Σήμερα, Σάββατο 5 Ιουλίου γνώρισα έναν Τανζανό. Μπα, δεν πήγα στην Τανζανία για θερινές διακοπές και ας είναι –όπως με πληροφόρησε ο φίλτατος γκουγκλάριος– ο τουρισμός αναπτυσσόμενος. Εδώ τον γνώρισα τον Τανζανό, στη Θεσσαλονίκη, όταν πρώτο Σάββατο του Ιούλη, αντί να πάω προς ακρογιαλιές πήγα με αγωνία το λάπτοπ για εξέταση… καθώς άρχισε να μιμείται τους συνδικαλιστές της ΔΕΗ.
Έμπλεη αγωνίας είχα καθίσει –βασικά στα κάρβουνα καθόμουν– και περίμενα τη γνωμάτευση με το Τρίτο Πρόγραμμα στο δεξί αυτί. Τότε μπήκε και ο Τανζανός. «Μπορώ να καθίσω;» μου είπε… Το αριστερό αυτί έστειλε το μήνυμα στο κεφάλι να γυρίσει. Κάπου ένα και εξήντα, αδύνατος, μελαμψός, άπταιστα ελληνικά… περί τα πενήντα. Τον κοίταξα έκπληκτη, καθώς ενώ άκουγα κλασική μουσική άκουσα την κλασική -του- ερώτηση: «Μπορώ να καθίσω;». «Συγγνώμη», μου είπε, «αλλά στην Τανζανία ήταν κανόνας να ρωτάμε τους λευκούς… μπορεί να σας ενοχλεί».
Είναι τόσο ρευστά, λοιπόν, τα αυτονόητά μας. Δεν του ήταν αυτονόητο να καθίσει, έτσι απλά. Τα στερεότυπα είναι λιγότερο ρευστά από τα αυτονόητα. Για τον καθένα υπάρχει μια terra incognita, κοινωνική ή φυλετική στην οποία νιώθουμε σαν φιλοξενούμενοι. Κάποτε δεν πήγα σε ένα event καθώς θεωρούσα πως ήμουν πολύ λίγη… κοινωνικά. «Γιατί δεν ήρθες;», με ρώτησε ύστερα μια φίλη… «Δεν προσκλήθηκα…» άρχισα να λέω. «Αφού δεν υπήρχαν ιδιαίτερες προσκλήσεις…». Μάλλον δεν είχα πάει για τον ίδιο λόγο που δεν κάθισε και ο Τανζανός όπως θα καθόταν ο κάθε ένας και ας μην ήταν η θέση κατειλημμένη. Terrae incognitae… γύρω μας αλλά και μέσα μας.
Εν τέλει πιάσαμε κουβέντα με τον κύριο. Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση είναι δραστικό αγχολυτικό. Άλλωστε… Τανζανός αυτός, Κύπρια εγώ… αμφότεροι της Κοινοπολιτείας. Σημεία σύγκλισης! Ντρέπεται, όπως είπε ύστερα, για τα απαραίτητα πράγματα με τα οποία έχει φορτώσει τη ζωή του. Είχε μαζί του έναν υπολογιστή, της γυναίκας του. Είχε παρουσιάσει πρόβλημα με το skype, και της συζύγου της ήταν απαραίτητο. «Τέτοιο είχαμε και στην καλύβα», είπε πικρογελώντας. Και ύστερα είπε πως στην Τανζανία δεν θα καταδέχονταν ούτε να τον φάνε πια, όπως και τους σημερινούς λευκούς, τους πλήρεις λίπους και αντιβιοτικών. Η κάθε κουλτούρα και το χιούμορ της. Χιούμορ… οι χυμοί της ψυχής… Και μέσα σε αυτούς τους χυμούς κρύβεται το απόσταγμα της πίκρας κάθε κοσμοθεωρίας. Και μες τις προκαταλήψεις για τους άλλους κρύβονται αλήθειες ενίοτε ανείπωτες ή και ανίδωτες για εμάς τους ίδιους. Πράγματι, όλα ζήτημα προσαρμογής και συνήθειας… πρόσληψης και απόρριψης. Χιούμορ… και σαν δροσοσταλίδα μες τον καύσωνα τον γύρω μας και τον εντός μας…
Για την ιστορία… μάλλον το λάπτοπ πρέπει να πάει για σύνταξη. Του Τανζανού πάλι το πρόβλημα λύθηκε πάραυτα. Αγωνία για τη σύνταξη του λάπτοπ… αλλά φωτεινό σημείο στην ημερήσια διάταξη αυτή η συνάντηση… που πέραν των άλλων… μου θύμισε ένα άλλο καλοκαίρι… στην Κύπρο… στα 1991. Διότι ο Τανζανός αυτός έμοιαζε τρομερά με τον Αχμέτ. Ο τελευταίος δούλευε στο ίδιο φυτώριο με τη μαμά μου, η οποία το καλοκαίρι με κουβαλούσε μαζί της, στη δουλειά. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν το πρώτο μου έπιασαν δουλειά στο φυτώριο «Αραπάες». Οι «Αραπάες», επτά στον αριθμό κι εκ Συρίας ορμώμενοι, διέμεναν σε ένα κατάλυμα, το οποίο ολίγον διέφερε από τα θερμοκήπια. Σε δύο από αυτούς οφείλω, μάλλον, το αριστερό μου πόδι. Ήταν τέλη Αυγούστου, ντάλα μεσημέρι κι εγώ βαριεστημένη τριγύριζα ανάμεσα στα θερμοκήπια όταν πάτησα ένα παλιό ξύλο με δυο σάπια καρφιά. Στο ουρλιαχτό του πόνου ο Τζονάρ και ο Αχμέτ έδρασαν άμεσα. Ο Αχμέτ με κρατούσε ακίνητη ενώ ο Τζονάρ μου αφαίρεσε παπούτσι και κάλτσα, μου ξεκάρφωσε το ξύλο από το πόδι και με καθαρό ξύλο μου χτυπούσε το πέλμα για να απομακρυνθεί το βρώμικο αίμα. Το σημάδι στο πέλμα δεν έφυγε με το πέρασμα του χρόνου, γίνεται όμως ολοένα και πιο αμυδρό σε αντίθεση με το σημάδι στη μνήμη. Λίγες μέρες αργότερα, στο τέλος της «δύσκολης σαιζόν» η έως τότε άφαντη αστυνομία διενήργησε έλεγχο στο φυτώριο. Οι αλλοδαποί βρέθηκαν παράνομοι, συνελήφθησαν και απελάθηκαν. Θυμάμαι πιο πολύ από εκείνη την ημέρα τα υγρά μάτια του Αχμέτ… του βαρήκοου μικρόσωμου Αχμέτ. Το επόμενο καλοκαίρι διάβασα την Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά και αυθόρμητα έδωσα στα πρόσωπα οικείες μορφές καθώς οι καταστάσεις ήταν σαν déjà vu. Εικοσιτρία χρόνια αργότερα διαπιστώνω πως το κληροδότημα του σεβασμού του άλλου παραμένει μέσα μου, άνθος μιας δύσκολης περιόδου… όπως και η γνώση του κύκλου της ζωής των λουλουδιών.
Τα τυχερά αυτές οι γνώσεις των παιδιών μιας άλλης εποχής… σε terras incognitas.
γράφει η Σωτηρία Βασιλείου
Πολύ ωραίο και γλυκό κείμενο!
Πολύ ανθρώπινο!!!!