Η ποιητική συλλογή ‘Αδιήγητη Ιστορία’, (‘UNERZAHLT’), του Γερμανού ποιητή Winfried Sebald (σε μετάφραση Βασίλη Παπαγεωργίου), δύναται να προσδιορίσει γλωσσικούς ‘σπασμούς’, αναφορών σε έναν χρόνο που ‘μετονομάζεται’ σε αίσθηση, σε ευρύτητα & σε τραγωδία.
Ο ποιητής αναγνωρίζει τον εαυτό του στη λέξη, νοηματοδοτεί τις πλαισιώσεις μίας γνώσης η οποία δεν αποκρίνεται απλά, αξιώνει τους όρους της απόκρισης: προβολή και έκφραση της πρωταρχικής κατάστασης.
Εναλλάσσοντας πλαισιώσεις ο Sebald ‘προχωρά’ σε ένα ιδιότυπο ‘θέατρο σκιών’ με τις λέξεις και την ‘Angst’ (‘αγωνία’) που εκφέρουν, αίρει τους συμβολισμούς της ‘πεπατημένης’, φέροντας παράλληλα τις συνδηλώσεις της προσίδιας ποιητικής της παραδοχής ενώπιον της ανοιχτής παρουσίας της ιστορίας.
Ο ποιητής καθιστά την ποίηση πλαίσιο-μέτρο αξιολόγησης των αντιθέτων, σημαίνει μία ‘Αδιήγητη Ιστορία’ ανθρώπινων ενορμήσεων, εμπλόκισης, μία μνημειώδη ‘Ιστορία’ εμπρόθετων αναφορών στις εκφάνσεις του ‘Ταξιδιού του Ελέφαντα’ (για να παραπέμψουμε και στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζοζέ Σαραμάγκου: «Ο Πλίνιος λέει ότι ο ελέφαντας είναι έξυπνος & δίκαιος (Klug & gerecht) σέβεται τα άστρα & προσεύχεται στον ήλιο & το φεγγάρι».[1]
Ο ελέφαντας καθίσταται η ίδια πορεία του, η ‘συνάντηση’ με τον ‘Νόμο’ της ακρίβειας, η δυνατότητα που δύναται να δια-νοίξει η προσευχή: ‘ικεσία’ και παράλληλα η επί-κληση στη μοναδικότητα του τωρινού ‘αγνώστου’.
Ο ‘έξυπνος’ όσο και ‘δίκαιος’ ελέφαντας ‘προσεύχεται’ (σε μία ‘ανώνυμη’ θεότητα), ΄διαμοιράζει’ τα υπάρχοντα του ωσάν ο ποιητής τις λέξεις του: ‘προστατευτικά’ & έκκεντρα, τραυματικά αλλά και παρορμητικά, αντιφατικά ενώπιον του συμβάντος και της εγγραφής του.
Η πορεία του, το ‘ταξίδι’ του ελέφαντα, προσιδιάζει στην ‘επι-κοινωνία’ και στην κοινοποίηση του δικού του ‘άγνωστου θεού’, στις αντανακλάσεις μίας ποιητικής αναλυτικής όπου ο Γερμανός ποιητής επικαλείται τον ‘άγνωστο θεό’ της ποίησης, ήτοι την ‘πλημμυρίδα’ των οικείων τραυμάτων-διάκενων και των οικείων λέξεων, λέξεων, που, την ιδιαίτερη στιγμή της ‘γέννησης’, πολλαπλασιάζουν και αποδομούν τις προκείμενες του ‘ιερού’ (της ‘ιερότητας’), έχοντας ως αφετηρία την τάση ή τη δυνατότητα προσαρμογής ή εγκιβώτισης στο ιστορικό τραύμα.
Για τον Sebald, εν αρχή ην η ποίηση. Η ποίηση η οποία λειτουργεί και ως παρουσία ‘σκιάσεων’, δια-κράτηση της κοινωνιο-ανθρώπινης πολλαπλότητας, αρχή των διάτρητων διαμεσολαβήσεων. Όπως επισημαίνει ο Σάββας Μιχαήλ, «η Αρχή είναι εσωτερικά διχασμένη, αντίφαση κινητήρια (στη γλώσσα της διαλεκτικής), παλλόμενη διάσχιση, schize (στη γλώσσα της σχιζο-ανάλυσης των Deleuze και Guattari)».[2]
Η πορεία του ελέφαντα συνιστά μία ‘παλλόμενη διάσχιση’, ‘στιγματισμένη’ από την ένταση των βλεμμάτων. Η ποίηση ‘εγκαθίσταται’ στις όψεις της ‘παλλόμενης διάσχισης’, ανακύπτοντας εκ του μηδενός των ανέστιων κύκλων.
Ο Sebald, ‘δια-μοιράζει’ λέξεις στο σώμα, λέξεις-ενστάσεις προς το ‘κύμα’ του σαρωτικού ‘πανοπτικού’: «Σαν σκύλο λέει ο Σεζάν πρέπει να βλέπει ο ζωγράφος το μάτι ατάραχο & σχεδόν αποστραμμένο».[3] Εκτός της θέσης του, και εντός των πυρίκαυστων πεδίων, το μάτι αντιστρέφεται, αναφέρει το παλινδρομικό ‘χάος’, απο-διαρθρώνεται στις πλαισιώσεις του αντι-οπτικοκεντρισμού, εκεί όπου ο ποιητής εισάγει τις λέξεις & τα σώματα που πράττουν, που ‘φονεύουν’ προλήψεις, προσλήψεις και συνθήκες. «Ήταν μια χρονιά τόσο κρύα που οι αγρότες έπρεπε να θερίσουν τα σιτηρά φορώντας γούνες».[4]
Στα συμφραζόμενα του ποιητικού λόγου, ενσκήπτει ο καιρός των εντάσεων, αυτό το ιδιαίτερο Ριτσικό ‘πολύ κρύο εφέτος’. Τα ‘μουσκεμένα χιλιόμετρα’ ‘περικυκλώνουν ως φάσματα & ως ‘ιδανικές’ προσταγές τον ελέφαντα όχι του ‘απρόσιτου’ αλλά του προσιτού ως ‘Αδιήγητη Ιστορία’.
Η ποίηση του Sebald, η ‘Αδιήγητη Ιστορία’ του ‘δοκιμάζεται’ στην ίδια την αποστροφή του βλέμματος, στο ρίσκο των διαθέσεων, στο πεδίο του ‘καθεστώτος’ που εκ-βάλλει γνώση. Η ευρύτητα και η ακεραιότητα της ευρίσκεται στον ‘ήλιο’ και στο ‘φεγγάρι’, στη ‘μήτρα’ της μαρτυρίας ενός εκάστου, των πολλών ως όνομα, του πλήθους που αρθρώνει προθέσεις εντός και εκτός της κατάλληλης ‘Wort’. O ποιητής, δια-βλέπει, το Τζοϋσικό, (από τον περιώνυμο ‘Οδυσσέα’), ύψος: «Υπάρχει ένα αστέρι όταν είναι νύχτα. Μία νεφέλη όταν είναι μέρα».[5] Η ποιητική του ιστορία συναρθρώνει προσμείξεις.
Η ποιητική συλλογή του Sebald, επινοεί τις ιστορίες των παράταιρων συμβολισμών-αλληγοριών, των αφιερώσεων στο αίσθημα της μυστικής φυσικότητας. Το βίωμα καθίσταται η ‘άλλη’ φωνή, η τάση της δόμησης και της αναφοράς στην ιστορία.
Ο ποιητής δύναται να ‘αναγνωρίσει’ την ποίηση των μεταφορών, την ποίηση της ‘προστασίας’ από τον ‘παγωμένο’ αιώνα (Γιάννης Ρίτσος), όπως οι αγρότες που προστατεύονται από το κρύο φορώντας γούνες. ”Τι αιώνα κάνει έξω;’ διερωτάται ο Ρώσος Μπορίς Παστερνάκ. Στην ‘Αδιήγητη Ιστορία’, ο Winfried Sebald, ‘σπέρνει’ λέξεις στο ‘σώμα’ (πεδίο) του αιώνα, για να ‘θερίσει’ ανάγκες, καταγραφές, ερείπια που χάσκουν, την Ιστορία με και δίχως ‘προσωπείο: την Ιστορία ως ‘μήτρα’ από την οποία εκ-βάλλουν τα διά-κενα της ‘Ουτοπίας’, η ανθρώπινη επιμονή, ο ίμερος ως ‘ερημία’ και ως ‘οδηγητής’. «Τα αισθήματα φίλε μου έγραψε ο Σούμαν είναι άστρα που μόνο μέρα μεσημέρι μας οδηγούν».[6]
Μία ‘Αδιήγητη Ιστορία’ η οποία προβάλλει ενώπιον της ‘θρυμματισμένης’ λέξης, ατελής στο όριο & στην υπέρβαση του: Ποίηση.
Ποίηση των διαρκών μετατοπίσεων, της συναισθηματικής έξαρσης: ”τα αισθήματα φίλε μου.’
Ο ποιητικός λόγος του Sebald ενέχει τις προσίδιες όψεις της ‘κατανόησης’ για τον ίδιο τον ποιητή, για την ιδιαίτερη θέση του ως ‘αγγελιοφόρου’ της εξορίας, ως εκφραστή της οργής, της προσφοράς του σώματος, των επάλληλων εκφάνσεων του ‘Ουτοπικού Πλεονάσματος’ του Ερνστ Μπλοχ. Η ποίηση που δύναται να λειτουργήσει, ως ‘ομολογία αντινομιών’,[7] όπως γράφει ο Γιάννης Ρίτσος.
Ή, όπως το θέτει ο ποιητής Μάριος Μαρκίδης: «Μα αυτό δεν είναι ακριβώς που έκανε από καταβολής κόσμου η ποίηση, ωσάν να ήταν το μυστικό συμβόλαιο της με την (εξόριστη από τους Ουρανούς) ανθρωπότητα; Η ποίηση δεν είναι εκείνη που επέμεινε ανέκαθεν στην οικονομία του δούναι και λαβείν ανάμεσα στη γλώσσα και την ανθρώπινη πραγματικότητα, στον γενεσιουργό σπινθήρα που προκύπτει απ’ την τριβή των λέξεων, στον ερμηνευτικό χαρακτήρα του μυαλού του ανθρώπου- στην επαξίωση, τελικά, της «υλικότητας» των σημαινόντων, όπως ένας αρχιτέκτονας επαξιώνει την υλικότητα των οικοδομικών του υλικών, του ασβέστη, του τσιμέντου και των τούβλων; Η ποίηση είναι στερεωτική έξοδος για το υποκείμενο, προτού την οικειοποιηθούν ιστορικά τα θρησκευτικά (ή άλλα…) ιερατεία…».[8]
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Sebald W.G, ‘Aδιήγητη Ιστορία’, Μετάφραση: Παπαγεωργίου Βασίλης, Online Περιοδικό ‘Χρόνος’, chronos.feirad.net.
[2] Bλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Το έργο της απουσίας’, στο, Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Ηomo liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 138.
[3] Βλέπε σχετικά, Sebald W.G, ‘Αδιήγητη Ιστορία…ό.π,.
[4] Βλέπε σχετικά, Sebald W.G, ‘Αδιήγητη Ιστορία…ό.π,.
[5] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Ο Ρωμαίος, η Ιουλιέττα και τα φαντάσματα των ταυτοτήτων’, στο, Μιχαήλ Σάββας, (επιμ)., ‘Homo liber…’ό.π., σελ. 162.
[6] Βλέπε σχετικά, Sebald W.G, ‘Αδιήγητη Ιστορία…ό.π,.
[7] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Ο Ζντάνωφ και οι γάτες της Αχμάτοβα’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.)., ‘Homo Liber…’ό.π., σελ. 173.
[8] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Η απόγνωση ως ευγένεια’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.)., ‘Homo Liber…ό.π., σελ. 183.
0 Σχόλια