Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου το οποίο ευγενικά παραχώρησε η συγγραφέας για τους αναγνώστες του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net
Ξύπνησα, νιώθοντας το στόμα και το μάγουλό μου κρύα και
μουδιασμένα. Τα βλέφαρά μου αρνούνταν να ανοίξουν. Αφού
πετάρισαν λίγη ώρα, άρχισαν να εξερευνούν το χώρο που με
φιλοξενούσε.
Βρισκόμουν σ’ ένα μπάνιο. Λευκά πλακάκια κάλυπταν το
πάτωμα και τον τοίχο μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά μου. Οι
ντουζιέρες έστεκαν μόνες και αχρησιμοποίητες. Στα αριστερά
μου διέκρινα μια ανοιχτή πόρτα που οδηγούσε σε αποδυτήρια.
Προσπάθησα να κουνήσω τους μυς μου. Ένιωθα το σώμα
μου βαρύ και κουρασμένο, σαν να είχα πάρει μέρος σε μαραθώνιο.
Κάποια λεπτά πέρασαν, και με μια βαθιά ανάσα κατάφερα
να στηρίξω τις παλάμες μου στο πάτωμα και να ανασηκώσω
αργά και σταδιακά τον κορμό μου στα πόδια μου. Το
κρύο ήταν τσουχτερό. Έτριψα τα χέρια μου στα μπράτσα μου.
Η τριβή δεν φάνηκε να βοηθάει. Το βλέμμα μου έπεσε στην
αμφίεσή μου. Το μαύρο μακρυμάνικο μπλουζάκι, η μαύρη
αθλητική φόρμα και τα αθλητικά παπούτσια ταίριαζαν με το
σκηνικό, αλλά τα ένιωθα δανεικά.
Σηκώθηκα από τη γονατιστή στάση που είχα πάρει,
αφού ένιωσα αρκετά δυνατή, και αποφάσισα να εξερευνήσω
το μέρος που βρισκόμουν. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός
ήχος. Άνοιξα την κλειστή πόρτα με το σκαλιστό τζάμι που
με περιόριζε στο δωμάτιο. Ο διάδρομος απ’ έξω ήταν άδειος.
Έστριψα το κεφάλι μου στα δεξιά. Ήταν σκοτεινά. μόνο ένας
σωρός ρούχα ήταν πεταμένος στη μέση του διαδρόμου.
Κοίταξα στα αριστερά. Τα φθοριούχα φώτα έδιναν μια υπόλευκη
χροιά στους παλ πράσινους τοίχους. Διστακτικά πήρα το
αριστερό μονοπάτι, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο σκοτεινό
διάδρομο. Αφουγκραζόμουν για τυχόν ήχους που δεν
μπορούσα να αντιληφθώ προηγουμένως. Νεκρική σιγή.
Ακολούθησα το διάδρομο, που κατά μήκος του υπήρχαν
κι άλλες πόρτες, όλες ανοιχτές. Περνώντας έξω από κάθε
πόρτα, κοιτούσα το εσωτερικό των δωματίων εξονυχιστικά.
Ήταν όλα άδεια από οποιαδήποτε μορφή ζωής. Σε μερικά
υπήρχαν καρέκλες και τραπέζια, άλλα ήταν αποδυτήρια και
άλλα ήταν μπάνια. Η απουσία ήχων μού δημιουργούσε νευρικότητα
και άγχος. Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια
διπλή σιδερένια πόρτα. Τράβηξα το πόμολο. Ήταν κλειδωμένη.
«Κλειδωμένη». Η λέξη επαναλήφθηκε στο μυαλό μου και
μια αναλαμπή μνήμης κατέκλυσε την όρασή μου.
Ένα χέρι κρατά ένα κλειδί και το κρύβει σε μια πυροσβεστική
φωλιά.
Κοίταξα στα δεξιά μου. Υπήρχε όντως μια πυροσβεστική
φωλιά. Άνοιξα το πορτάκι χωρίς δυσκολία. Στη γωνία τού
κουτιού ήταν κρυμμένο ένα ασημένιο κλειδί. Το πήρα και το
δοκίμασα στην κλειδαριά. Το χέρι μου γύρισε με ευκολία και
η κλειδαριά έκανε αβίαστα ένα κλικ, που ακούστηκε εκκωφαντικά
μέσα στη σιγή. Έκανα να πιάσω το πόμολο, όμως
προς στιγμήν δίστασα. Πήρα ακόμα μια βαθιά ανάσα και το
γύρισα, ανοίγοντας την πόρτα.
Μπροστά μου εκτεινόταν ένα γήπεδο. Το γκαζόν ήταν
ανύπαρκτο. Το γήπεδο ήταν στρωμένο με χώμα. Μια κοκκινωπή
σκόνη κάλυπτε σαν ομίχλη την ατμόσφαιρα και έπεφτε
πάνω στο χώμα, δίνοντάς του λίγο από το χρώμα της.
Προχώρησα μερικά βήματα ακόμα. Οι κερκίδες ήταν κατεστραμμένες.
Μερικές είχαν ξηλωθεί από τη θέση τους και άλλες είχαν σπάσει στα δύο.
Καθώς προχωρούσα σήκωσα το βλέμμα μου στον ουρανό.
Η κοκκινωπή σκόνη είχε κατακλύσει όλο τον ουρανό
και αιωρούνταν πυκνή και αμετάβλητη. Το κρύο πλέον είχε
δώσει τη θέση του στην ξηρή ζέστη. Το βλέμμα μου παρέμεινε
στον ουρανό, παρατηρώντας τον ήλιο, που είχε πάρει
μια πορτοκαλιά απόχρωση λόγω της σκόνης. Μερικά μέτρα
πίσω από τον ήλιο παρατήρησα με έκπληξη ένα γκρίζο μισοφέγγαρο,
συνοδό του λαμπερού ήλιου.
Κάτι ήταν λάθος...
Κατέβασα το κεφάλι, ενώ συλλογιζόμουν ότι υπήρχε
κάτι διαστρεβλωμένο. Ήταν μήπως η κοκκινωπή σκόνη ή
μήπως η απουσία ήχων; Μήπως το γκρίζο μισοφέγγαρο ή
ο λαμπερός ήλιος; Όχι. Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας
με χτύπησε επώδυνα. Όλα ήταν λάθος, αλλά το μεγαλύτερο
λάθος ήμουν εγώ. Γιατί δεν θυμόμουν ποια είμαι.
«Είναι κανείς εδώ;» φώναξα. «Μ’ ακούει κανείς;» ξανα-
φώναξα.
Η έλλειψη οποιουδήποτε ήχου άρχισε να με αγχώνει
και να εντείνει την ήδη υπάρχουσα νευρικότητά μου. Η ηχώ
της φωνής μου αντηχούσε στο κοκκινωπό σκηνικό. Το κλειδί
μέσα στην τσέπη της φόρμας μου έμοιαζε βαρύ, κάνοντας αισθητή
την παρουσία του. Για κάποιο παράξενο λόγο το ένιωθα
δικλείδα ασφαλείας. Απογοητευμένη από την αμνησία
μου, σκέφτηκα να αφοσιωθώ στην ανεύρεση εξόδου από το
γήπεδο.
Ξαφνικά ένα χέρι κάλυψε το στόμα μου και η μνήμη μου
αφυπνίστηκε για νανοδευτερόλεπτα, προβάλλοντας στα μάτια
μου το σκηνικό της απαγωγής μου.
Ένα χέρι μού κλείνει το στόμα και μια κρύα βελόνα βυθίζεται
στο λαιμό μου, καθώς τα χέρια μου προσπαθούν απεγνωσμένα
να γραπωθούν από τον άντρα που είναι ξαπλωμένος
μπρούμυτα στα πόδια μου. Ένας ψίθυρος ακούγεται...
«Dominic...».
Το όνομα χαράχτηκε στο μυαλό μου.
Επιστρέφοντας στο παρόν, γράπωσα ασυναίσθητα το
χέρι του νέου μου απαγωγέα περιστρέφοντάς το γύρω του,
έτσι που βρισκόταν σε μια άβολη στάση πίσω από την πλάτη του.
Τα γόνατά μου έσπρωξαν ελαφρώς τα δικά του, κάνοντάς
τα να λυγίσουν και να πέσει πάνω τους. Το ελεύθερο
χέρι μου άρπαξε το σαγόνι του και σήκωσε το κεφάλι του
ψηλά, με το λαιμό του να τεντώνεται επικίνδυνα, καθώς τα
μάτια του κοιτούσαν ικετευτικά τα δικά μου.
«Ποιος είσαι;» ρώτησα άγρια. Δεν ξέρω τι όψη είχε το
πρόσωπό μου, αλλά το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του φάνηκε
να κινείται αργά ενώ ξεροκατάπινε φοβισμένος.
«Πρέπει να κρυφτούμε» ξεστόμισε βραχνά και με δυσκολία.
«Στα αποδυτήρια. δεν έχουμε πολύ χρόνο» συνέχισε
και η ικεσία έγινε πιο έντονη.
Ελευθέρωσα τη λαβή μου αργά, κάνοντας δύο μετρημέ-
να βήματα προς τα πίσω, πριν αφήσω και το χέρι του. Έσκυψε
μπροστά και έτριψε τον πονεμένο του λαιμό.
Άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως γνώριζα αυτοάμυνα. Η
αντίδρασή μου στον κίνδυνο ήταν άμεση. Όμως οι σκέψεις
μου γρήγορα κύλησαν στο παρόν.
«Γιατί πρέπει να κρυφτούμε;» ρώτησα τον επίδοξο απαγωγέα,
διατηρώντας τον προηγούμενο άγριο τόνο στη φωνή
μου. Σηκώθηκε εμφανώς καταβεβλημένος και με αργές κινήσεις,
δίνοντάς μου να καταλάβω ότι δεν κινδύνευα, έβγαλε
ένα μαχαίρι από το στρατιωτικού τύπου μαύρο μπουφάν που
φορούσε και το έτεινε προς το μέρος μου.
«Θα το χρειαστείς. Αν σου επιτεθούν, πλήγωσέ τους. Θα
σου δώσει αρκετό χρόνο για να απομακρυνθείς. Να θυμάσαι:
Το νερό τούς καίει, όπως εσένα η φωτιά».
Πήρα το μαχαίρι και ρώτησα: «Για ποιους μιλάς;».
Τον είδα να κοιτά τον ουρανό και να κατευθύνεται στα
αποδυτήρια που είχα ξυπνήσει, χωρίς να μπει στον κόπο να
μου απαντήσει. Άνοιξα το στόμα μου για να διαμαρτυρηθώ
για την απροκάλυπτη αδιαφορία του στην ερώτησή μου,
αλλά το ουρλιαχτό που αντήχησε με άφησε σαστισμένη να
κοιτώ τον ουρανό για τα ίχνη της φρικιαστικής κραυγής. Ο
απαγωγέας μου μού άρπαξε το χέρι και με τράβηξε πίσω από
τη διπλή σιδερένια πόρτα, κλείνοντάς την πίσω του.
0 Σχόλια