«Πόσο μάταιο είναι να κάθεσαι να γράψεις, όταν δεν έχεις σηκωθεί να ζήσεις!»
Χ. Ντ. Θορώ (1817-62)
Τον ενοχλούσαν οι φωνές, τον ενοχλούσαν οι φωνές από ξένους, τον ενοχλούσαν οι φωνές από ξένους σε δημόσιους χώρους. Το θεωρούσε χονδροειδές, έλλειψη τακτ, καλής συμπεριφοράς και δείγμα απαιδευσιάς. Οι υψηλοί τόνοι αποτελούσαν κατάφορο βιασμό των ακουστικών του πόρων και των ευαίσθητων αντιλήψεών του σχετικά με το savoir vivre και το savoir faire του κόσμου τούτου. Πάντα μόρφαζε κι έσπευδε να απομακρυνθεί, σαν κάποιος ύψωνε έξω τον τόνο της φωνής του περισσότερο απ’ όσο το κοινωνικό decorum επέβαλλε.
Την άκουσε για πρώτη φορά, καθώς πλησίαζε τη στάση των αστικών λεωφορείων. Μιλούσε ανεπίτρεπτα δυνατά στο κινητό της τηλέφωνο. Furioso fortissimo… Νεανική φωνή, πότε οργισμένη κι άλλοτε με παράπονο, κατακεραύνωνε τον συνομιλητή της χωρίς παύση. Ένα δυσδιάκριτο επαρχιακό ιδίωμα εμφανιζόταν σποραδικά στις καταλήξεις των ηχηρών λέξεων. Με κάποια δόση εκνευρισμού, καθώς δε γύρισε να κοιτάξει καν από πού προέρχονταν οι ενοχλητικοί λαρυγγισμοί, κοίταξε ψηλά την πρόσφατα τοποθετημένη ηλεκτρονική πινακίδα με τα δρομολόγια. Οκτώ ακόμα λεπτά… Κατά τη διάρκεια της αναμονής του πολυπόθητου οχήματος το μαρτύριο παρατάθηκε, καθώς η άγνωστη φωνακλού δεν έκλεισε ούτε λεπτό το τηλέφωνο. Εκ συνθηκών ωτακουστής λοιπόν – και να ήθελε να το αποφύγει, ήταν αδύνατον – άρχισε από τα λεκτικά – και πάντα σε μη επιτρεπτά ντεσιμπέλ για εξωτερικούς χώρους – σπαράγματα να ενώνει τα κομμάτια του παζλ που είχαν καταστήσει τη νέα γυναίκα εν εξάλλω. Ναι, ήταν νέα – απηυδισμένος κάποια στιγμή στράφηκε άθελά του προς την πηγή του εκκωφαντικού κι ακατάπαυστου λογυδρίου και την αντίκρισε. Καθισμένη στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας, ωχρή, σχεδόν πελιδνή, με μάτια κόκκινα, βουρκωμένα, εξακολουθούσε να φωνάζει, ο τόνος όμως είχε αλλάξει. «Όλο τον δικαιολογείς… με το μέρος του όλοι σας… χωρίς λόγο, ναι… πάντα έτσι κάνει… θα σας δείξω όμως εγώ…» Ξαφνικά μαλάκωσε, σα να τη λυπήθηκε, μα πριν προλάβει να χωνέψει κι ο ίδιος την έκπληξή που αυτή η μεταστροφή τού προκαλούσε, ήρθε το λεωφορείο.
Μπήκαν μέσα. Στάθηκε απέναντί του. Εκείνος προσπαθούσε από αμηχανία να μην την κοιτά. Εκείνη μετά βίας συγκρατούσε τους λυγμούς της. Τα δάκρυα διέγραφαν για αρκετή ώρα καθοδική πορεία από τα μάτια της. Lamento… Το τηλέφωνο είχε κλείσει. Από το συνοφρυωμένο βλέμμα της και τις νευρικές συσπάσεις του προσώπου της καταλάβαινες την τρικυμία της ψυχής της. Κάποιος την κοιτούσε επίμονα, με το στόμα να χάσκει χωρίς αιδώ. Δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο να κλαίει; αναλογίσθηκε. Δίπλα της μια παρέα φοιτητών αδιαφορούσε ξέγνοιαστα, σχολιάζοντας περιστατικά από τον μικρόκοσμο του πανεπιστημίου. Το τηλέφωνό της χτύπησε ξανά. Το σήκωσε κι άρχισε σε πιο χαμηλούς πλέον τόνους, μα αρκετά καθαρά «με χτύπησε… πάλι… σφαλιάρισε… δεν αντέχω άλλο…» Θέλησε να της δείξει πως τη συμπονά, να της πει έναν παρηγορητικό λόγο, μα ήταν ξένοι, πώς; Λίγο αργότερα έφτασε στον προορισμό του. Κατεβαίνοντας την άκουγε να μιλά ακόμα στο τηλέφωνο δυνατά. Φωνή βοώντος…
ΚΑΛΟΓΡΑΜΜΕΝΟ..ΑΛΗΘΙΝΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΟΙ ΦΩΝΑΣΚΙΕΣ …. Μας άφησες να φανταστούμε την συνέχεια του μαρτυρίου της φωνακλούς…
Μπράβο Αλέξανδρε!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Καθημερινότητα & φαντασία απλά… Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Καλημέρα.
Πόσο φυσικά κι απαίδευτα καταγράψατε τις στιγμές και τους ρόλους!!! Κι ο τρόπος σας τόσο αφοπλιστικός μας έκανε να μοιραστούμε τις εικόνες και να ζήσουμε τις στιγμές!!! Μου άρεσε πολύ!!!!! Καλή σας μέρα!!!
Να’στε καλά… Χαίρομαι που σας ταξίδεψα έστω και λίγο. Καλή σας μέρα!!!