O Δημοσθένης Παπαμάρκος, στη σειρά διηγημάτων ‘Γκιακ’ (αίμα, φυλή, συγγένεια, στα Αρβανίτικα) συγκροτεί υποκείμενα που παραβιάζουν τις ‘θύρες’ της ανοίκειας εμπιστευτικότητας, που παλινδρομούν στο μοιραίο, στην ιστορικότητα των ‘καθεστώτων της λύτρωσης’.
Υποκείμενα που, εντός χώρου & εκτός ‘μοίρας’, μετατοπίζουν τις πλαισιώσεις μεταξύ πίστης και απιστίας, μύησης και ευθύνης, εκτατικού και αρχέγονου στοιχείου-όψης. Τα διηγήματα-ιστορίες και τα πρόσωπα τους, δύνανται να ‘θεσμοποιήσουν’ την ‘επικράτεια’ των αντιθέσεων, της εκκλητικής διαπάλης, την ενεστωτική σχεσιακότητα της ιστορίας.
Τα πρόσωπα, φορείς μίας κουλτούρας ‘θραυσματικών’ αναφορών, άγραφου & υποδειγματικού νόμου, συναντιούνται στο μέσον της ελληνικής ιστορίας: συμμετέχουν, σε ίδιους και άλλους χρόνους, στη Μικρασιατική Εκστρατεία, οπλίτες του ελληνικού στρατού, πρόσωπα που συνδιαλέγονται, εν κινήσει, με την έκταση του καθοριστικού, με την βία ως ιδιαίτερη τελεολογία του καινούργιου, με την περατότητα των λόγων & των ιδεολογιών, με το ‘Γκιακ’ της αναφορικής αλήθειας, με το ‘Γκιακ’ των έκκεντρων κατευθύνσεων.
Οι ιστορίες αρθρώνουν τα όρια και την δυναμική της αθεμιτουργίας της αυτο-εκτόπισης και του αίματος, όρια τα οποία μετασχηματίζονται σε επάλληλες θεάσεις του γίγνεσθαι. Του γίγνεσθαι ως παράδοση-αφιέρωση στον εαυτό και στον άλλο.
Η γλώσσα, αυτό το ‘Γκιακ’ της αντίστιξης και της συμπληρωματικότητας, συνιστά εύρος ευθυγραμμίσεων, ‘αδόκιμων’ σχέσεων, βεβαρημένης πρωταρχικότητας, αναζητώντας παράλληλα τον χρόνο των διευρύνσεων. Στο τελευταίο διήγημα με τον τίτλο ‘Νόκερ’, ο πρωταγωνιστής του διηγήματος, μετανάστης στις ΗΠΑ (Σικάγο), την στιγμή που διηγείται τις ωμότητες που διέπραξε (και έλαβαν χώρα), στο Μικρασιατικό μέτωπο, (το ιστορικό περιβάλλον εκτός των θεσμικών αναγνώσεων, ως ανατροφοδοτούμενο πλαίσιο), ενώπιον συγγενών και φίλων, επαναπροσδιορίζει το πεδίο (ή τα πεδία) του συγγνωστού και του ασύγγνωστου, τις όψεις της αναγνώρισης και της βίας του αίματος, βία ως ‘Γκιακ’ και, ‘Γκιακ’ ως το κράτος της κίνησης.
Η βία του αίματος, επανεγγράφεται ως ταυτοτική ενοχή, ως ‘συμβολαιακή’ ανάθεση, ως, στο χρόνο των μεταβολών, αναπαράσταση του ‘κανονικού’. Σε αυτό το πλαίσιο, τα όρια και τα μη-όρια τίθενται εκ νέου.
Οι γονείς, οι συγγενείς και οι φίλοι, εκτίθενται στη δυναμική του πρωτοφανέρωτου βάρους της ιστορίας, της βίας της ‘δικαίωσης’, του αίματος και των ωμοτήτων που διέπραξαν οι ‘δικοί μας’ στο Μικρασιατικό Μέτωπο, (ένας μη άπραγος Ελληνισμός), ενώ, το πρόσωπο του διηγήματος, πάνω το έδαφος του υποκειμενισμού καθίσταται ένοχος, ‘ερωτικό’ θύμα και θύτης της ιστορίας, μνήμη και παράλληλα λήθη.
Υπό το βάρος της αναγνώρισης και της ‘άλλης’ ιστορίας, εκτίθεται στις φυγόκεντρες δυναμικές της αύτο-εξορίας, της φυγής, της συνομιλίας με το ‘τραύμα’ και τις διαρρήξεις των παραστάσεων. Καθίσταται η μνημειώδης ‘ενσάρκωση’ του ‘Γκιακ’, αίμα και έκκεντρη εκδίκηση, ‘ρίζα’ και φυγή μαζί.
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος προσδιορίζει τις φορτισμένες πλαισιώσεις της συνάντησης του φαντασιακού της φορτισμένης ομοιογένειας, με την φασματολογία και μη της ‘ανέστιας’ γλώσσας, το Αρβανίτικο ‘Γκιακ’ που αναπαράγεται σε κανόνες του ‘δικαιικά’ αρχέγονου, του ερωτικού καλέσματος, μίας ιδιαίτερης πολιτικής δίχως πολιτικούς.
Στα διηγήματα του ‘Γκιακ’ (με μία γλώσσα αδόκιμη, πειραματική, ‘μυστικά αναρχική και ‘χυμώδη’, ‘παίγνιο’ μεταξύ ανατροπών) ο συγγραφέας ανασημαίνει την τεχνική της έτερο-αναφορικής λογοτεχνικότητας, ενώ τα πρόσωπα καταπίπτουν σε ‘οριακούς’ θανάτους πάνω στο θάνατο: η εκδίκηση, το ‘Γκιακ’, η συνθήκη της κοινής βεντέτας του πρώτου διηγήματος, (βιασμός και δολοφονία της αδελφής του πρωταγωνιστή) που σημασιοδοτείται & μετασχηματίζεται σε έναν θάνατο ανάμεσα στους άλλους, στους πολλούς του πολέμου στη Μικρά Ασία.
Υπό τους όρους του αστάθμητου δεδικασμένου, της αγωνιώδους προσμονής για κάτι που εκφεύγει, ο συγγραφέας δύναται να αναπαράγει τάσεις ένταξης & απένταξης, συνδιαλλαγής των Αρβανιτόφωνων με πλαισιώσεις του άγραφου νόμο και την ανατοποθέτηση του (‘από τα κάτω προς τα άνω’), με οικογενειακές-διαγενεακές ιεραρχίες,(με την τοπική μίκρο-εξουσία), με τις κρατικές προσλήψεις και τις εν γένει εξουσιαστικές πρακτικές, με μία προφανή ελληνικότητα, (ή ελληνοφροσύνη), η οποία διαμεσολαβείται με και στις προκείμενες της Μικρασιατικής Εκστρατείας, (η συμπυκνωμένη ‘Μεγάλη Ιδέα’), με την ιδέα του εθνικού κορμού & των δικτύων της εμπρόθετης αλληλεγγύης.
Ο συγγραφέας προσδιορίζει τα όρια ‘παραγωγής της διαφοράς’, για να χρησιμοποιήσουμε και τον όρο της Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη.
Με μία ιδιόλεκτο Αρβανίτικη, ενώπιον της κοινότητας & του χρέους, της μυστικότητας , και, την ίδια στιγμή, στη στρατηγική καταλληλότητας του κράτους (και με τους όρους της Σλαβοφωνίας). ‘Πόλεμος’ με την τακτική του ‘ευφυούς’, ‘θάνατος’ των συμβολισμών.
Το αίμα που χύνεται ‘αφηγείται’ το ειπωμένο με άλλους όρους, όπως ο ομοφυλόφιλος έρωτας ενός διηγήματος που αναβιώνει και ως πολεμική παράδοση, ανακάλυψη, ξεγλίστρημα προς τις ‘δαγκάνες’ του παραδείσου, ‘γλώσσα’-αναπαράσταση ενός κόσμου ίσων και άνισων προσώπων. Που πεθαίνουν ως ‘Γκιακ’, με την διαμεσολάβηση ενός επώδυνου ‘γιατί’, και ενός ‘μη’ να επικρέμονται πάνω από την ιστορία ως παρένθετη ηθική, σώματα που ‘πωλούνται’ στην ‘τιμή’ της μνήμης.
Με όρους εκροών, επαναοικειοποίησης της γλώσσας, του ίδιου του οικείου εαυτού οι και αλλόγλωσσοι πληθυσμοί εντός ελληνικής επικράτειας, διαμοιράζονται τα όρια των άνωθεν βεβαιοτήτων, της τοπικότητας και της συλλογικότητας, πληθυσμοί που μεταβάλλονται, που προστίθενται στην ιστορία που συνεχίζει να αναπαράγεται, ιερά και ανίερα, γραπτά, (σαν άλλο κειμήλιο-νόμος εκ του όρους) & άγραφα.
Υποκείμενα που, με έναν σύνθετο τρόπο, στο Μικρασιατικό πεδίο, εμβαθύνουν τις (στις) εθνικές αφηγήσεις, ίδιοι και ξένοι στον άλλον τόπο, στις συναρθρώσεις των πολιτικών συνειδήσεων, των εκτατικών ιδεολογιών και των συγκροτήσεων.
Εντός των διαρκών επιτελέσεων, ένα ‘Γκιακ’ που διαρρηγνύει και φανερώνει συνέχειες, ελέγχους, και α-συνέχειες, ‘τραύματα’ και παρουσίες της πρώτης και τελειωτικής φοράς, την στιγμή που, σύμφωνα με τον Vereni, (όπως το παραθέτει η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη), τα πρόσωπα μετασχηματίζονται σε άτομα.
Το ‘Γκιακ’ του Δημοσθένη Παπαμάρκου, ιδιαίτερο συμβάν ετεροφωνίας και πολυφωνίας συνιστά σχέση, επιτελεστικότητα του ‘θείου’ αίματος, εκδίκηση για μία ιστορία εκδίκησης, ατομική-συλλογική, ΄θυσία’ στο βωμό της εμπρόθετης & ταυτοτικής ‘μικρο-φυσικής, ελληνικότητα υπό το πρίσμα ενός μίκρο-φιλμ που ‘εκρήγνυται’.
Πληθυσμοί εκτός και εντός, που νοηματοδοτούν τα όρια της ιστορικής διδασκαλίας. Τα διηγήματα του ‘Γκιακ’, συνιστούν το αμάλγαμα ενός ελληνισμού της μακρόσυρτης και ρηγματώδους μετάβασης.
Οι ιστορίες του ‘Γκιακ’ ενέχουν την αίσθηση της ‘φορτισμένης’ υποψίας, της απόσπασης από και της παράλληλης συμπύκνωσης του μύθου, την συγκρότηση υποκειμένων που εντατικοποιούν το βίωμα, την κουλτούρα μίας εκδίκησης, η οποία δύναται να προσδιοριστεί και ως τελετουργία, ανακίνηση, κτήση του ‘μοναδικού’, συνήχηση της εξέγερσης.
Υπό το πλαίσιο της Φουκωϊκής μορφολογίας (configuration), τα υποκείμενα τελούν υπό το πρίσμα της καθαίρεσης, των διαδράσεων και των συσχετίσεων εντός της αναπαραστατικής ιστορίας.
Η ακηδία του νεκρού καθίσταται ιδιαίτερη πολιτική επί του σώματος, εκδίκηση & διεκδίκηση του αλύτρωτου, του απολεσθέντος ρομαντισμού. Στις εκφάνσεις του ‘Γκιακ’, του αίματος, η ‘χρηστικότητα’ των βίαιων συλλήψεων, των μετωνυμιών και προς την κατεύθυνση της εκρίζωσης από πεδία που παράγουν λογοθετικές δυνατότητες. Εντός του αίματος, η ‘ακρόαση’ της ιστορικής ‘πονηρίας’, η ανασήμανση του ‘σιδερένιου’ νόμου, η πολιτική ως ‘κατάθεση’.
Τα πρόσωπα πεθαίνουν πάνω στο ‘βωμό’, στον ιερό ‘βωμό’ της ευκαιρίας, της κουλτούρας του ‘Γκιακ’, (και της αποδόμησης του), της τροφοδότησης με τα ‘τραυματικά’ συμβάντα του ελληνικού-ελληνισμού.
Σε αυτήν την σειρά διηγημάτων, η λογοτεχνία, με βάση την ανάλυση της Pascale Casanova, ‘αναγνωρίζει ως εξουσία τον ίδιο της τον εαυτό’. Ποια δύναται να είναι η κίνηση; ένα ‘Γκιακ’ της πρωτεϊκής μνήμης, των συμβάντων της αλληλεξουδετέρωσής.
Ο Ισραηλινός συγγραφέας Νταβίντ Γκρόσμαν, (David Grossman), στο βιβλίο του ‘Γράφοντας μες στο σκοτάδι’, αναφέρει: «Η λογοτεχνία μπορεί να εξαγοράσει για μας την τραγωδία του ενός, σε πείσμα της στατιστικής των εκατομμυρίων. Του ενός που για χάρη του γράφεται η ιστορία και του ενός που τη διαβάζει».
Το ‘Γκιακ’ του Δημοσθένη Παπαμάρκου δύναται να είναι μία ιδιαίτερη ιστορία και «τραγωδία του ενός» που όμως δεικνύει και προς το όλον.
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
0 Σχόλια