Η μοναξιά της ασφάλτου παρασύρει όσους τη διασχίζουν και τους μεταφέρει σε αρρωστημένους δρόμους χωρίς φανερά οδόσημα. Η μοναξιά της ασφάλτου είναι αδιάφορη για τα θύματα που πλανεύει και τα βάφει με τα αγαπημένα της χρώματα: κόκκινο του αίματος και του έρωτα, γκρίζο της αδιαφορίας και του εγωισμού. Η μοναξιά της ασφάλτου κάπου κάπου στιγματίζεται από άσπρες λωρίδες γέλιου, που λες και πηγάζουν από 5 μηνών μωρό, μόνο και μόνο για να εξαφανιστούν κι αυτές σύντομα, πνιγμένες από το εγωπαθές χρώμα που θέλει να κυριαρχήσει. Άνθρωποι περπατάνε ή τρέχουν πάνω σε αυτήν την άσφαλτο, χαρακτήρες που συγκροτούν ένα υπέροχο κοινωνικό και αστυνομικό μυθιστόρημα που με σαγήνεψε μέχρι το τέλος. Για άλλη μια φορά ο κύριος Μαμαλούκας προκάλεσε κάθε αισθητήριό μου, διασκέδασε με την αγωνία μου, μου χάρισε ποικίλες μορφές έκφρασης και αφήγησης, με διαφορετικό βαθμό έντασης και εκπλήξεων η κάθε μία και με πήγε σε έναν κόσμο σάπιο, άδειο, εγωπαθή και αφόρητα εθιστικό.
Τσίκης. Υπαστυνόμος Α΄. Καθίκι. Δικτυωμένος σε πρέζα και κυκλώματα νύχτας: προστασία μαγαζιών, πορνεία κλπ. Βωμολόχος, σαδιστής, κορτάκιας, προκλητικός, εριστικός, κινείται με τουπέ ακόμη και μέσα στην υπηρεσία του. Εθισμένος στην κόκα και στις γυναίκες. Αδιαφορεί προκλητικά για τη γυναίκα του, την οποία δε διστάζει και να κακοποιεί σωματικά και ψυχικά.
Πετράρχης. Πάμπλουτος. Ερωτευμένος με τη μητέρα του, την οποία αναζητά σε φυσιογνωμίες γυναικών που δε διστάζει να απαγάγει και να κλείσει στο υπόγειο της βίλας του. Εξαιρετικός μηχανικός και συλλέκτης αυτοκινήτων, με πανάκριβα μοντέλα, που τον βοηθούν όταν «επιχειρεί» με εκπληκτικές ευρεσιτεχνίες. Πώς ακριβώς θα ικανοποιηθεί αυτός ο σαδισμός του; Πόσο σύντομα θα τον εντοπίσει η αστυνομία και τι θα του στοιχίσει; Ποια είναι η μυστηριώδης γυναίκα που αφήνει να κοιμάται στο γκαράζ του αφήνοντας τις πόρτες του σπιτιού του ξεκλείδωτες;
Στέλλα. Αστυνομικός. Ένα αθώο πλάσμα που το έντυσαν στρατιωτικά, του έδωσαν ένα ξυλοπαίχνιδο και το ξαμόλησαν στους δρόμους για να πιάσει τους κακούς. Τι θα συμβεί όταν έρθει αντιμέτωπη με το πραγματικό πρόσωπο του κακού; Πόσο και πώς θα τη βλάψει αυτό; Τι θα αλλάξει στην ιδιοσυγκρασία της;
Δέσποινα. Νταντά και υπάλληλος σε βενζινάδικο και κομμωτήριο. Μπλεγμένη σε μια σχέση που σέρνεται. Τη στοιχειώνει η εξαφάνιση του αδελφού της όταν ήταν παιδιά και τους άφησαν να τον προσέχει. Ποιο είναι το Μυστικό της; Τι σχέδιο καταστρώνει για να το πραγματοποιήσει; Τι κουβαλά στο πίσω μέρος του μυαλού της; Πόσο έτοιμη είναι να τινάξει στον αέρα ζωές και ανθρώπους και πώς θα τη βοηθήσει αυτό να βρει την ευτυχία και την αγαλλίαση;
«Η μοναξιά της ασφάλτου» είναι οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων, οι οποίες μπλέκονται βαθμηδωτά, με πρωτότυπο τρόπο και με μια ένταση που κλιμακώνεται από σελίδα σε σελίδα, ακριβώς σαν τα πανάκριβα αυτοκίνητα του Πετράρχη που μπορούν να ξεφύγουν εύκολα από κάθε ανθρωποκυνηγητό, μιας και ακουμπάνε ή και ξεπερνούν τα 250 χλμ. Η αφήγηση στην αρχή είναι σχετικά χαλαρή, μιας και ο αναγνώστης γνωρίζει τα πρόσωπα, μπαίνει στις ζωές τους, νιώθει τα αισθήματά τους. Όταν ξεκινάνε όμως να εμφανίζονται οι συνεκτικοί δεσμοί τους και το ολοκληρωμένο παζλ αρχίζει πάλι να διαλύεται κομμάτι κομμάτι, το σασπένς είναι τεράστιο και οι εκπλήξεις πολλές και αναπάντεχες.
Ο κύριος Μαμαλούκας σε αυτό το βιβλίο έχει πολλά θετικά χαρακτηριστικά στη γραφή του. Πρώτα απ’ όλα έκανε κάτι που λάτρεψα: στην πορεία της αφήγησης, σε μια πόλη που δεν κατονομάζει, περιγράφει όμως ακόμη και με οδωνύμια, οπότε κατάλαβα σύντομα πως πρόκειται για την Αθήνα, κάθε φορά που τοποθετεί τη λέξη «Πόλη» στο κείμενό του τη συνοδεύει με διαφορετικό επιθετικό προορισμό! Π. χ.: «στο κέντρο της άχρωμης Πόλης», «πάνω από τη στείρα Πόλη», «Αυτή ήταν η αδηφάγος Πόλη», «μόνος μέσα στην επηρμένη Πόλη». Κατ’ εμέ ήταν ευφυές και αρκετά διαφορετικό ως ιδέα. Χωρίς να επαναλαμβάνεται ή να κουράζει δίνει, χάρη και στον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, ακριβώς αυτό το φόντο που απαιτεί η ιστορία που εκτυλίσσεται στο βιβλίο. Υπέροχα επίθετα, διαφορετικά, πρωτοπόρα, άφθονα, δίνουν στην Πόλη έναν χαρακτήρα πιο αληθινό και από τους ανθρώπους που ζουν σε αυτήν.
Η αφήγηση παίζει ανάμεσα σε ενεστώτα διαρκείας και αόριστο, μετατρέποντας το βιβλίο σε έναν ακανόνιστο παλμογράφο, μιας και η ένταση σφυροκοπά ή απαλύνει σε κάθε παράγραφο, σε κάθε κεφάλαιο. Επιπλέον, ο συγγραφέας μου χάρισε μια από τις πιο αγωνιώδεις σκηνές στο κεφάλαιο 28, όπου, παρατώντας οποιαδήποτε έκφραση και στυλ είχε ως τότε, ενδύεται τον ρόλο του θύματος, της γυναίκας που έχει βάλει τώρα στόχο ο Πετράρχης. Μέσα σε πέντε μόνο σελίδες στάθηκα στο πλάι αυτής της γυναίκας, έμαθα τα πάντα για τη ζωή της, πόνεσα με ό,τι επέπρωτο άμεσα να στερηθεί ως θύμα απαγωγής, βιασμού και δολοφονίας κι όμως δε σταματούσα να γυρίζω τις σελίδες για να μάθω τι θα συμβεί παρακάτω, παρ’ όλο που το γνώριζα κι ήταν αναπόφευκτο. Κι όταν τελείωσε, ένιωσα σα να είχα τρακάρει με υπερηχητικό αεροσκάφος.
Η ιστορία στη «Μοναξιά της ασφάλτου» τρέχει με φρενήρεις ρυθμούς και τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται στην αρχή. Ειδικά στην περίπτωση της Δέσποινας έμεινα άφωνος, γιατί κατάφερε ο κύριος Μαμαλούκας να φωτίσει ακριβώς τις πτυχές εκείνες που με προετοίμαζαν για κάτι ευχάριστο και φυσικά εντελώς διαφορετικό από αυτό που ήθελε να δείξει τελικά. Πρόκειται δηλαδή για ένα αδυσώπητο κυνηγητό γάτας και ποντικιού, όπου η απόλαυση συμπορεύεται με την αγωνία και οι ανατροπές με τη συγκίνηση.
Για τον λόγο αυτόν δεν αγάπησα πολύ τον Αμίρ, έναν λαθρομετανάστη που κινείται ανάμεσα σε αυτούς τους πρωταγωνιστές και μπαίνει στη ζωή τους για συγκεκριμένο λόγο. Είναι όμως τέτοια η ανασφάλειά του, ο φόβος του, η αδυναμία του, που αλλάζει πολλές φορές γνώμη ενώ ταυτόχρονα βλέπουμε πώς προσπαθεί να επιβιώσει σε μια αδηφάγα πόλη. Η επέμβασή του σε μια κατάσταση ήταν απαραίτητη, η ολοκλήρωση της ιστορίας του όμως με στενοχώρησε αρκετά. Ήταν τόσο έντονη η δυστυχία που πήγαζε από αυτήν που το φινάλε δε μου φάνηκε λυτρωτικό.
Το σκληρό και ωμό αυτό μυθιστόρημα συμπληρώνεται από στίχους ροκ κυρίως τραγουδιών που δίνουν μια άλλη διάσταση στην εξέλιξη της πλοκής ενώ η λεπτομέρεια των αυτοκινήτων και της μηχανολογίας γενικά, η καταγραφή των δρόμων και των περιοχών, του προσδίδουν τόση αληθοφάνεια που μπορείς αυτούσιο να το πάρεις και να το γυρίσεις ταναία, δε χρειάζεται καν μετατροπή σε σενάριο! Και η ομίχλη, αυτό το πηχτό άσπρο πράγμα που εκμεταλλεύεται τον χώρο που του ανήκει και παίζει κι αυτό με τα νεύρα μου, μιας και σε κρίσιμες στιγμές της δράσης αρχίζει να απλώνεται ακάλεστο, αναγκάζοντας τους εποχούμενους να μειώσουν ταχύτητα και άρα ρυθμό στην αφήγηση….
Ένα δυνατό, αλλιώτικο βιβλίο, με πάμπολλες αλήθειες, που φωτογραφίζει τις φανερές και κρυφές πτυχές της βρώμικης πόλης που όλοι αγαπάμε να μισούμε, γεμάτο αλησμόνητες σκηνές, αξεπέραστη γραφή, σκληρές εικόνες, αληθινούς χαρακτήρες γεμάτους αντιφάσεις και ενάργεια, που με μεγάλη μου χαρά θα ξανασυναντήσω σε επόμενο μυθιστόρημα, μιας και το τέλος με προετοιμαζει για ένα ανελέητο come back!
0 Σχόλια