«Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
(Γ.Σεφέρης, «Τελευταίος Σταθμός»)
Το νησί μας είναι μια κουκκίδα στον χάρτη. Το μετράμε με τα φώτα. Είκοσι φωτεινά σημάδια στο λιμάνι, τριάντα στην πάνω γειτονιά και καμιά δεκαριά ακόμα γύρω γύρω. Όταν έχει ομίχλη η κουκκίδα μικραίνει μέχρι που χάνεται το αντιφέγγισμα της στο νυχτερινό ουρανό.
Ο Ιάκωβος Φορλακίδης, ειδικευόμενος χειρούργος, είχε εφημερία στο αγροτικό ιατρείο, στην πάνω γειτονιά.
Τα γύρω φώτα είχαν αρχίσει να σβήνουν όσο πέρναγε η ώρα αλλά εκείνος ένιωθε προστατευμένος μέσα στις ακτίνες άσπρου και κίτρινου φωτός που σκορπούσαν οι λάμπες στην οροφή και στους τοίχους του κτηρίου. Μισούσε το σκοτάδι.
«Η νύχτα είναι αρρώστια, η νύχτα είναι σύμπτωμα της παθολογίας της μέρας που δεν μπορεί να ζήσει πάνω από 12 ώρες, που δεν μπορεί τελικά να προστατεύσει αυτούς που ζητούν το φως της.»
Ασύγγνωστη νύχτα. Ασυγχώρητη νύχτα.
«Η νύχτα φέρνει κάθε κακό» τον άκουγες να μονολογεί κάθε βράδυ που είχε εφημερία ή διάβαζε. «Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Νύχτα των Κρυστάλλων. Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών.» «Είναι βέβαιο», αποφαινόταν, « η νύχτα φέρνει κάθε κακό…»
Σε μια στιγμή τα φώτα έσβησαν. Δεν κράτησε πολύ. Προτού πιάσει το φακό που είχε εφοδιαστεί για τέτοιες περιστάσεις το φως επανήλθε λίγο αποδυναμωμένο μαζί με το γνώριμο ήχο της γεννήτριας .
Οι διακοπές ρεύματος είναι συχνές στο νησί μας. Εδώ και έξι μήνες ο γιατρός το είχε πάρει απόφαση.
Την ήξερε καλά τη νύχτα. Είχε περάσει νύχτες και νύχτες διαβάζοντας και γράφοντας, παλεύοντας – όπως έλεγε ο ίδιος – με το σκοτάδι της άγνοιας του με όπλα του – ανάλογα με το που βρισκόταν – το τρίφωτο στο ταβάνι ή τις μακρόστενες λευκές λάμπες στον τοίχο.
Το αγροτικό ιατρείο του νησιού «Κουκκίδα» είχε ελλείψεις σε επιδέσμους, σε φάρμακα αλλά ποτέ δεν του έλειψαν οι λάμπες. Λάμπες κάθε μεγέθους. Λάμπες γαλάζιες, λευκές και κίτρινες. Λαμπτήρες πυρακτώσεως και λαμπτήρες οικονομίας. Λάμπες στρογγυλές ή μακρόστενους σωλήνες σαν εμβόλια ενάντια στη λοιμώδη παρουσία της νύχτας.
Λίγο μετά την επάνοδο του ρεύματος χτυπάει το τηλέφωνο.
- Ο Γιατρός;
- Ο ίδιος.
- Είναι μεγάλη ανάγκη. Σοβαρός τραυματισμός στο λιμάνι.
- Να μεταφερθεί άμεσα παρακαλώ! Θα ετοιμάσω τα σχετικά…
- Δεν γίνεται γιατρέ, πρέπει να έρθετε ο ίδιος…!
- …Μα πως θα αφήσω την εφημερία; …
- …
- Στο λιμάνι; Αδύνατον!...
- Μην αργείτε! Είναι μεγάλη ανάγκη
- ……………………………………..
Νυχτερινή εφημερία στο αγροτικό ιατρείο και ο Ιάκωβος Φορλακίδης, ειδικευόμενος χειρούργος και υποψήφιος διδάκτορας, μονολογεί.
«Πώς να φτάσω στο λιμάνι μέσα στη νύχτα; Ο δρόμος περνάει μέσα από τα χωράφια… Μα ποιος δρόμος; Δεν υπάρχει δρόμος… Μόνο χώματα και κοτρόνες και φίδια και σκοτάδι, πολύ σκοτάδι…»
Πάντα φοβόταν το σκοτάδι.
«Δεν γίνεται να αφήσω το ιατρείο.» λέει φωναχτά για να ακουστεί, για να του γυρίσουν οι τοίχοι τη φωνή του. Το μάτι του πέφτει σε έναν Ιπποκράτη που στεκόταν απέναντι.
-Μη με κοιτάς. Άφησε με επιτέλους. Δεν ορκίστηκα να περπατάω στο σκοτάδι….! Γιατρός είμαι… δεν είμαι δύτης…
Το κεφάλι μιλάει μέσα από τη διφορούμενη σιωπή του.
-Μην επιμένεις! Μη με κοιτάς! Αν κινδυνεύει θα τον φέρουν εδώ… Όλοι ξέρουν να σταματούν πρόχειρα την αιμορραγία… Αυτό δεν είναι δουλειά γιατρού…, συνεχίζει σαν να παραληρεί.
-«Θα σου κλείσω το φως» νομίζει πως ακούει τον αρχαίο να του μιλάει… «Αν δεν πας τώρα, θα κλείσω τις γεννήτριες»
Μαζεύει τα εργαλεία του, έτσι για να διασκεδάσει τους φόβους του. «Τι μπορεί να σου κάνει ένα κεφάλι αγάλματος;» ακούει τη φωνή του, «ενώ η νύχτα…»
Η νύχτα σε καταπίνει… Όχι αμέσως, λίγο – λίγο όσο ξεμακραίνεις από τα φώτα γίνεσαι ίσκιος. Και αν γίνεις ίσκιος , γίνεσαι και συ σκοτάδι γιατί η σκιά δεν είναι παρά η προβολή της νύχτας όταν πέφτει πάνω της το φως… Γιατί η σκιά είναι η νύχτα με τα χέρια ψηλά και την πλάτη καρφωμένη στον τοίχο… Γιατί η νύχτα κατά βάθος φοβάται και το πιο μικρό φως…
Η νύχτα όμως είναι δειλή όταν υπάρχει τοίχος. Και στα χωράφια όταν κανείς ξεμακραίνει από τα τρία τέσσερα τελευταία φώτα και όταν το φεγγάρι και τα αστέρια είναι πολύ μακριά για να σε σώσουν από το σκοτάδι;;;
Ο χειρούργος Ιάκωβος Φορλακίδης περπατάει πάνω κάτω μέσα στους τέσσερις άσπρους τοίχους του αγροτικού ιατρείου μιλώντας στην αρχή και έπειτα φωνάζοντας ενώ το τηλέφωνο αρχίζει και πάλι να χτυπάει.
Κοιτάει έξω από το παράθυρο. Βάζει στον ώμο του την τσάντα, ανάβει το φακό και βγαίνει στη σκάλα.
Ψιχαλίζει.
«Αίμα ή βροχή;» ακούει και πάλι τη φωνή του καθώς πλησιάζει τη νύχτα. Τη νύχτα που είναι πιο μακριά από τα κίτρινα και τα λευκά φώτα του ιατρείου. Τη νύχτα που είναι πιο μεγάλη και πιο δυνατή από τα τελευταία φώτα στην άκρη της πάνω γειτονιάς.
Νιώθει τις σταγόνες να κινούνται κατά πάνω του. Νιώθει τις σταγόνες ανακατεμένες με τον αέρα να τον σπρώχνουν πιο βαθιά στο σκοτάδι, να τον σπρώχνουν στα σπλάχνα της νύχτας. Τα φώτα του λιμανιού αχνοφαίνονται και η θάλασσα φορώντας τη νύχτα ακτινοβολεί και αυτή το σκοτάδι.
Ο χειρούργος Ιάκωβος Φορλακίδης προχωρά στο χωματόδρομο με το ασθενικό φως του φακού. Πίσω του, αισθάνεται τα τελευταία φώτα της γειτονιάς να χάνονται. Τον οδηγεί πια ελάχιστο φως. Για πρώτη φορά νιώθει πως το φως τον προδίδει καθώς σέρνει τα βήματα του όλο και πιο βαθιά μέσα στη νύχτα. Για λίγο στην τσάντα του αντιφεγγίζει το νυστέρι…
«Δεν είναι ο Μάκβεθ αυτό εδώ και δεν με οδηγεί το μαχαίρι», ψιθυρίζει για να νιώσει πιο σίγουρος. Αν περιμένεις τα χειρότερα, το πολύ – πολύ να διαψευστείς ευχάριστα σκέφτεται.
Καθώς περπατά θυμάται κάτι σκόρπιους στίχους του Σεφέρη:
« Αγγελικό και μαύρο φως… στις δημοσιές…» μονολογεί καθώς προχωρά μόνος για πρώτη φορά μέσα στη νύχτα.
«Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε… Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.»
Μονολογεί καθώς ξεμακραίνει μέσα στη νύχτα…
_
γράφει ο Χρήστος Τσαγκάρης
*Serena nox: (λατινικά) ξάστερη νύχτα
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Πάρα πολύ καλό! Έξυπνη η επιλογή του Σεφέρη στην ξαστερη νύχτα σας.
Συγχαρητήρια! Πολύ όμορφο κείμενο, με μια ενδελεχή απεικόνιση της νύχτας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στα συναισθήματα του ήρωα !
« Αγγελικό και μαύρο φως… στις δημοσιές…» πολύ φως στη γραφη σου Χρήστο και ο τίτλος λειτουργικότατος, τα συγχαρητήριά μου!