Red Sox

Δημοσίευση: 2.04.2015

Ετικέτες

Κατηγορία

 Κόντευε τρεις η ώρα, σ’ αυτή την πόλη, Σάββατο βράδυ του Ιουλίου και ο Τάκης δε κατάφερνε να κοιμηθεί από τη ζέστη. Στριφογύρναγε στο κρεβάτι του ελαφρώς ιδρωμένος και το μυαλό του πλημμύριζαν σκέψεις για το σημερινό ραντεβού του, για βόλτα στην παραλία, με την Χριστίνα.

Η σκέψη αυτής της μελαχρινής ύπαρξης τον κρατούσε άγρυπνο και του εξίταρε τη φαντασία. Σαν όνειρο την έβλεπε να βγαίνει από την δροσερή θάλασσα με το πολύχρωμο μαγιό της και να σκύβει με τα βρεγμένα μαλλιά της να τον φιλήσει, όπως ήταν ξαπλωμένος στην πετσέτα. Πρώτα ένιωσε στο κορμί του τις δροσερές σταγόνες νερού που στάζανε από το σώμα της και μετά τα σαρκώδη χείλη της που σφράγισαν το στόμα του με ένα αλμυρό μακρύ φιλί.

Είχε χάσει την αίσθηση της ώρας, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, όταν άρχισε να ακούει ένα μακρόσυρτο ενοχλητικό ήχο -ίδιο με αυτό μιας σειρήνας. Προσπάθησε να τον αγνοήσει, μα ο ήχος συνέχιζε τόσο δυνατά που έμοιαζε πραγματικός.

– Η μηχανή! φώναξε.

Πετάχτηκε αστραπιαία από το στρώμα του και βγήκε στο μπαλκόνι. Κοίταξε ευθεία στο απέναντι πεζοδρόμιο, που κλείδωνε το, μόλις είκοσι μέρες αγορασμένο, μηχανάκι του και τι να δει; Τη μηχανή πεσμένη κάτω, τον συναγερμό να βαράει και τη βενζίνη να χύνεται αργά, στον δρόμο.

Μα πως είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε.

Έστριψε το βλέμμα του αριστερά και είδε μια παρέα τεσσάρων νεαρών, πενήντα μέτρα μακριά να φωνάζουν,να σπρώχνονται και να χτυπάνε τους καθρέφτες από τα αμάξια. Έμοιαζαν μεθυσμένοι, έτοιμοι για φασαρία και κακό.

Μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Με γρήγορες κινήσεις έβαλε μια βερμούδα, τα μαύρα αθλητικά του, μπλουζάκι δεν έβαλε, μόνο που βούτηξε δίπλα από το κομοδίνο το μεταλλικό ασημένιο μπαστούνι του μπέιζμπολ με το σήμα της ομάδας των Red Sox – δώρο του κολλητού του που ζούσε στη Βοστώνη. Είχε κυριευτεί από θυμό και μανία.

Σε ένα λεπτό κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας, έτρεξε στη μηχανή να τη σηκώσει και παρότι ήταν γυμνασμένος, προβληματίστηκε για το πώς θα τα καταφέρει. Ξάφνου ξεπρόβαλε ο Κωστάκης, ένας νεαρός που έμενε στη γειτονιά, γεματούλης με ξανθά μαλλιά καρφάκια, να τρώει λαίμαργα ένα παγωτό κυπελλάκι με γεύση βανίλια.

-Τους είδα κύριε, αυτοί το έκαναν! Βγήκανε από το φεστιβάλ στην πανεπιστημιούπολη, φαινόντουσαν μαστουρωμένοι. Εγώ ήμουν στο σουβλατζίδικο και καθώς έφευγα κλωτσήσανε το μηχανάκι σας και μετά το ρίξανε κάτω, έτσι για πλάκα… όπως λέγανε, του είπε.

Ο Τάκης στα λεγόμενα του μικρού σκοτείνιασε και τα μάτια του άστραψαν.

-Βάλε ένα χεράκι να το σηκώσουμε, πρόσταξε τον μικρό βιαστικά.

Καθώς το έστηναν όρθιο, ακούστηκαν γυαλιά από το σπασμένο φανάρι, να πέφτουν κάτω. Με μια ματιά όλα τα πλαστικά καλύμματα της δεξιάς πλευράς ήταν γδαρμένα ή ραγισμένα. Τρελάθηκε στην εικόνα της ζημιάς και πιο πολύ στο άκουσμα των ιαχών των νεαρών που ξεσηκώνανε τη γειτονιά, διακόσια μέτρα παρακάτω. Χωρίς σκέψη άρχισε να τρέχει όπως μια τίγρης κυνηγάει το θήραμα της, για να τους προλάβει- μέσα στη νύχτα που δρόσιζε λίγο. Η απόσταση μεταξύ τους μίκραινε και ο Τάκης έσφιγγε στο ιδρωμένο χέρι του το μπαστούνι, όλο και πιο γερά.

Οι νεαροί ήταν απασχολημένοι με το να πετάνε δεξιά και αριστερά τα πλαστικά καφάσια από ένα μανάβικο και δεν πήραν είδηση, τον κίνδυνο που τους πλησίασε πια σε απόσταση αναπνοής. Πριν προλάβει να γυρίσει ο Τζον, από τις Φιλιππίνες, ο Τάκης του τράβηξε ένα δυνατό χτύπημα στη μέση με το μπαστούνι και αυτός γονάτισε, βγάζοντας μια κραυγή, όπως ο Willem Dafoe στο Platoon. Ο Σπυράκος βλέποντας τον φίλο του να πέφτει, προσπάθησε να προφυλαχθεί από τον Τάκη που ερχόταν με μανία πάνω του, μα ήταν αργά, δέχθηκε δύο απανωτά χτυπήματα στα πλευρά και δίπλωσε στο έδαφος.

Οι υπόλοιποι, δε σκέφτηκαν καν να βοηθήσουν τους άλλους και τράπηκαν σε φυγή. Ο Τζον συνέχισε, παρόλο τον πόνο που ένιωθε, να βρίζει τον Τάκη και να τον κοροϊδεύει. Του θύμισε τον πατέρα του, που ήταν πάντα λιώμα από το μεθύσι και σε κάθε παράπτωμα του όσο ήταν παιδί, συνήθιζε να τον συμμορφώνει με ένα καλό χέρι ξύλο. Είχε μάθει να παραστρατεί στη ζωή του και να τιμωρείται για αυτό. Αυτή είναι και η μόνη, αρρωστημένη σχέση αγάπης που είχε βιώσει στον κόσμο αυτό. Τώρα παρακαλούσε, μέσα του, να δεχτεί ένα τελευταίο χτύπημα- είχε πια κουραστεί.

Ο Τάκης δεν είχε σβήσει τον θυμό του, όσο άκουγε τον Τζον να τον περιγελάει τόσο θυμόταν τα δικά του προβλήματα και τον κόπο που έκανε για να φτάσει να αγοράσει αυτήν την μηχανή το 201… Έμοιαζε αδύνατο να καταλάβει, πως αυτοί οι πιτσιρικάδες, έτσι για πλάκα του έκαναν τη ζημιά. Ήταν ακόμα θολωμένος…

Με αργά βήματα πλησίασε τον Τζον που στεκότανε στα γόνατα με τα χέρια ριγμένα, να πιάνουν την ζεστή άσφαλτο και τον κοίταξε κατάματα. Σήκωσε το μπαστούνι, έτοιμος να το κατεβάσει στο πρόσωπο του ως το τελικό χτύπημα της εκδίκησης του. Τα βλέμματα τους διασταυρωθήκανε και κανείς τους δεν πήρε τη ματιά του από τον άλλο, για δευτερόλεπτα ο κόσμος όλος ήταν μόνο οι δύο τους, θύτης, θύμα και ανάποδα. Δεν άκουγαν ούτε τις κραυγές των γειτόνων, που είχαν βγει στα μπαλκόνια, ούτε τις σειρήνες των περιπολικών που πλησίαζαν. Μέχρι και ο Κωστάκης, που είχε ακολουθήσει, αγκομαχώντας και παρακολουθούσε το σκηνικό, έμεινε με το στόμα ανοιχτό σταματώντας για λίγο να τρώει το παγωτό του.

Ο Τζον έκλεισε τα μάτια του και έμεινε ακίνητος με το κεφάλι σταθερό. Ο Τάκης κατέβασε με όση δύναμη είχε το μπαστούνι προς το πρόσωπο του και τελευταία στιγμή το πέρασε από πάνω του και το άφησε να σκάσει με δύναμη στον απέναντι τοίχο της μονοκατοικίας. Το μπαστούνι με την πρόσκρουση έριξε τους σοβάδες από το σαγρέ μπεζ τοίχο και μετά από επανωτά γκελ στο πεζοδρόμιο, πήγε και χώθηκε κάτω από τη ρόδα του παρατημένου κόκκινου desevo του κυρίου Λάμπη, με την σκισμένη δερμάτινη ηλιοροφή, που είχε γίνει το σπίτι των αδέσποτων γατών της γειτονιάς.

Τέσσερα χέρια πέσανε πάνω στον Τάκη και με γρήγορες κινήσεις του περάσανε χειροπέδες-χωρίς αυτός να αντισταθεί. Οι αστυνομικοί τον έπιασαν από το πίσω μέρος του κεφαλιού και τον πίεσαν προς τα κάτω για να τον βάλουν στο περιπολικό. Εκείνη την ώρα έφτασε και το ασθενοφόρο, που είχε καλέσει η γειτονιά, με τους τραυματιοφορείς να τρέχουν για να δώσουν τις πρώτες βοήθειες στον Τζον και τον Σπυράκο, που πέρα από τις κακώσεις και τις μελανιές δεν έδειχνε να έχουν κάτι το πιο σοβαρό.

Ο Τάκης με το βλέμμα χαμένο, κοίταξε από το παράθυρο σα να βλέπει σε βουβή ταινία γύρω του τα πρόσωπα να κινούνται αργά, σχεδόν θολά μπροστά του. Θυμήθηκε την εποχή που ήταν παιδί, σε αυτή τη γειτονιά και τις ζημιές που έκανε στο αμάξι του κυρίου Λάμπη. Πότε του έσπαγε τον καθρέφτη με τα κυνηγητά πότε κάποιο φανάρι με την μπάλα, μα εκείνος ποτέ δεν τον είχε μαλώσει σοβαρά και ποτέ δεν τον είχε χτυπήσει. Ποτέ δεν είχε καταλάβει το γιατί. Μέχρι τώρα…

Μέχρι τη νύχτα αυτή που έσβηνε απαλά, ψάχνοντας για συγχώρεση στο φως της αυγής που ξεπρόβαλε σιγά σιγά.

Η ματιά του στάθηκε στον Κωστάκη, που είχε αφήσει το παγωτό του πάνω στο desevo και έσκυψε για να πιάσει το μπαστούνι που σφήνωσε κάτω από την πίσω αριστερή ρόδα. Ο μικρός το πήρε στα χέρια του και αφού το περιεργάστηκε, χάιδεψε με το χέρι του το ανάγλυφο σήμα των Red Sox -που ήταν δυο κάλτσες κόκκινες, πιασμένες μαζί να κρέμονται. Ήταν τόσο έντονα βαμμένες, που του φάνηκαν ματωμένες.

_

γράφει ο Γιώργος Μπίζας

 

_____

*Oι Red Sox είναι μια Αμερικάνικη επαγγελματική ομάδα μπέιζμπολ, με έδρα τη Βοστώνη της Μασαχουσέτης και έτος ίδρυσης το 1901. Το όνομα Red Sox διαλέχτηκε από τον ιδιοκτήτη της ομάδας John I. Taylor, περίπου το 1908, ακολουθώντας προηγούμενες ομάδες της Βοστώνης που ήταν γνωστές με το όνομα Red Stockings, που σημαίνει κόκκινες κάλτσες. (πηγή. Wikipedia.)

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 14 – 15 Δεκεμβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 14 – 15 Δεκεμβρίου 2024

Real News https://youtu.be/px8Sd8oC-OUΚαθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να...

Οι θόρυβοι τού δρόμου: η “μουσική” του

Οι θόρυβοι τού δρόμου: η “μουσική” του

Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, μα σε εμένα οι θόρυβοι του δρόμου, μεγάλοι ή μικροί, στην όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας μου, μού κρατούν μιαν ιδιότυπη συντροφιά. Ακόμη και αυτός του απορριμματοφόρου του δήμου, είτε αυτού των 12 το βράδυ, είτε εκείνου των 6 το...

Δεν μπορώ να διαβάσω το βράδυ

Δεν μπορώ να διαβάσω το βράδυ

Δεν μπορώ να διαβάσω το βράδυ...Τι υπάρχει το βράδυ;Ζωή ή θάνατος;Ανυπαρξία ή ύπαρξη;Τριβή ή παθητικότητα;Παραπέτασμα ή παραδοχή;Το βράδυ επικοινωνείς με το πνεύμα σου= ΖΕΙΣΤη μέρα επικοινωνείς με τους άλλους= ΠΕΘΑΙΝΕΙΣΤο βράδυ μεταμορφώνεσαι σε μύγα,...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Δεν μπορώ να διαβάσω το βράδυ

Δεν μπορώ να διαβάσω το βράδυ

Δεν μπορώ να διαβάσω το βράδυ...Τι υπάρχει το βράδυ;Ζωή ή θάνατος;Ανυπαρξία ή ύπαρξη;Τριβή ή παθητικότητα;Παραπέτασμα ή παραδοχή;Το βράδυ επικοινωνείς με το πνεύμα σου= ΖΕΙΣΤη μέρα επικοινωνείς με τους άλλους= ΠΕΘΑΙΝΕΙΣΤο βράδυ μεταμορφώνεσαι σε μύγα,...

Νυχτερινή απαγγελία

Νυχτερινή απαγγελία

«Α πα πα πα, τι είναι αυτό πια με σένα βρε παιδί μου; Γλώσσα δεν έβαλες μέσα σου όλη τη νύχτα απόψε. Μα γιατί άραγε; Πρόβαρες τα καινούρια σου ποιήματα και σε ενέπνεε αυτό να το κάνεις μέχρι τα χαράματα; Έστησα μεν αυτί να ξεχωρίσω τι έλεγες αλλά στ’ αυτιά...

Νυχτερινή απαγγελία

Όταν έρχεσαι…

Όταν έρχεσαι για μένα θα το φωνάζεις. Θα λες το όνομά μου με έναν τρόπο καθηλωτικό. Όταν με ζητάς θα το έχει ζητήσει πρώτα ολόκληρο το σώμα σου. Όταν έρχεσαι για μένα δεν θα κρύβεσαι πίσω από μάσκες δειλίας και ατολμίας. Θα μου απευθύνεσαι σταράτα με τα μάτια σου να...

2 σχόλια

2 Σχόλια

  1. Μάχη Τζουγανάκη

    Δυνατή περιγραφή που καθηλώνει…

    Απάντηση
  2. Ελένη Ιωαννάτου

    Πολύ αυθεντική ιστορία!!
    Μου θύμησε δικές μου παιδικές στιγμές.
    Όπως και κάθε παιδί, πιστεύω πως ίσως έχει βιώσει μια παρόμοια εμπειρία.
    Το ζήτημα είναι, πως καθώς μεγαλώνεις, οι αναμνήσεις εξατμίζονται..
    Όταν είσαι παιδί ρωτάς “γιατί;;” και δεν μπορείς να καταλάβεις το κόσμο τον ενηλίκων,
    διότι δεν γνωρίζεις.
    Όταν μεγαλώσεις, δεν μπορείς να προσεγγίσεις το κόσμο των παιδιών,
    η διαφορά όμως είναι, ότι γνωρίζεις!!!

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου