγείας, όλοι λίγο-πολύ έχουμε ζήσει. Ο έρωτας, το βαθύ συναίσθημα, η απογοήτευση και ο πόνος είναι τα κύρια θέματα στην ποίηση του Χριστιανόπουλου, θέματα που μονοπωλούν, θα λέγαμε το συνολικό του έργο και αποτελούν αστείρευτη πηγή έμπνευσης για αυτόν και τη συγγραφική του πένα.
Από την μια μεριά ο Χριστιανόπουλος «αγκαλιάζει» όλους εμάς που τον διαβάζουμε ενώ από την άλλη μας «σπρώχνει» ελαφρώς επιθετικά, λέγοντάς μας: Άκου αυτό που θα πω, γιατί για ακόμη μια φορά θα έχω δίκιο και εσύ, ανόητε, θα μείνεις άναυδος με το πόσο εύκολα θα συμφωνήσεις μαζί μου! Φιλική συμβουλή ή επιθετικότητα; Ειλικρινή λόγια ή άκρατη απαισιοδοξία; Σχετικότητα ή απόλυτοι ισχυρισμοί; Κυνικότητα ή ρεαλισμός; Αυτές είναι μερικές μόνον από τις πολυάριθμες αντιθέσεις τις οποίες θα αισθανθεί ο αναγνώστης, μόλις μελετήσει σε βάθος τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου.
Το ίδιο φυσικά και συμβαίνει και στην περίπτωση του παραπάνω παρατιθέμενου έργου με τίτλο: Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν.
Όλοι όσοι μας παίδεψαν, όλοι όσοι μας ταλαιπώρησαν και δυσκόλεψαν τη ζωή μας και εμπόδισαν τα όνειρά μας, όλοι όσοι πρόδωσαν τα αισθήματά μας και μονοπώλησαν με αρνητικό τρόπο στις σκέψεις μας, βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ. Πράγματι, ποιος δεν έχει νιώσει το βάρος μέσα του, όταν κάποιος ταράζει επιθετικά τα ήσυχα νερά του; Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να περιγραφεί άραγε αυτό το συναίσθημα, που αποτελεί ουσιαστικά ένα σύμπλεγμα πολλών συναισθημάτων, και το οποίο έχει τη δύναμη και την ικανότητα να εγκαθίσταται βαθιά μέσα στο σώμα μας, κάνοντας το δυσκίνητο και εξαντλημένο; Πώς θα μπορούσε να περιγραφεί με άλλον, πιο μουσικό και πιο αναπαραστατικό τρόπο, το συναίσθημα εκείνο που τραβά την ουσία και την ενέργεια ενός ανθρώπινου πληγωμένου σώματος, τόσο δυνατά, ώστε να νομίζει κανείς πως ολόκληρη η ανθρώπινη αυτή ύπαρξη απορροφάται αργά αργά βαθιά μέσα στη γη; Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος βρίσκει την λύση χαρακτηρίζοντας αυτούς τους ανθρώπους που μας πλήγωσαν, ως ένα βαρίδιο, το οποίο βρίσκεται μέσα μας και το οποίο, ανάμεσα σε άλλα βαρίδια, που μπορεί να κουβαλάμε στην καθημερινότητά μας, μας βαραίνει πραγματικά πιο πολύ.
Ναι, γιατί όλοι μας ξέρουμε, πως όταν η απογοήτευση από τον άνθρωπο που μας πλήγωσε, μας χτυπήσει την πόρτα, το συναίσθημα αυτό δύναται να μας εξαντλήσει πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα προβλήματα της ζωής μας. Οι προσδοκίες, οι ελπίδες και τα όνειρα που μπορεί να εναποθέσαμε σε έναν άνθρωπο, μπορούν να μας προκαλέσουν μεγάλο κακό και πόνο, με μια λάθος κίνησή του, που μας έχει πληγώσει.
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Άμεση απεύθυνση σε ένα «εσύ» το οποίο ακόμα και αν και επιδεικνύει μια τρυφερότητα προς το πρόσωπο του ομιλητή, αυτό δεν σταματά να γεννά την απορία του «έως πότε;». Και είναι το τέλος αυτό που προβληματίζει, τόσο τον ομιλητή όσο και τον ίδιο τον αναγνώστη, ο οποίος φοβάται πως η τρυφερότητα αυτή δε θα αντέξει στον χρόνο, ακριβώς όπως τίποτε σε αυτόν τον κόσμο δεν «βαστάει» για πάντα. Όμως ποιος γνωρίζει το πότε θα έρθει το τέλος; Αυτή η απορία ουσιαστικά είναι και εκείνη που οδηγεί τον ποιητή στη συνέχεια του ποιήματός του που βρίσκεται ακριβώς παρακάτω.
Και τη στιγμή αυτή που στο συγκεκριμένο ποίημα κυριαρχεί η πικρία και ο αρνητισμός, ο Χριστιανόπουλος επιχειρηματολογεί για την προαναφερόμενη τοποθέτησή του, αναφέροντας πολύ χαρακτηριστικά πως: «Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή». Δύο παράγοντες που στην πραγματικότητα αλλοιώνουν και εξαντλούν όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, ειδικά τη σημερινή εποχή. Ο Χριστιανόπουλος, ως σύγχρονος ποιητής, γνώριζε καλά τις συνθήκες και τα εμπόδια στις ανθρώπινες σχέσεις. Τίποτε δεν αντέχει στον χρόνο και η «συναλλαγή», η τριβή, ο κορεσμός και η προδοσία «ξεπλένουν» αργά ή γρήγορα όλα τα θετικά που έχουν γεννηθεί από μια ανθρώπινη σχέση.
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
Χαρακτηριστική της ποίησης του Χριστιανόπουλου είναι και η χρήση έντονων και άκρως αναπαραστατικών εικόνων, οι οποίες συμπληρώνουν το νόημά του, προσδίδοντας συχνά μίαν ανατριχιαστική όψη στα λεγόμενά του. Έπειτα από ένα ή μερικά χαμόγελα, εκείνοι που μας αρχικά φάνηκαν να μας εκτιμούν γι’αυτό και μας έδειξαν τη θετικότητα και τα χαμόγελά τους πίσω από αυτήν, εξαφανίστηκαν, αλλά όχι απλά φεύγοντας από τις ζωές μας αλλά βουλιάζοντας σε βαθιά πηγάδια. Αυτό το βάθος υποδηλώνει για ακόμη μια φορά την απογοήτευση και τη δυσαρέσκεια του ομιλητή, μαζί όμως και με τον πόνο και την πικρία του, καθώς στέκεται κάπου εκεί και παρακολουθεί ανθρώπους, άλλοτε χαμογελαστούς και χαρούμενους με αυτή τους τη συναναστροφή, να χάνονται για πάντα βαθιά μέσα στη γη.
Και ίσως και αυτό να είναι ένα δείγμα μόνο των έντονων αντιθέσεων που χρησιμοποιούνται, όπως προαναφέραμε κατά κόρον στην ποίηση του Χριστιανόπουλου. Άνθρωποι έρχονται και άνθρωποι φεύγουν, από την μια χαμόγελα και από την άλλη βαρίδια ενοχλητικά, όμως με ένα συνολικό μήνυμα γεμάτο με μια άμετρη ευαισθησία και, ίσως, ένα καλά κρυμμένο «γιατί;». Στο τέλος φεύγουν όσοι μας χαμογέλασαν, όμως μέσα μας παραμένει αναλλοίωτο το βάρος από όλους όσους μας έχουν πικράνει.
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ποιοι μένουν στο τέλος χαραγμένοι βαθιά μέσα μας, σύμφωνα με τον Χριστιανόπουλο; Αυτοί που μας πλήγωσαν και δεν ανέχτηκαν να μείνουμε δίπλα τους χωρίς να είμαστε υποταγμένοι σε αυτούς. Έμειναν να μας βαραίνουν αυτοί που δεν δέχτηκαν να μας έχουν δίπλα τους, βλέποντας μας ως ίσους προς ίσο, ως ανθρώπους με αισθήματα, όνειρα και προσωπικότητα. Πραγματικά, είναι δύσκολο να μπορέσεις να αποβάλλεις το βάρος που προέρχεται από έναν εγωισμό και να κατανοήσεις την ανάγκη ορισμένων ανθρώπων να υποτάξουν και να κυριεύσουν κάθε στοιχείο αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού σου. Αυτή η έλλειψη κατανόησης είναι για τον ποιητή-ομιλητή (ίσως αυτό να είναι και το σημείο στο οποίο θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε τα δύο αυτά πρόσωπα) η αφορμή για την οποία ξεσπά σε αυτήν του την εξομολόγηση, αποκαλύπτοντας πως αυτοί «μείναν» εν τέλει βαθιά χαραγμένοι μέσα του.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ…
Γιατί, λοιπόν, να μη μένουν μέσα μας έστω ως μια θετική ανάμνηση εκείνοι που μας πλήγωσαν; Γιατί να πρέπει να μας βαραίνουν καθημερινά και αμείωτα οι πράξεις ή τα λόγια τους; Και πώς άραγε να μπορέσουμε εμείς να εξολοθρεύσουμε αυτό το βάρος που στοιχειώνει τις σκέψεις και τα αισθήματά μας; Σε αυτά τα ερωτήματα δεν απάντησε ποτέ ο Χριστιανόπουλος. Ίσως επειδή δεν το ήθελε, ίσως διότι δεν το γνώριζε, ίσως πάλι επειδή είναι μάταιο να προσπαθεί κανείς για κάτι το οποίο δεν εξαρτάται από αυτόν τον ίδιο. Η ζυγαριά στην ψυχή του καθενός μετρά αλλιώς τα βάρη και διαλέγει εκείνη το ποιους και πως θα τους συνυπολογίσει. Άλλοι είναι εκείνοι που επιλέγουν να ζήσουν με το βάρος αυτό για πάντα, άλλοι το κρύβουν ανάμεσα σε άλλα βάρη λιγότερο επιθετικά και άλλοι, πιο θαρραλέοι, σπάνε τη ζυγαριά, όταν νιώσουν πως το βάρος τους είναι αβάσταχτο.
Ίσως όλες αυτές οι σκέψεις και πολλές ακόμη παραπάνω να κρύβονται πίσω από τα τελευταία αποσιωπητικά του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που διόλου τυχαία δεν αποφάσισε να τοποθετήσει στο κλείσιμο του ποιήματός του. Το κείμενο με αυτόν τον τρόπο παραμένει ανοιχτό σε νέες υποθέσεις, νέους προβληματισμούς και φυσικά πολλά διαφορετικά συναισθήματα για όλους εκείνους που μας παίδεψαν. Η συνέχεια ανήκει σε εσάς.
Σε κάθε του γραφή ποιητική , υπάρχει και αιωρείται ,το βιωματικό του απόσταγμα ζωής. Ζωή που περνάει από συμπληγάδες απόρριψης ,επιθυμίας, πίκρας υποταγής. Και τελικά αποδοχής. Κάπου εκεί κινείται το όριο γραφής του Ν.Χριστανόπουλου. Και που εκπληκτικά η Αντια , αρχίζει να ξεδιπλώνει τους νοηματικούς του άξονες. Στέκεται και αφουγκράζεται με ρεαλισμό ,την πορεία των λέξεων και των μηνυμάτων του ποιητή. Ανάλυση που με τρυφερότητα, κατασταλαγμένη, τη διαβάζει κανείς και μια και δύο φορές. Άλλωστε και στο σήμερα, η ποίηση και η διαπίστωση του ποιήματος εχει την αξία του ή πιο σωστά μιλάει μέσα μας. Από ολα τα αφηρημένα ουσιαστικά πειράζει να εξαιρέσουμε την μοναξιά, συμπεραίνει ,κατασταλάζει , ρίχνει άγκυρα ο ποιητής σε αλλη του γραφή.
Συνειρμικά, η ανάλυση , της συναλλαγής, με το χρόνο και τα πρόσωπα, που παρουσιάζει η Αντια Αδαμίδου, μας πηγαίνει , και σε μελωδιες του ελληνικού τραγουδιού,αλλά και σε πολλές εκφάνσεις γραφής ποιητικού λόγου. Μια πολύ καλή ανάλυση,για ότι μας παιδεύει, για ότι μας προχωράει.