«Πόσο μάταιο είναι να κάθεσαι να γράψεις, όταν δεν έχεις σηκωθεί να ζήσεις!»
Χ. Ντ. Θορώ (1817-62)
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη λαχτάρα που με έπιανε, παιδί ακόμα, κάθε φορά που επισκεπτόμουν ένα δισκοπωλείο. Η σχέση μου με τη μουσική είναι ερωτική και μακροχρόνια. Από μικρός, τότε που οι προσλαμβάνουσές μου ήταν ανόθευτες, με γοήτευαν για άγνωστο λόγο οι ήχοι της προκλασικής μουσικής. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που παραθερίζαμε οικογενειακώς στην Ερέτρια, θα ‘μουν δε θα ‘μουν έξι χρονών, μου τέθηκε από ένα ζευγάρι μουσικών το εξής δίλημμα: έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα σε κάποια άρια (έχω λησμονήσει ποια…) από την Τραβιάτα του Βέρντι και το πρώτο μέρος (Allegro non molto) από το καλοκαίρι, πόσο ταιριαστό, των Τεσσάρων Εποχών του Βιβάλντι. Τώρα που το σκέφτομαι, εν αγνοία μου ήμουν μάλλον το πειραματόζωο σε κάποια έρευνα ή απλά σε κάποιο μουσικό στοίχημα μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, όμως, το δίλημμα δεν υφίστατο, καθώς χωρίς δισταγμό διάλεξα τη σύνθεση του Ενετού Prete Rosso. Ήταν η πρώτη μου αληθινή μουσική εμπειρία, προτού η μουσική εισβάλει και ριζώσει για τα καλά στη ζωή μου. Δυο χρόνια μετά άρχισα μαθήματα πιάνου κι αργότερα τσέμπαλο. Ως ερασιτέχνης μουσικός, καθώς δεν είχα την υπομονή αλλά ούτε και τη διάθεση να αφιερωθώ ολοκληρωτικά στη μουσική, εξακολουθώ και σήμερα κατά διαστήματα να ταλαιπωρώ τα πλήκτρα της μικρής μου σπινέτας και να ακούω, όπως έκανα και πιτσιρίκος, αδιάλειπτα μουσική.
Το ν’ αγοράσω μία κασέτα ή ένα δίσκο μουσικής δεν ήταν μια διαδικασία που την έπαιρνα ελαφρά τη καρδία τότε. Περίπατοι μυσταγωγικοί έμοιαζαν οι επισκέψεις μου στη Στοά του Δίσκου, στο πολυώροφο Metropolis στην Ομόνοια και σε τόσα άλλα δισκάδικα του κέντρου τις μέρες εκείνες. Έπρεπε να ‘χωθώ’ κυριολεκτικά σε όλες τις γωνιές και ν’ ανακαλύψω τους ‘άγνωστους’ θησαυρούς που με περίμεναν. Έπειτα από την πολύωρη διαλογή ερχόταν η δύσκολη ώρα της… επιλογής. Πώς να διαλέξεις ανάμεσα σε τόσα μουσικά διαμάντια; Μιας και το χαρτζιλίκι ποτέ σχεδόν δεν έφτανε για όσα ήθελα, έπρεπε να περιοριστώ σε δύο, το πολύ τρία… Με βαριά καρδιά άφηνα πίσω όσα δεν μπορούσα να πάρω, με την κρυφή ελπίδα κι ευχή να τα βρω πάλι στην επόμενη εξόρμηση. Μέχρι να φτάσω στο ταμείο χάζευα και την παραμικρή λεπτομέρεια από τα εξώφυλλα, λες και μπορούσαν να μου αποκαλύψουν κάτι από το περιεχόμενο. Θυμάμαι ακόμα το καρδιοχτύπι που με έπιανε καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστροφής, μέχρι να φτάσω στο σπίτι, να κλειστώ στο δωμάτιό μου και να ακούσω τον δίσκο ή την κασέτα που μόλις είχα αγοράσει. Θα με δικαίωναν οι επιλογές μου άραγε; Όλη την υπόλοιπη μέρα την περνούσα ακούγοντας και ξανακούγοντας αυτιστικά σχεδόν τα κομμάτια που είχα ξεχωρίσει και που άγγιζαν (ποιος αλήθεια μπορεί να μας πει γιατί;) κάποιες χορδές του είναι μου… Κάπου στην εφηβεία εμφανίστηκαν τα cd. Οι κασέτες και οι δίσκοι περιέπεσαν σε δυσμένεια και αφέθηκαν να σκονίζονται στα πάνω ράφια της δισκοθήκης. Η λαχτάρα της αγοράς εντούτοις, η αίσθηση της συσκευασίας στα χέρια μου, η αδημονία απέναντι στο τι μέλλει ‘ακούσαι’ παρέμεινε ίδια.
Σήμερα η Στοά του Δίσκου ερημώνει, το πολυώροφο Metropolis κατέβασε ρολά, ενώ μπορείς από την άνεση του σπιτιού σου να βρεις και να κατεβάσεις τα πάντα στο youtube, ακόμα και όσα δεν θα έβρισκες ποτέ στην Ελλάδα. Αυτό είναι αναμφισβήτητα μια κατάκτηση της τεχνολογίας δε λέω. Παρ’ όλα αυτά, η λαχτάρα της ανακάλυψης, της αγοράς, της ‘οικειοποίησης’ της μουσικής, μια καθαρά προσωπική ιεροτελεστία, έχει χαθεί…
Μουσειακό είδος πια το στερεοφωνικό με τις μπομπίνες του, λίγο αργότερα με τις κασέτες.Τώρα CD και κομπιούτερ. Για πόσο καιρό άραγε; Κύριος οίδε τι θα εφεύρει η Τεχνολογία…
Kάπως έτσι θα γίνουν τα πράγματα και με το ΒΙΒΛΙΟ μια πολύ κοντινή μέρα.Έχει ήδη αρχίσει. Και θα χαθεί ολότελα η μαγεία του να το κρατήσεις στα χέρια σου να το ξεφυλλίσεις μυρίζοντας τις σελίδες του. Μελαγχολία !