Μια όμορφή βραδιά γεμάτη ποίηση απλώθηκε στο φιλόξενο μπαρ “ελιξίριο” στη Δυτική Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 20 Μαρτίου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21 Μάρτη). Φίλοι της ποίησης ανταποκρίθηκαν στο ανοιχτό κάλεσμα των διοργανωτών και απήγγειλαν δικά τους ή άλλων ποιήματα.
Μουσικές εξαίσιες έντυναν τα αναγκαία διαλείμματα περισυλλογής πριν ανέβουν οι επόμενοι στο βήμα και το πιάσουν το μικρόφωνο για να μας μεταφέρουν στο μαγικό κόσμο των ποιητικών τους συνθέσεων. Και φυσικά ακόμα μία χρονιά βγήκε το ποίημα της βραδιάς.
Ο Σπύρος Λαζαρίδης, ακόμα μία χρονιά επιμελήθηκε το θέμα-αφιέρωμα. Φέτος η βραδιά ήταν αφιερωμένη στη Ζωή Κατζούρη, μία ποιήτρια της Δυτικής Θεσσαλονίκης, που απεβίωσε πρόσφατα κι ακόμα περιμένει την αναγνώριση στον τόπο της.
–
Για τη Ζωή Κατζούρη
(από το αφιέρωμα του Σπύρου Λαζαρίδη)
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 που άρχισα να συχνάζω στη Διαγώνιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου και να γνωρίζω συγγραφείς και ζωγράφους και φωτογράφους της Θεσσαλονίκης, άνοιξα ένα άυλο τεφτέρι στο μυαλό μου και το συμπλήρωνα με ονόματα. Αυτή τη φορά με ονόματα που συνδέονταν όχι με το κέντρο αλλά με τη δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης.
–
Τα πρώτα ονόματα μου τα σημείωσε σ’ ένα κομμάτι χαρτί ο ίδιος ο ΝΧ. Από τότε περιμένω την Δυτική Θεσσαλονίκη να ορθώσει το ανάστημά της και να διεκδικήσει το μερίδιο που της αναλογεί ως πόλη η ίδια κι όχι ως παραφυάδα στον κορμό της κυρίως πόλης.
Από το χαρτάκι του Ντίνου έλλειπε ένα όνομα ίσως και δικαιολογημένα. Το πρώτο και μοναδικό από όσο ξέρω ποιητικό βιβλίο της η ευοσμιώτισσα Σοφία Κατζούρη το έβγαλε το 1981. Μετά, από το 1984 κι ύστερα μέχρι το 2010 είδε στίχους της να γίνονται τραγούδια.
Εγώ την ήξερα από τα ποιήματά της και την έβλεπα να δίνει και την πολιτική της μάχη στο πλευρό του Σταμάτη Διονυσίου, της σειράς των κομμουνιστών δημάρχων της δυτικής Θεσσαλονίκης. Αργότερα τα είπαμε κι από κοντά με μια αμοιβαία, θέλω να πιστεύω, εκτίμηση.
Η Σοφία Κατζούρη δεν είναι πια ανάμεσά μας. Και δεν είδα το όνομά της να μνημονεύεται ως του πρέπει στον τόπο της. Κι εγώ μην νομίζετε. Χάρις στο ευλογημένο internet και το καμάρι του το facebook το έμαθα. Από τον φίλο της και συνεργάτη της του οποίου την φωνή ακούστηκε στα ηχεία, σε μια συνεργασία τους που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Τον Κώστα Πρατσινάκη (https://www.youtube.com/watch?v=V1lGQfrPURU).
Περιμένω την στιγμή που η Δυτική Θεσσαλονίκη θα αποκτήσει εκτός από την κοινή της μοίρα και την κοινή της συλλογική μνήμη και θα σκύβει ευλαβικά το κεφάλι, όταν ένα παιδί της, εν προκειμένω ένα κορίτσι της αισθαντικό και ταλαντούχο, περάσει απέναντι όπως έκανε στις 2 Φλεβάρη 2015 η Σοφία Κατζούρη.
–
Τη βραδιά άνοιξε η Ολυμπία Σταύρου με ένα το ποίημα της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου
Κι ενώ η παρέλαση των βροχερών ημερών σου
με στοίχιση πειθαρχική τελούνταν στην παραλία, άξαφνα
ομπρέλες από ευγενή μέταλλα φτιαγμένες άρχισαν
να αιωρούνται, κλιμακωτά γεωμετρώντας το τοπίο
τον παρ’ ολίγον θάνατο ν’ ακινητούν.
Ήτανε πια καιρός.
Χρόνια τώρα η μονοσήμαντη ζωή
υπέφερε από ναυτία.
Ύστερα κατέφθασαν οι Αλκυονίδες τύψεις
μιας πρώιμα φευγάτης Άνοιξης
που μες στο καταχείμωνο μεταμελούνταν
εύκρατα παραμιλητά σε αυτοσχέδιους κήπους
λαθρεμπόριο φιλιών στις στροφές των δρόμων
και από κοινού η απόφαση
να παίξουμε τους δήμιους.
Φυλακίζαμε λοιπόν μες σε φωτογραφίες
το κιόσκι που έβλεπε στο λούνα-παρκ
συνθήματα σε τοίχους ή στάσεις λεωφορείων
ανορθόγραφες υποσχέσεις στα παγκάκια,
ματαιόδοξες αντανακλάσεις πρωινής λύπης
πάνω σε βρόχινα νερά
την ανοιγμένη μου παλάμη που σου θύμωνε
και πάντοτε το γέλιο μου – σου άρεσε το γέλιο μου –
ιδίως όταν το ξεναγούσες στη γενέθλια χώρα του.
Μόνο που η φωνή σου
– σπασμένη και βραχνή όπως η μνήμη των απωλειών –
δραπέτευε μονίμως.
Συνήθως κάποιοι στίχοι, φίλοι καλοί απ’ τα παλιά,
της πρόσφεραν κατάλυμα, μόνο για μια νύχτα.
Άλλοτε «της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι…»
ή
«… πήγε ο νους σας στην Άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδιά;»
και πάλι κυνηγημένη έφευγε, για να κρυφτεί σε αιθρίας
ημιτόνια, στην απαρχή του έγχρωμου να απορήσει:
«πού με πηγαίνεις;».
Ένα απόγευμα μού ανήγγειλες την είδηση.
Κάποιοι απήγαγαν το πάρκο μας.
Φανατικοί διώκτες των θρησκευόμενων του Έρωτα
ιερόσυλοι αιρετικοί
εισέβαλαν στην προστάτιδα περιοχή,
ασέλγησαν στις ώρες μας, λήστεψαν τις πατημασιές
έσβησαν τα φανάρια.
Σκοτείνιασε! Δε σ’ έβλεπα.
Δεν έχει μέρος πια για ‘μας, μονολογούσες.
Μας άφησαν τη θάλασσα, σου έλεγα.
Δεν έχει μέρος πια.
Σου έδειξα τη θάλασσα. Δε μ’ έβλεπες.
Έχουν αφήσει και εμάς, σου φώναξα.
Είχες περάσει απέναντι. Δε μ’ άκουγες.
«Ιστορία αγάπης με άσχημο τέλος»
από τη συλλογή «Εν τη ρύμη του νόστου», εκδ. Αρμός, 1999
–
Ακολούθησαν ο Δήμος Χλωπτσιούδης σε τρία δικά του -ανέκδοτα- ποιήματα και η Δέσποινα Βασιλείου σε ένα δικό της.
Ο Σπύρος Λαζαρίδης έκλεισε την πρώτη τετράδα με το ποίημα του Μάκη Διάκου (στη μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη):
Τα λόγια σας μου τρυπάν τ’ αυτιά
τα έργα σας μου βγάζουν τα μάτια
οι πράξεις σας μου γδέρνουν την ψυχή
μα αυτό που δεν αντέχω
είναι η υποψία πως σας μοιάζω!
Ακολούθησαν η Σοφία Παπαθανασίου σε ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, ο Ιωσήφ Χατζηιωακειμίδης και ο Σπύρος Λαζαρίδης με μικρό αφιέρωμα στην Σοφία Κατζούρη στο οποίο διάβασε και τρία ποιήματά της.
Ακολούθησαν η Ολυμπία Σταύρου σε δύο δικά της ποιήματα και η Χριστίνα Παλάντζα (βλ. δίπλα) σε ένα ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη και σ’ ένα δικό της, Τις διαδέχτηκαν η Έλενα Θεοδωρίδου σε ποίημα της Άννας Κοκκινίδου, η Μαρία Στυλιανού με ποίηση Γιώργου Σεφέρη και ο Ντέμης Κωνσταντινίδης με δύο δικά του.
Το ποίημα της βραδιάς (του Μπάμπη Παντελιάδη) διάβασε ο Σπύρος Λαζαρίδης στο ποίημα της βραδιάς και ακολούθησε ο Νίκος Περγάμαλης.
Το πιο χρήσιμο πράμα που έμαθα σ’ αυτή τη ζωή ήταν να το βουλώνω.
Να το βουλώνω για όσα με πειράζουν, για όσα με τρώνε.
Να μην αφήνω ποτέ τους εμπλεκόμενους να γνωρίζουν τη δυσαρέσκειά μου.
Να περιμένω μήπως και την αναιρέσουν από μόνοι τους.
Και να μου αποδείξουν έτσι πόσο με νοιάζονται.
Γι’ αυτό μιλάω όταν με πιάνει μανία αυτοκαταστροφής.
Και μετά θα τρίζω μανιασμένα τα δόντια μου,
θα τα τρίζω, θα τα τρίζω, θα τα τρίζω,
ώσπου να τα κάνω κουδουνίστρες χωρίς να το καταλαβαίνω καν.
Θ’ ακούω τις απόψεις του ορθοδοντικού –μην ανησυχείς μαμά, όχι διαγνώσεις-
για τα ψυχοσωματικά μου προβλήματα, μη θέλοντας
μα πιστεύοντάς τες πιο πολύ από ποτέ.
Πρέπει να πάω να μου εφαρμόσουν τις αναλύσεις που έμαθα, μήπως και ηρεμήσω,
εγώ, που εξοργίζω με την ηρεμία μου,
εγώ που διάβασα και χώνεψα τα μεγάλα νοήματα της ζωής,
πήρα ένα μολύβι και τα ‘γραψα στη φλέβα μου,
και ήλπιζα να δεις το αίμα μου κόκκινο κόκκινο, μπας και το ερωτευτείς.
Η μια μου πλευρά ντύθηκε και βάφτηκε με ανατριχιαστική επιμέλεια,
πήρε ένα λεωφορείο
και πήγε σε ένα καλόγουστο καφέ
με την καημένη την επονομαζόμενη φίλη της που κατόρθωσε να πείσει.
Η άλλη μου πλευρά κλείστηκε στο δωμάτιό της και
άκουγε λυσσασμένα αρρωστιάρικα τραγούδια, διαβάζοντας ανισόρροπα λογοτεχνήματα.
Μύρισε τα κορμάκια της στις τρεις τους άκρες και τα πέταξε στο πάτωμα. Τ’ άφησε
να βρουν μόνα τους το δρόμο για το πλυντήριο.
Άφηνε και τα παντελόνια να της πέφτουν αργά αργά,
να μπερδεύουν τα εσώρουχα με τα ρούχα, το παλτό, το δέρμα, τα οπίσθια,
καθώς χαζοπερπατούσε με κάτι ψηλά καταστροφικά άβολα παπούτσια,
μύριζε τον αέρα απ’ τα γυράδικα κι ένιωθε να σκίζεται ακόμα περισσότερο,
για να τελειώσει μπροστά στις γόβες που αμφιταλαντευόταν ν’ αγοράσει.
______________
Καμιά τους δεν ένοιαζε το Eurogroup που μαινόταν απόψε.
Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι έχει τη δύναμη
να τους αλλάξει τη ζωή, να τη νιώσουν στ’ αλήθεια στο πετσί τους,
να πάψουν να περιμένουν να βγουν ψυχές από τους πίνακες
και να χορέψουν με το πιάνο που θ’ αντηχεί χωρίς να το παίζει κανείς.
Πάντα περίμεναν πάρα πολλά και δεν έπρεπε.
Θα πιω το ξεβαφτικό μου γαλάκτωμα
μπας και ξεβάψει όλη η υποκρισία που έχω μέσα μου.
Θα εξαντλήσω όλη μου την ευγένεια στο λαστιχένιο εξωγήινο που ρίχνω κατά λάθος.
Θα φάω τη χοντρή σοκολάτα με το φουντούκι στο πράσινο περιτύλιγμα
για να ξεπεράσω τον τελειωμό του πράσινου υγρού για τις γαργάρες μου.
Α, σήμερα έχει πορεία στο κέντρο, δεν θα πάω.
–
Ο Σπύρος Λαζαρίδης σε αναφορά στα γενέθλια του Ντίνου Χριστιανόπουλου και ανέγνωσε το ποίημα «Τσαϊράδα».
Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε.
Τ’ αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδίνουν.
Το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό.
Εδώ δεν είναι τόπος να ξανάρθουμε.
Έχτισαν κι άλλο σπίτι, βλέπω το φως στο παράθυρο.
Ο χωματόδρομος περνάει σχεδόν δίπλα μας.
Ζευγάρια επιστρέφουν με το μοτοσακό.
Εδώ δεν είναι τόπος να ησυχάσουμε.
Αυτό το ρεμπέτικο μου χάλασε όλο το κέφι.
Βουρκώνει το μέσα μου καθώς σ’ αγκαλιάζω.
Μου κάνει κακό ν’ ακούω για ξενιτεμούς.
Εδώ δεν είναι τόπος για μάς.
Ακόμη κι η εξοχή έχει τον τρόπο της να μας πληγώνει.
Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)
–
Εκτός σειράς, ανέβηκε στο βήμα ο Ιγκόρ σε δικό του ποίημα, και ακολούθησε η Έλενα Θεοδωρίδου σε ακόμα ένα ποίημα της Άννας Κοκκινίδου. Η βραδιά έκλεισε το ίδιο όμορφα με το ξεκίνημά της με μία έκπληξη καραόκε.
–
Εύγε σε όλους! Και παραφράζοντας τον Πεσόα, «το γεγονός ότι υπάρχει ποίηση είναι η απόδειξη ότι η ζωή από μόνη της δεν φτάνει».
Αυτή τη βραδιά κανείς δε σώπασε .
Όλες οι καρδιές μίλησαν την πανανθρώπινη γλώσσα.
Σας βλέπω.
Όλοι ντυμένοι με ποίηση.
Τι όμορφη φορεσιά!!!