Ένας άντρας και μια γυναίκα παγιδεύονται στα χαλάσματα μιας πολυκατοικίας μετά από έναν σεισμό κι αγωνίζονται να μείνουν ζωντανοί. Μιλούν για το παρελθόν τους, για το παρόν τους, θυμούνται όμορφες στιγμές, τρομάζουν με τις μετασεισμικές δονήσεις, μετανιώνουν για τα λάθη τους, αντλούν δύναμη ο ένας από τον άλλον. Μετά από μια τέτοια δοκιμασία, σε νοιάζει αν θα σε βρουν εγκαίρως ή αυτό δεν έχει και τόση σημασία όταν έχεις υλοποιήσει ένα πετυχημένο ταξίδι ενδοσκόπησης; Πώς μπορεί μια σχετικά στατική κεντρική ιδέα να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη για πάνω από 200 σελίδες; Ποιο θα είναι το φινάλε αυτού του αναπάντεχου μυθιστορήματος;
Το βιβλίο από την αρχή με εισήγαγε σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, με τόνους από χαλάσματα και σκόνη να πέφτουν γύρω από τον αφηγητή (κι εμένα!). Η πλοκή ξεκινάει ακριβώς από το σημείο που πρέπει κι από κει αρχίζει να ξεδιπλώνεται μια ιστορία που μου κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον ως την τελευταία σελίδα. Η γραφή του κυρίου Τόλη Αναγωστόπουλου εστιάζει στις συνέπειες των πράξεων, στο νόημα που κρύβεται πίσω από τις γραμμές, στο επιμύθιο θα έλεγα των όσων έζησε ο πρωταγωνιστής. Η προσωπική ιστορία του Σωτήρη Τριανταφύλλου είναι ενδιαφέρουσα και πολυεπίπεδη, τον έχει φτάσει στο απώτατο όριο επαγγελματικής επιτυχίας, τον έχει κάνει προπέτη, αυτάρκη, σίγουρο για τον εαυτό του, προκλητικό, αδιάφορο για τους ανθρώπους γύρω του, τον έχει μεταμορφώσει σε κάτι που τον έχει βοηθήσει να σβήσει τις μελανές μέρες της παιδικής του ζωής, με τον υπάνθρωπο πατέρα του να δέρνει ανηλεώς και αναίτια κι εκείνον και τη βουβή μάνα του όσο η αδερφή του χαροπάλευε από μια ανίατη ασθένεια. Σταδιακά ξεπηδάει από το κείμενο ένα τέρας, ένα πλάσμα που γεννήθηκε άνθρωπος και τώρα έχει φτάσει στα άκρα για τη διατήρηση της επιτυχίας του, για την υλοποίηση των φιλοδοξιών του και για την απόλαυση των κάθε μορφής ηδονών.
Η δοκιμασία που περνάει με τον σεισμό και τον αγώνα του να παραμείνει ζωντανός για πέντε μέρες αρχίζει να του δείχνει τα λάθη που έκανε στη ζωή του και τον βοηθάει να καταλάβει τις πραγματικές αξίες: τη φιλία, την αγάπη, τη δοτικότητα και πόσο απαραίτητα είναι όλα αυτά για να θεωρείσαι ουσιαστικά ευτυχισμένος. Προς Θεού, δεν έχουμε να κάνουμε με μελοδραματικές κοινοτοπίες που ίσως να ξεπηδούσαν από ανιαρούς, στερεότυπους διαλόγους αλλά σκληρό ρεαλισμό, ειλικρινή αυτογνωσία και σωστή παρατηρητικότητα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Κομμάτι κομμάτι ο Σωτήρης αρχίζει ν’ αναγνωρίζει τα ατοπήματά του και χάρη στη Νατάσα να εστιάζει στις λανθασμένες κινήσεις και αποφάσεις που έχει διαπράξει ως τώρα. Αν θα αλλάξει ριζικά όμως, αν θα κάνει κάτι διαφορετικό στη ζωή του σε περίπτωση που σωθεί είναι θέματα που ο συγγραφέας χειρίζεται με έναν αναπάντεχο και ευρηματικό τρόπο.
Από την άλλη η Νατάσα είναι μια γυναίκα που ήρθε από τη Ρωσία και έζησε την κόλαση του trafficking, αφήνοντας πίσω της μια ανήλικη κόρη κι έναν νταβατζή. Οι δυσκολίες της, οι ταπεινώσεις της, ο ευτελισμός της από κάθε αρσενικό που αδιαφορούσε για την υπόστασή της και την αντιμετώπιζε ως σκέτο σώμα ατσάλωσαν μέσα της τη θέληση για ζωή και ενίσχυσαν το πείσμα της για να φέρει πιο κοντά τη μέρα που θα δει επιτέλους την κόρη της. Η σχέση της με τον Σωτήρη μετρούσε ήδη αρκετό καιρό πριν ξεκινήσει το μυθιστόρημα κι έτσι η ήδη υπάρχουσα οικειότητα τους βοηθάει να μιλήσουν επιτέλους ειλικρινά, ανοιχτά και ευθέως ο ένας στον άλλον. Επιτέλους καταλαβαίνουν τι έχουν βρει ο ένας στον άλλον, γιατί κούμπωσαν (προσέξτε, δεν έχω γράψει τι ακριβώς τους συνδέει!) και πόσο πολύτιμες ήταν οι στιγμές μεταξύ τους, ακόμη και πριν ή μετά το σεξ.
Η Νατάσα δε μιλάει καλά ελληνικά αλλά οι διάλογοί της με τον πρωταγωνιστή αποπνέουν αλήθεια, ωριμότητα και μια δοκιμασμένη στάση ζωής που κάποιοι σολοικισμοί -μήλον της έριδος ανάμεσά τους για καλύτερη κατανόηση- ίσα που χαράζουν ένα χαμόγελο στα χείλη λόγω των κωμικοτραγικών καταστάσεων. Προς τιμήν του ο κύριος Αναγνωστόπουλος δε γελοιοποίησε το ελάττωμα της Νατάσας γιατί θα πρόδιδε τη σοβαρότητα της ατμόσφαιρας αλλά και θα μείωνε την προσωπικότητα της ηρωίδας, έτσι κάποια ψήγματα γέλιου πηγάζουν ακριβώς στις δύσκολες ή άβολες στιγμές και κρατούν όσο πρέπει.
Οι προσωπικές ζωές αυτών των δύο ανθρώπων δεν είναι μονοδιάστατες. Ειδικά ο Σωτήρης κουβαλάει έναν δύσκολο σταυρό από τύψεις και λάθη είτε λόγω της παλαιότερης σχέσης του με άλλη κοπέλα, της οποίας το τέλος ήταν από τις πιο αναπάντεχες εξελίξεις της αφήγησης είτε λόγω του Τόλη, ενός κατώτερου υπαλλήλου που προσλήφθηκε στην εταιρεία, τα έκανε μαντάρα κι ο Σωτήρης αναγκάστηκε να τον απολύσει. Αγάπησα ιδιαίτερα αυτήν την ιστορία, μιας και ο Τόλης ήταν ο πρώτος «φανταστικός φίλος» που έφερε στη μνήμη του ο Σωτήρης για να μην τρελαθεί όταν παγιδεύτηκε στα χαλάσματα, λίγα κεφάλαια πριν ανακαλύψει από πάνω του τη Νατάσα. Η γνωριμία με αυτόν τον άντρα θα δείξει στον ήρωά μας την αξία της φιλίας και τον πόνο ενός άδειου βλέμματος όταν έρχεται η ώρα ανάγκης να καλέσεις κάποιον για βοήθεια και δε βρίσκεις κανέναν γιατί όλους τους έχει διώξει η απρεπής συμπεριφορά κι ο εγωισμός σου. Το λαϊκό σχεδόν χιούμορ του Τόλη τσάκιζε κόκαλα στις πρώτες σελίδες, ελαφρύνοντας κατά πολύ τις συνθήκες και στη συνέχεια εμφανιζόταν σε καίρια σημεία για να βοηθήσει τον Σωτήρη να καταλάβει ακόμη περισσότερο τη δυσχερή του θέση στη ζωή.
Εν συνόλω, το «Βαθύ ρήγμα» μου άρεσε πολύ γιατί είχε ένα έξυπνο υφολογικό στυλ και ταυτόχρονα μου έδινε γροθιές στο στομάχι για τη θέση ενός ανθρώπου σε μια δεδομένη κοινωνία και πόσο επιρρεπής και ετοιμόρροπη είναι σε κάθε περίσταση. Αν ο Σωτήρης και η Νατάσα ζούσαν σε ενεστώτα χρόνο την ιστορία τους θα είχαμε άλλη μια ιστορία αγάπης με αρκετές οικείες καταστάσεις που κάπου έχουμε διαβάσει, κάπου έχουμε παρακολουθήσει. Με την ιδέα όμως πως αυτοί οι άνθρωποι παγιδεύτηκαν σε ερείπια κι έτσι απερίσπαστοι αλλά και τρομοκρατημένοι είχαν το περιθώριο να συζητήσουν για όσα σκέφτονταν, φοβούνταν και κρατούσαν μέσα τους ενώ ταυτόχρονα υπήρχε η αγωνία του τέλους, μιας και τα κεφάλαια είχαν για επικεφαλίδα μια αντίστροφη μέτρηση, γεννήθηκε μια σφιχτοδεμένη και έντονη πλοκή, με ανατροπές και εκπλήξεις. Μάλιστα, ο συγγραφέας δε διστάζει να παίξει με το μυαλό του αναγνώστη όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του βιβλίου, δείχνοντας μια εξέλιξη που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα!
Πόσο βαθύ λοιπόν είναι το ρήγμα ανάμεσα στους ανθρώπους και στις σχέσεις που δημιουργούν μεταξύ τους; Πώς ξέρουμε αν τα οικοδομήματά μας θα αντέξουν σε κύριους ή κατοπινούς σεισμούς έρωτα, αδικίας, μίσους, αλλαγών, φιλοδοξίας; Ποια μέτρα προστασίας πρέπει να πάρουμε; Πώς μπορεί μια δοκιμασία να βοηθήσει κάποιον να βελτιωθεί και πόσο έτοιμος ή εφοδιασμένος είναι να τη νιώσει ουσιαστικά και να την εφαρμόσει στην υπόλοιπη ζωή του; Το «Βαθύ ρήγμα» είναι ένα διαφορετικό μυθιστόρημα, γεμάτο αλήθεια, αμεσότητα και ειλικρίνεια.
0 Σχόλια