Έτσι και σήμερα. Ξεφυλλίζοντας την κυριακάτικη εφημερίδα ετοιμάζει το πρωινό. Η Καίτη στο κρεβάτι, ακόμη. Η μικρή τον βοηθά να μεταφέρει τα ποτήρια και τις κούπες στο τραπέζι της κουζίνας, ανεβαίνοντας στο σκαμπό με προσοχή. Περνά δίπλα της και τη φιλά στο κεφάλι, πειράζοντάς την στο σημείο που γαργαλιέται και γελά.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, μπαμπά μου», του λέει με νάζι, γυρνώντας το πρόσωπό της αλλού.
«Ντροπιάρα μου», της αποκρίνεται και συνεχίζουν.
Ο Πρόδρομος προσπερνά τα πολιτικά και τα αθλητικά. Έχει αφαιρέσει τα ένθετα. Θα τα ξεφυλλίσει πίνοντας τον καφέ του.
«Η μαμά, πού είναι η μαμά;», λέει στη μικρή χαμογελώντας και δείχνοντας με νεύμα την κατεύθυνση των υπνοδωματίων. «Πήγαινε ξύπνα την. Έτοιμο το πρωινό, πες της», συνεχίζει γεμίζοντας τις κούπες με καφέ και την τρίτη με γάλα.
Η Καίτη σηκώνεται και με αγκαλιά τη μικρή πλησιάζουν την κουζίνα. Ξύπνησε με τα γέλια τους και βγαίνοντας από το μπάνιο βρήκε τη μικρή να ψαχουλεύει το κρεβάτι αναζητώντας την.
«Μμμ, όλα έτοιμα βλέπω από τις αγάπες μου», αναφωνεί δείχνοντας εσκεμμένα έκπληκτη. «Πώς είναι το κορίτσι μου σήμερα;», τη ρωτά καθίζοντάς την στο καρεκλάκι της.
Ο Πρόδρομος ετοιμάζει φέτες φρυγανιάς με μέλι και τις τοποθετεί στο πιάτο τής μικρής. Σηκώνεται να πλύνει τα χέρια κι επιστρέφοντας ανοίγει το ένθετο της εφημερίδας. Προτάσεις και προσφορές σε νησιά του Αιγαίου για το ερχόμενο καλοκαίρι. Φωτογραφίες με παραλίες και αξιοθέατα γεμίζουν τις σελίδες. Ξεφυλλίζοντας διαβάζει τα ονόματα των νησιών.
«Άδεια ζήτησα για Ιούλιο, αλλά μάλλον θα μου δώσουν Αύγουστο. Διαβάζω κάποιες καλές προσφορές εδώ», λέει ο Πρόδρομος σηκώνοντας την κούπα. «Τι λέτε; Πού θα πάμε φέτος; Κρήτη; Κυκλάδες; Έχει και Ρόδο», συνεχίζει κοιτώντας τη μικρή να μασουλάει τη φρυγανιά και με γεμάτο το στόμα να πίνει γάλα.
Η Καίτη στρέφει το κεφάλι της στις φωτογραφίες και σταματά τον Πρόδρομο με το αριστερό χέρι. Σηκώνοντας με το δεξί τη φρυγανιά παίζει με τη μικρή.
«Θα μου άρεσε εδώ, ε;», απευθύνεται στη μικρή δείχνοντας τη καλντέρα τής Σαντορίνης, περνώντας τη μισή πλέον φρυγανιά κοντά στο στόμα της.
Η μικρή Πηγή χαμογελά και κουνάει αρνητικά το κεφάλι της, προσπαθώντας να καταπιεί το γάλα. Συνεχίζει το κούνημα δεξιά αριστερά με νάζι, χαμηλώνοντας τα μάτια και κοιτώντας τον πατέρα της.
«Εσύ, μαμά, δεν ξέρεις από φωτογραφίες», λέει ο Πρόδρομος δίνοντάς της το ένθετο. «Βρες, καρδιά μου, πού θες να πάμε. Φέτος εσύ επιλέγεις», σκουντώντας με το δεξί του πόδι την Καίτη.
Η μικρή παρατάει τη γωνία της φρυγανιάς, βάζει στην άκρη την κούπα και συνεχίζει το ξεφύλλισμα. Προσπερνάει τις Κυκλάδες, την Κρήτη. Φτάνει στα Δωδεκάνησα και την Κω. Γυρίζει σελίδα και αντικρίζει το κάστρο της Πάτμου. Παραδίπλα τη μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Σύμη. Μία φωτογραφία από τον όρμο απεικονίζει τη μονή και τους ελαιώνες που την περιτριγυρίζουν. Η μικρή παραμένει για λίγο χαζεύοντας την ηρεμία των νερών και γυρίζει σελίδα. Ρόδος. Η εισαγωγή για το νησί μία παράγραφος και στη δεύτερη σελίδα, αριστερά, ολοσέλιδη φωτογραφία τού κάστρου και της Παλιάς Πόλης. Η λήψη είναι από ψηλά και στο πλάνο δεσπόζει το Καστέλο και ολόκληρα τα τείχη με τα σπίτια.
«Εδώ. Εδώ θέλω να πάμε. Στη Ρό-δο», συλλαβίζει δείχνοντας με το δάκτυλο την Παλιά Πόλη και στρέφει το βλέμμα στον πατέρα της. «Εδώ θέλω, μπαμπά μου», ολοκληρώνει αναζητώντας τις αντιδράσεις της μητέρας της.
«Εκεί θέλει το κορίτσι μου, εκεί θα πάμε», της λέει ο Πρόδρομος, χαμογελώντας και δίνοντας την παλάμη στην Καίτη, της σφίγγει το χέρι και ιδρώνει. Η Καίτη ανταποδίδει το σφίξιμο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Τέλεια», αναφωνεί γεμίζοντας την κούπα με καφέ. Πρώτα τη δική της αμήχανα και μετά του Πρόδρομου. «Τις επόμενες μέρες κλείνουμε εισιτήρια, να βρούμε και καλές τιμές», συνεχίζει γελώντας και αποτραβιέται. «Παίξτε εσείς να πλύνω εγώ τα πιάτα και θα έρθω να σας βρω», ολοκληρώνει μαζεύοντας πρώτα τα μαχαιροπείρουνα και τα πιάτα.
Βασίλη ωραία η συνέχεια σου!! Σαν μια καθημερινή κυριακάτικη μέρα…