Δεν πάει καιρός, που τρελός
θέλησε
τον κόσμο να κατακτήσει.
Αχ ζωή, στ’ αλήθεια ήταν τρελός
και χιλιάδες οι οπαδοί.
Μ’ ένα όπα τον ανέβασαν,
νάτανε που ήτανε κοντός;
Παντοδύναμη, ποιον να πρωτοκλάψω
Στην εξουσία γαντζώθηκε
κι’ ήθελε,
μπρος σ ένα τρελό ο κόσμος να γονατίσει
λαούς αφάνισε,
τρόμο σκόρπισε.
Αχ Θεέ, δε βλέπεις, δεν ακούς…
Καμίνια γι ανθρώπους έστησε,
πετσί και κόκκαλο σε στρατόπεδα τους έκλεισε
Αχ, παρα φύση μόρφωμα, μήτρας γέννημα
Ω, Εωσφόρου πόνημα!
Άνδρες, γυναίκες, και τα παιδιά ζωντανούς στα καμίνια!
Ω, της ανθρωπότητας ξεφτίλα!
Αλί, μυαλωμένοι δεν υπήρχαν!
Ο τρελός δικτάτορας,
Ω, τ’ ανθρώπου σκότος!
Με στρατούς από χώρα σε χώρα προχωρούσε,
κι η αντίσταση κρυφή, τρεμάμενο κερί,
όλοι οι άλλοι με Χάι Χι
τον προσκυνούσαν
Είδε ο θεός, μα κρύφτηκε
Αχ, άμυαλε!
μ’ αγάλματα και ωδές, ένα λεκέ, τραγουδούσες!
λεκές στο στήθος σου
ανοιχτή πληγή,
όπως ο αριθμός στο χέρι,
αχ και δεν ξεγράφει..
_
γράφει η Νατάσα Λουκά
0 Σχόλια