Αύριο
Το πλοίο προσεγγίζει το λιμάνι του νησιού. Οι καμαρότοι χτυπούν βιαστικά τις πόρτες στις καμπίνες, ενημερώνοντας τους επιβάτες για την άφιξη στη Ρόδο. Στα μεγάφωνα ακούγεται η επιβεβαίωση στα ελληνικά και σε δύο ακόμη γλώσσες. Ο Πρόδρομος γυρνά πλευρό και κοιτά τη μικρή. Το σεντόνι στο πάτωμα. Η βραδιά κύλησε δίχως πολλά προβλήματα, εξαιρώντας τις ανακοινώσεις άφιξης και αναχώρησης τού πλοίου στα νησιά των Δωδεκανήσων. Σχεδόν κάθε δυο τρεις ώρες και άλλο. Τρίβει τα μάτια και ανασηκώνεται. Η Καίτη στο μπανάκι σιγοτραγουδά με τη μουσική που συνοδεύει τις παύσεις των ανακοινώσεων. Την παρατηρεί από τον καθρέφτη και ζηλεύει την ανεμελιά της. Ανήσυχος αν θα προλάβουν τον συνωστισμό ξυπνά τη μικρή, φιλώντας της το μέτωπο. Της χαϊδεύει την πλάτη και με το άλλο χέρι γεμίζει τις τσέπες με τα ψιλά και τα κλειδιά του αυτοκινήτου.
«Έλα καρδιά μου. Σήκω να σε ντύσω, φτάσαμε», της λέει ψιθυριστά παρατηρώντας τη γαλήνη στο πρόσωπό της. «Θα σε πλύνει η μαμά να ετοιμάσω εγώ τις βαλίτσες», συνεχίζει χαμογελώντας και κοιτώντας την Καίτη. «Ετοιμαστείτε εσείς με την ησυχία σας. Παίρνω τις δύο βαλίτσες και κατεβαίνω στο αμπάρι για το αυτοκίνητο. Βγείτε από τις σκάλες, μη βρωμίσετε με τα καυσαέρια», ολοκληρώνει φιλώντας την Καίτη στα χείλη.
Δεν άργησε. Οδηγεί το αυτοκίνητο δεξιά, μακριά από τους κάβους. Βγαίνοντας, κοντοστέκεται και κοιτά τα τείχη. Εισπνέει βαθιά και ξεφυσώντας κατευθύνεται στη μικρή. Τη δένει στο καρεκλάκι της, στο πίσω κάθισμα, και ανοίγει την πόρτα στην Καίτη.
«Κυρία μου, καλώς ήρθατε στο όμορφο νησί της Ρόδου», της λέει υποκλίνοντας το σώμα και κλείνει την πόρτα.
Η Καίτη αναζητά στο κινητό το τηλέφωνο του ξενοδοχείου. Στην επικοινωνία τους για την κράτηση ενημερώθηκαν πως βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Ο Πρόδρομος κοιτά τη μικρή από τον καθρέφτη τού οδηγού, παρατηρώντας τη χαρά της. Κινούνται στην παραλιακή με τη θάλασσα στα δεξιά τους, χαζεύοντας τουρίστες και ιστιοπλοϊκά. Στα αριστερά, τα τείχη με εμφανή τα σημάδια τής ταλαιπωρίας τού χρόνου που περνά. Είναι κι η αλμύρα που τα διαβρώνει, όταν οι νοτιάδες τού χειμώνα λυσσομανούν, απομονώνοντας το νησί.
«Στις δώδεκα θα είναι έτοιμο το δωμάτιο. Έχουμε ένα δίωρο, περίπου. Τι λέτε να κάνουμε;», ρωτάει η Καίτη και, κλείνοντας το τηλέφωνο, καθίζει πλάγια στο κάθισμα του συνοδηγού κοιτώντας και τους δύο.
0 Σχόλια