γράφει ο Ανδρέας Αντωνίου
Το όνομα της Μυρτώς Παπαχριστοφόρου το πρωτοείδα όταν μπήκε στην βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη της Κύπρου, για την συλλογή της Η Άλλη Θάλασσα. Όταν είδα πως η συλλογή της αυτή είχε βραβευθεί με το ίδιο βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, κατάλαβα πως δεν είχαμε μπροστά μας μια απλή «καλή συλλογή», αλλά μια συλλογή αντικειμενικά εξαιρετική. Δεν κρύβω πως μου γεννήθηκαν τεράστιες προσδοκίες από το βιβλίο, σε σημείο να πιστεύω πως Η Άλλη Θάλασσα της Μυρτώς Παπαχριστοφόρου ήταν η επόμενη σελίδα στην ελληνική/κυπριακή λογοτεχνία, το next big thing, που λένε. Από μία άποψη δεν είχα άδικο.
Για το τυπικό και μόνο, η συλλογή αποτελείται από 24 ποιήματα (κατά το ομηρικό πρότυπο) και είναι έντονα επηρεασμένη από το κυπριακό/ελληνικό τοπίο. Τα ποιήματα πλαισιώνονται καλαίσθητα από τις υδατογραφίες της κυρίας Ατταλίδου, που αναβαθμίζουν με την σειρά τους την συλλογή. Όμως Η Άλλη Θάλασσα είναι μια συλλογή που μιλάει από μόνη της – το πρώτο και σημαντικότερο προσόν της συλλογής – για αυτό και δεν θα αναλωθώ στην ανάλυση των ποιημάτων, τα οποία παρότι πολυδιάστατα, δεν επιδέχονται περίπλοκης φιλολογικής ανάλυσης. Στο κάτω κάτω, η δουλειά μιας κριτικής δεν είναι να επαναλάβει το αντικείμενο που κρίνει, αλλά να προσθέσει πάνω σε αυτό.
Το πρώτο πράγμα που νιώθει ένας αναγνώστης – ένας υποψιασμένος αναγνώστης – είναι οι επιδράσεις που έχει δεχτεί η πένα της Μυρτώς Παπαχριστοφόρου, τις οποίες μπορούμε να συνοψίσουμε σε τρία ονόματα: Σεφέρης, Ελύτης, Καβάφης.
Οι επιδράσεις από τον Σεφέρη είναι οι περισσότερες και οι πιο έντονες. Όπως και στον Σεφέρη, έτσι και εδώ, βλέπουμε την ίδια χρήση και λειτουργία των προμετωπίδων, τους μακρούς στίχους σε ελεύθερη μορφή, την εναλλαγή αιτιατικών και γενικών ως βασικό μοτίβο δημιουργίας ρυθμού, το βαθύ αφηγηματικό ύφος, την ερμητικότητα των στίχων και των ποιημάτων. Τα ποιήματα της Παπαχριστοφόρου θυμίζουν έντονα τα αντίστοιχα σεφερικά για το νησί της Κύπρου, όπως την Σαλαμίνα της Κύπρος και την Ελένη, αλλά και γενικότερα τα Ημερολόγια Καταστρώματος.
Από τον Ελύτη δανείζεται περισσότερο τα εκφραστικά μέσα, καθώς ο λόγος της Παπαχριστοφόρου είναι πολύ πιο λυρικός από τον αυστηρό λόγο του Σεφέρη και οι διατυπώσεις της αγγίζουν ελαφρά τον υπερρεαλισμό του Ελύτη – ειδικά στα σημεία που ο ποιητής εμπνέεται από το τοπίο του Αιγαίου. Η τάση της Παπαχριστοφόρου να κλείνει τα ποιήματά της με έναν απομονωμένο στίχο, ξεχωριστό από το υπόλοιπο σώμα του ποιήματος, είναι ακόμη ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τα ποιήματα του Ελύτη.
Στοιχεία από τον Καβάφη υπάρχουν μόνο σε ένα ποίημα, κι αυτά είναι τόσο έντονα που δεν γίνεται να μην τα προσέξει κάποιος. Η ιδιαίτερη αφηγηματικότητα, η ιστορική αναδρομή στο παρελθόν και η μελαγχολία, κάνουν το ποίημα να είναι περισσότερο «αφιέρωμα» στο καβαφικό έργο (ειδικά στα ιστορικά του ποιήματα), παρά ένα αυτόνομο ποίημα.
Για πολλούς κριτικούς, αυτά τα στοιχεία, τα οποία τονίζω χαρακτηρίζουν σχεδόν εξ ολοκλήρου την συλλογή, είναι αρνητικά στοιχεία. Για τους κριτικούς σημασία έχει «η ξεχωριστή, ιδιαίτερη φωνή του καλλιτέχνη», ο τρόπος που διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους, η καινοτομία του, η πρωτοτυπία του και η πρωτοπορία του. Βέβαια, ειδικά για τους νέους λογοτέχνες (όπου νέος λογοτέχνης εννοούμε οι κάτω των σαράντα) οι κριτικοί αναγνωρίζουν ελαφρυντικά καθώς, ως νέοι, δεν έχουν βρει ακόμη την ποιητική τους ταυτότητα, ακόμη πειραματίζονται, ή γοητεύονται από την μαγεία και την τέχνη των προτύπων τους. Όσο αληθινά και να είναι αυτά, υπάρχει κάτι που ελάχιστα το τονίζουμε: Μια επίδραση σε ένα ποίημα, δη μάλλον σε μια συλλογή, μπορεί να μην δείχνει πολλά πράγματα για την «φωνή του καλλιτέχνη», αλλά δείχνει κάτι εξίσου σημαντικό, ίσως και σημαντικότερο: Το προσωπικό του γούστο και την αισθητική του.
Ποτέ ένα ποίημα δεν είναι απλά ένα ποίημα. Από πίσω κρύβονται επιδράσεις, αλλά οι επιδράσεις δεν είναι ποτέ «μηχανικές». Είναι επιλογή. Η επίδραση ενός καλλιτέχνη σε έναν άλλο, μας αποκαλύπτει τον λόγο που ο δεύτερος επέλεξε να επηρεαστεί από τον πρώτο. Είτε υποσυνείδητα είτε συνειδητά, επιλέγουμε να επηρεαστούμε από άλλους καλλιτέχνες και να ακολουθήσουμε τις φόρμες ή τις ιδέες τους. Με άλλα λόγια, πίσω από κάθε ποίημα κρύβεται η φιλοσοφία του δημιουργού του, ακόμη και ως επιλογή επιδράσεων, κρύβεται η αισθητική του ποιητή, κρύβεται ο λόγος που ο ποιητής γράφει «έτσι» και όχι «αλλιώς».
Το ερώτημα είναι απλό: «Γιατί η Μυρτώ Παπαχριστοφόρου επιλέγει να επηρεαστεί από τον Καβάφη και όχι από τον Παλαμά, από τον Σεφέρη και όχι από τον Αναγνωστάκη, από τον Ελύτη και όχι από τον Τίτο Πατρίκιο»; Η απάντηση που διαβλέπω είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και δίνει τεράστια αξία στην συλλογή.
Πιστεύω πως η συνειδητή επιλογή των τριών αυτών λογοτεχνών συνιστά ένα κάλεσμα τρόπον τινά να ξαναδιαβάσουμε το έργο τους, να στοχαστούμε και να εμπνευστούμε από αυτό, να το αφομοιώσουμε με εντελώς διαφορετικό τρόπο, και να το εντάξουμε στα σημερινά δεδομένα. Η Παπαχριστοφόρου μας θυμίζει γιατί ο Καβάφης και ο Σεφέρης και ο Ελύτης είναι επίκαιροι ακόμη και σήμερα, πως μπορεί να έχουν περάσει κοντά ενενήντα χρόνια από την γενιά του τριάντα, όμως η συμβολή τους στην τέχνη είναι ακόμη ζώσα, κι όχι απλά υλικό για φιλολόγους. Στην σύγχρονη παραγωγή ποίησης που κινείται σε απίστευτα γρήγορους ρυθμούς, κυνηγώντας συνεχώς (και μάταια κατά τη γνώμη μου) την πρωτοτυπία και την καινοτομία, Η Άλλη Θάλασσα μας προτείνει να κάνουμε ένα βήμα πίσω, να κοιτάξουμε από πού ερχόμαστε και να ανακαλύψουμε εκ νέου την λογοτεχνικότητα των προηγούμενων γενιών.
Προσωπικά διαφωνώ με την αισθητική που προτείνει η Παπαχριστοφόρου, η οποία βέβαια είναι και η αισθητική που προτείνει ο Σεφέρης και ο Ελύτης, την αισθητική του μοντερνισμού και του υπερρεαλισμού. Θεωρώ πως η επιστροφή στο ελληνικό τοπίο είναι πλέον άκαιρη και αδόκιμη, καθώς κρατάει την κυπριακή/ελληνική ποίηση κλεισμένη στο στενό πλαίσιο του ελληνισμού και διακόπτει την όποια επικοινωνία μπορεί να αναπτύξει ένα ποίημα με τον υπόλοιπο δυτικό χώρο και φυσικά τον υπόλοιπο κόσμο. Θεωρώ πως οι επιτηδευμένες και δυσερμήνευτες διατυπώσεις (χαρακτηριστικό του μοντερνισμού) απομακρύνουν τον κόσμο από την ποίηση, γιατί δημιουργούν μια αίσθηση ελιτισμού και απόστασης. Θεωρώ πως ο ελεύθερος στίχος, σε αντίθεση με το μέτρο και την ομοιοκαταληξία, αφαιρεί την μαγεία και την ομορφιά, στην οποία θα έπρεπε να στοχεύει η ποίηση, η λογοτεχνία και η τέχνη. Η Άλλη Θάλασσα, σαφώς επηρεασμένη από τον ελληνικό μοντερνισμό έχει όλα τα θετικά, αλλά και όλα τα αρνητικά του.
Όμως, αν κάτι μας διδάσκει η ποίηση, αυτό είναι πως η Τέχνη υπερβαίνει την υποκειμενικότητα και το προσωπικό γούστο, (ένα μάθημα που καλλιτέχνες και κριτικοί ακόμη δεν έχουν εμπεδώσει). Το αυθεντικό έργο τέχνης κερδίζει τον αναγνώστη ακόμη κι όταν αυτός είναι αρνητικά διακείμενος απέναντί του. Η αυθεντική ποίηση πάντα βρίσκει τον τρόπο να επικοινωνεί, να μιλάει στην καρδιά του αναγνώστη, να βρίσκει την αξία της, ακόμη και κάτω από τις πιο διαφορετικές και αντίξοες συνθήκες. Η αξία με άλλα λόγια ενός ποιήματος δεν βρίσκεται όταν κάποιος συμφωνεί ή ταυτίζεται μαζί του, αλλά αντίθετα όταν αναγνωρίζει την αξία του κάποιος ο οποίος στέκεται κριτικά απέναντί του.
Αν κάτι μου γέννησε αυτή η ποιητική συλλογή, ήταν το αίσθημα της ικανοποίησης. Θα ήθελα πολύ να μου δοθεί η ευκαιρία να σφίξω το χέρι της Μυρτώς Παπαχριστοφόρου και να την συγχαρώ για την εξαιρετική συλλογή και για τις επιλογές που έκανε. Μπορεί να μην συμμερίζομαι τις αισθητικές της επιλογές, μπορεί προγραμματικά να ασκώ κριτική στον μοντερνισμό και στην άποψη που έχει για την ποίηση, όμως Η Άλλη Θάλασσα με έκανε να την εκτιμήσω, με μια εκτίμηση που νιώθω σπάνια, ακόμη και με συλλογές και ποιητές που τους αισθάνομαι εγγύτερα ποιητικά. Από αυτή την οπτική, δεν είναι υπερβολή να μιλάμε πως η Μυρτώ Παπαχριστοφόρου είναι μια από τις πιο υποσχόμενες μορφές των κυπριακών (κι ελληνικών) γραμμάτων και πως έχει πολλά πράγματα να δώσει στην ποίηση και στην τέχνη. Αναμένω λοιπόν, με μεγάλο ενδιαφέρον, τα επόμενά της ποιητικά εγχειρήματα, με την βεβαιότητα πως θα είναι ποιοτικά και αξιόλογα.
0 Σχόλια