Η ποιητική του Νίκου Καρούζου
«Φωνές αγάπης πανικού μεγάλες φλόγες ματαιότητας αν και δεν έχω τα γυαλιά μου»
Νίκος Καρούζος, ‘Θρίαμβος χρόνου’
Η ποίηση του Νίκου Καρούζου (1926-1990), υπήρξε αισθαντική και προτρεπτική, σταθερά προσανατολισμένη, διαμέσου διασταυρούμενων εντάσεων, προς τα πεδία της ιστορίας, φέροντας το βάρος της μεταπολεμικής-μετεμφυλιακής πολιτικής κατάστασης, αλλά και την αδημονία έκφρασης του βιώματος, το οποίο και ενσκήπτει όχι ως ‘συσσωρευμένη οργή’, αλλά ως ανά-κληση και υπενθύμιση των ‘δυναμολογικών’ προεκτάσεων του προσίδιου ‘οραματισμού’.
Η Καρουζική ποιητική[1] γραφή ανα-συνθέτει τα χάσματα του καιρού του, προσδιορίζει την ιδέα που ‘γεννάται’ στην ‘υπόγεια’ καθημερινότητα ως μείζονα ‘επεξηγηματική ύλη’, μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση της ‘ορατοποίησης’ του ουσιώδους, δύναται να ‘θυσιάσει’ και να ‘θυσιαστεί’ στο βωμό της δυνατότητας της θηλυκής μεταβολής και ζωτικής ‘τροφοδότησης’ του γίγνεσθαι, δια-περνώντας παράλληλα τα κανονικοποιημένα θραύσματα: τον ‘πανικό’ για έναν βίο δίχως ποίηση, την ‘ασύγγνωστη’ εκ-φορά του θανάτου, την μετωνυμία της ‘ανοίκειας’ νύχτας σε νυχτωδία που δια-σπείρει μαρτυρίες, ‘ιερότητες’ που περιπαίζουν τις διάστικτες ‘αναλγησίες. Βιώνοντας την ιστορικότητα κεντρομόλα, ο Νίκος Καρούζος δεν επι-ζητεί την οριστική ‘ασφάλεια’ αλλά την ‘επισφαλειοποίηση’ ενός εκάστου, την εγγραφή ενός υποκειμένου το οποίο και συνιστά ίδια ‘σπουδή’, ενσωματώνοντας ‘δόσεις’ ιστορίας, εκεί όπου «τόπος της θύελλας η ιστορία»[2], όπως επιγράφει ο ποιητής.
«Τόπος» του καθαυτό διεθνικού πράττειν εντός της εμπρόθετης ελληνικότητας του, «τόπος» της εκ-δίπλωσης μίας εξαντικειμενικοποιημένης ,προσωπική και μη ‘γραφής’ που δεν γνωρίζει παρά την ‘απάρνηση’ της, με την ιστορία ωσάν ”θύελλα” να αναγνωρίζεται όχι στη θετικότητα της αλλά στην διαπερατότητα μίας προσδοκίας και ενός εργώδους ‘οραματισμού’ ο οποίος και ‘θραύει’ συμβολισμούς και προορισμούς, με την ”θύελλα” να ‘επι-κοινωνεί’ με την ιστορία, να προσιδιάζει, ποιητικά δοσμένη και κοινωνικά νοηματοδοτούσα την ιδιαίτερη ‘βεβήλωση’ του ιστορικού χρόνου, και πλαισιώνοντας την ανθρωπινότητα με ‘βολές’ ανθρωπινότητας: «τόπος της θύελλας η ιστορία», υπό το πρίσμα του χαμού, του και Βιβλικά περίβλεπτου, της ταυτοτικής καταστρεπτικότητας που δύναται να συναρθρώσει την Angst, την αγωνία για αυτό που ‘είναι’ με εντάσεις του Καρουζικού «Απόλυτου»[3], με την Επ-ανάσταση να κατατρύχεται από τους επάλληλους νεκρούς, αναδεικνύοντας χρόνους.
Στη θέση ‘ΙΧ’ των ‘Θέσεων για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας’ του Walter Benjamin, διαβάζουμε: «Έτσι ακριβώς πρέπει να είναι και ο άγγελος της ιστορίας. Το πρόσωπο του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου εμείς βλέπουμε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός· βλέπει μία μοναδική καταστροφή, που συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων και τα εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια του».[4]
Μπενγιαμινικά σχεδόν, η Καρουζική εννοιολόγηση του «Απόλυτου», στρέφει το βλέμμα του στον «άγγελο της ιστορίας»[5], επι-φέρει την πληθυντική χρονικότητα, ‘ενσαρκώνεται’ στην εικόνα του ‘ερειπίου’ (της ελληνικής ιστορίας), στην παροντική αγωνία που παραμένει ενεργή και ακριβή, προσιδιάζοντας, από το ‘ρακένδυτα’ καμωμένο, σε μορφές και διακυβεύματα μίας ‘απελευθέρωσης’ του χρόνου[6], διαμέσου όχι της παρελθοντικής μνημοσύνης αλλά της αξίωσης του εν-σώματα στρατηγικού, με το «Απόλυτο» να συστηματοποιεί και να επι-φέρει στο νεκρό εκ νέου το όπλο του, τονίζοντας ”ερείπια επί ερειπίων” και δυνάμενο να εκπληρώσει τον πρωταρχικά νεκρό στη ‘φορτισμένη’ και ζώσα παροντικότητα, ενέχοντας όχι την ‘υπόσχεση’ αλλά την επι-γενόμενη στην ευρύτητα της ιστορία, το μέλλον που δεν χαρίζεται παρά στην παροντική του εμμένεια.
«Δίχως θέαση το Απόλυτο λιμοκτονεί μα η ώρα του θα’ ρθει ωσάν ορμητική βλάβη της αντικειμενικότητας χρήσιμο αναβλύζει απ’ το άχρηστο».[7] Η ώρα του δύναται να καταστεί ώρα εμμενούς πλήρωσης, δίχως επίγνωση σιγουριάς, αλλά, με μία ιδιαίτερη Καρουζική ποιητική τροπικότητα, αναπαραστασιακή προβολή της μαζικής ιστορικής, στρεβλωτικής και ετερογενούς πορείας, με το Απόλυτο» που «θα’ ρθει»[8] να αποτελεί ίδιον ‘παίγνιο’ ιστορίας, ‘παίγνιο’ του εντατικού με το ορθολογικό, αντλώντας από το ”άχρηστο” την πολυ-σημία του: οι δείκτες ευρίσκονται στη μοναδικότητα του ‘παντός’.
Το πολυσχιδές και ετερογενές «Απόλυτο» είναι το καθημερινά ευαίσθητο, το πραγμολογικό στοιχείο της γενεαλογικής ευαισθησίας, η Επ-ανάσταση επί των πάντων ως εν-συναίσθηση. Εγγεγραμμένος ο ίδιος σε ένα ευρύτερο ποιητικό ενέργημα και πράττειν, ο Νίκος Καρούζος επιτυγχάνει συναρθρώσεις γλώσσας και περιεχομενικότητας που τείνουν σε έναν οριακά ‘ηδονοβλεπτικό’ πειραματισμό με την πραγματικότητα, προϋποθέτοντας την προσέγγιση δια της ιστορίας και της ιστορικής τομής, όσο τομή, εγκάρσια τομή υπήρξε η, διαμέσου τελετουργικών συμβολισμών ‘θριάμβου’, αναπαραγωγή του εθνικού στη μεταπολεμική Ελλάδα, το ‘τραύμα’ του να εκτίθεσαι στην ιστορία, σημαίνοντας και χαμηλόφωνα το ‘απέριττο’ ενώπιον του κοινωνιο-οντολογικά ‘ανείπωτου’: παράδοξα μετρημένοι στην περιώνυμη ποιητική και βαθυ-δομική του «Γραικολάνδη», στην επιδραστικά και αξιο-θεμελιωτικά ενσκήπτουσα στις ρίζες της «ηθικά εγγαστρίμυθη Γραικολάνδη»[9], η οποία συντίθεται από τις ιδιότυπες εκφάνσεις ενός απερίσταλτου ‘εξαιρετισμού’, κοινωνικά-μικροαστικά ουσιαστικοποιημένου στην εικόνα ενός ‘μικρού-θεού’ (ενός μίκρο-Καισαρισμού), στην Καρουζική «Γραικολάνδη» των θαυμάτων, της ‘μητρικής’ ηθικότητας που ανεστραμμένα καθίσταται άσκηση ετερο-κανονικότητας, που αναλαμβάνει να αποδώσει το ‘Δίκαιο’ ως ‘παύση’ και ως, δίκην εσχατολογίας, εκπλήρωσης: βία επί του δίχως θέση διά-κενου, ‘Gewalt’ προ του κοινωνιο-γλωσσικού ‘βιό-κοσμου’ όπως προσωποποιείται στην περίπτωση του Ζαχαρία (Ζακ) Κωστόπουλου.
Η Καρουζική συγχρονική «Γραικολάνδη»[10] ‘τρέφεται’ από τις ίδιες αντινομίες της, ‘θριαμβολογεί’ το πένθος της, στο σημείο όπου ο ποιητής, δέκτης μηνυμάτων, συν-διαλέγεται με της φαντασιακές αναχαιτίσεις της ιστορίας, ανα-καλώντας τον και τους ενδιάμεσους κρίκους της ιστορίας, τις ‘Εστίες’ που ‘εδαφοποιούν’ το υποκείμενο, μορφικά και καθημερινά.
Αναφερόμενος στην ποιητικότητα του Νίκου Καρούζου, ο Σάββας Μιχαήλ αναφέρει πως «ενώ η ποίηση του της πρώτης περιόδου παραμένει υπαρξιακή, ανοιχτή βέβαια στο κοινωνικό πρόβλημα αλλά με την αγωνία της ιστορίας να ρέει υπόγειο ποτάμι, τώρα, όταν μπαίνει στην κεντρική περιοχή της ωριμότητας της, αφήνει την Ιστορία να ξεπηδάει από το υπαρξιακό στόμιο, όπως το αίμα από την καρωτίδα που μόλις κόπηκε».[11]
Εντός ιστορίας[12], εντός της μεταβαλλόμενης χώρας, αυτής της ‘Land’ των εγκλήσεων στο ουσιωδώς ‘γόνιμο’, το ποιητικό πράττειν του Νίκου Καρούζου μετέχει των υποκειμενοποιημένων ‘ραδιουργιών’ του σώματος και του εγκιβωτισμένου κατόπτρου (spectrum), που τώρα όχι μόνο μεγεθύνει αλλά αποδίδει και ίσες αναλογίες, προκαλώντας σε αυτό που η Αθηνά Αθανασίου ορίζει ως «αναδιεκδίκηση του κοινωνικού και του πολιτικού χώρου»[13], με μία αισθητική απεύθυνσης στη Μαρία ως ‘ένωση’ των αντιθέσεων, στη Μαρία του φίλου και της άφιλης παρέκκλισης, στη Μαρία[14] του ενεστωτικού ορίζοντα και στις Μαρίες του καιρού του: «Θα’ θελα να πω τη μοναξιά μου στα λαμπερά σου Ματόκλαδα μικρούλα Μαρία της υπάρξεως που δεν έχει χρονικές ποσότητες ούτε συσσωρεύεται στους ορόφους της γραφειοκρατίας. Είσαι φλόγα κι ανατρέφεις μόνη σου το φως έως την έσχατην ώρα του Ιησού με αστραπές φιλόξενες απέναντι στην ταπεινή μας όραση. Κι άμα βρέχει νιώθουμε παράξενη ευτυχία».[15] Αναφέροντας μία και ‘αδιάκριτη’ συν-ταύτιση, ο ποιητής δεν προστρέχει παρά βαδίζει ορμητικά, επαναπροσδιορίζοντας τους όρους απεύθυνσης της ποιητικής γλώσσας, την διάχυτη ‘ερωτικότητα’ της φυγής, και τους λυρισμούς της δια-γενεακής συγκρότησης, προσιδιάζοντας σε μία αχαρτογράφητη κίνηση: «οφείλουμε την οπτασία»[16], ή, όπως επισημαίνει ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος: «Ω αιώνα, πως παίρνοντας ξωπίσω τα τροχόσπιτα εμίσευες σκυφτός για τις ομίχλες; Σπέρμα του κροταλία έσχιζε τις συκιές ο χρόνος άλαλος μες στις κερήθρες».[17]
Στην ποίηση[18] του Νίκου Καρούζου απαντώνται διαφορικά ονόματα, η ίδια ονοματοδοσία της στιγμής, το ‘θέαμα’ του ‘ενεργείν’. Η ποίηση του διακόπτεται και διακόπτει, ενεργεί ή αλλιώς επενεργεί στο μέσον της ‘παύσης’, της θεωρούμενης ‘παύσης’, αναπαράγοντας τις ωφέλειες του χρόνου, του σώματος που σημαίνει τον χρόνο, το ρήγμα και την φορτική τροπή.
Πέραν του ορίζοντα του κατά Lauren Berlant «καταθλιπτικού ρεαλισμού»[19], η Καρουζική ποιητική γλώσσα δύναται να διευρύνει τα όρια και τα πεδία των επάλληλων δυνατοτήτων, αναφέροντας και μη-σχετικοποιώντας την έννοια του «Απόλυτου» στο έδαφος του ‘κοσμο-λογικά ανέγγιχτου’, προχωρώντας στην ανεστραμμένη πρόσληψη λέξεων-‘αλμάτων’ που προσδιορίζουν μία παροντικότητα που εκθέτει την μεταβολή ως ‘έκπληξη’, συναρμογή αντιθέτων στον ‘μυητικό’ χρόνο. Η ποίηση του δια-κρίνεται για την, διαμέσου της απορίας, οριακής αμφισημίας της μορφής, λειτουργεί ως ίδιο συμβάν ανοιχτό σε άλλα συμβάντα, τελώντας υπό το πλαίσιο της ανισομερούς κατανομής: η Καρουζική λέξη-γλώσσα δεν πασχίζει να προφτάσει, αλλά να επανεφεύρει τους κύκλους της, θεμελιώνοντας την ιδιαίτερη ευαισθησία του επί της μορφής: από καθημερινή μίκρο- ιστορία σε ιστορία έως την σχεσιακή εκ-θεμελίωση του Ναού, εκεί όπου η δυνητικότητα υπαινίσσεται και συγκροτεί τους όρους της «θύελλας».
Ο ποιητής, ‘στρέφει την προσοχή μας «στον ορίζοντα των πολλαπλών δυνατοτήτων που το εκτυλισσόμενο Πραγματικό κυοφορεί, εκεί όπου το συμπτωματικό μπορεί, υπό την κατάλληλη συναστρία, να αποδειχθεί αναγκαίο»,[20] για να παραπέμψουμε στον Βαγγέλη Κούταλη, νοηματοδοτώντας το και τα ίχνη της Οιδιπόδειας συμβολής στην πτώση, λειτουργώντας ως ιδιαίτερο «Σημείο-Signum»[21], με τις τριπλές του διαιρέσεις πριν και ενώπιον του «Απόλυτου» ως γνωσιο-πρακτική που ανασύρεται από την ερριμενότητα της ίδιας αναγνώρισης του: ‘σύλληψη’ μορφών, του σπαράγματος του καιρού, αναπαράσταση του Νόμου σε ίδια και ‘άλλη’ κλήση, υπό το πρίσμα μίας έγκλησης και δράσης στη ”Γραικολάνδη” η οποία μετρά την αξία και την αυταξία της σε ιστορία, γράφοντας και ανα-γράφοντας την ποίηση ως ‘μη-πανάκεια’.
Το ποιητικό σημείο, αυτό το εκτατικό ”Signum”, επι-φέρει το «rememorativum», το «demonstrativum», και το «pronosticum»[22], ήτοι το μνημονευόμενο, το αποδεικτικό και το προγνωστικό, σε έναν αστερισμό ‘συναλλαγής’ με την ”οπτασία” επί του Καρουζικού ”Απόλυτου”, της εκ νέου στροφής στη θεωρία του αντάξιου περιεχομένου που δύναται να παραγάγει την ιστορία στη λέξη που απελευθερώνει: η πρόσδεση (ή και ο ιδιαίτερος ‘καημός’) ως ποίηση, μεταπολεμική ποίηση. Η ποίηση επιστρέφει στις ‘πηγές’ του καθεαυτά λιτού στοιχείου, ενέχοντας την αδημονία της ανάπτυξης, της καθημερινοποίησης του λόγου και των προοπτικών της.
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
_____
[1] «Η ουσία του προβλήματος της ποίησης», τονίζει ο Ισπανός ποιητής Λουΐς Θερνούδα, «είναι η σύγκρουση μεταξύ της πραγματικότητας και της επιθυμίας, μεταξύ της εμφάνισης και της αλήθειας, εκείνη που μας επιτρέπει να φτάσουμε σε μια ματιά από την πλήρη εικόνα του κόσμου που δεν γνωρίζουμε». Βλέπε σχετικά, Σχορετσανίτης Γεώργιος, ‘Οι ταξιδιωτικές και ποιητικές περιπέτειες του Λουΐς Θερνούδα’, Περιοδικό ‘Οδός Πανός’, Τχ. 180, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018, σελ. 4.
[2] Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Οι επενδύσεις μου στην Κόλαση’, Ποιήματα Β’, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, 1994, σελ. 33.
[3] Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Θερινά κριτήρια…ό.π., σελ. 45.
[4] Βλέπε σχετικά, Benjamin Walter, ‘Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας’, ‘Θέση ΙΧ’, Λέσχη των Κατασκόπων, Δεύτερη Έκδοση, Αθήνα, 2014, σελ. 15-16.
[5] Ο Μπενγιαμινικός «άγγελος» κινείται εντός και πέραν της ‘αγγελολογίας’ του, εστιάζοντας στην εικόνα επί του Νόμου, στη σπερματική επανοικειοποίηση του και των ‘ερειπίων’: ‘αυτό που είναι ή καθίσταται δικό μας’, όχι κτητικά παρά γνωσιο-θεωρητικά ατελές.
[6] Η χρονικότητα καθίσταται μη-παρενθετική, νοηματοδοτεί και νοηματοδοτείται από την εμμένεια του ‘αγνώστου’, του ‘άδηλου’ και του ‘ανείπωτου’ που επι-φέρει το μέλλον: «Ως κι ο σοφός γέρων Τειρεσίας με την τόσο εξαίρετην ακοή του, με τα τόσο κραταιά πουλιά του -στάθηκε αδύναμος, λειψός, μπρος στο άδηλο μέλλον μας. Τίποτε δεν άκουσε σχετικό, ήχος κανένας δεν έφτασε απ’ τους άγνωρους κ’ έρημους δρόμους του μέλλοντος». Βλέπε σχετικά, Αγρόδημος Ραφαήλ, ‘Τειρεσίας’, Περιοδικό ‘Οδός Πανός’, Τχ. 180, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018, σελ. 58. Το και τα υποκείμενα διεκδικούν τμήματα του χρόνου, μετουσιώνοντας το συμβάν σε ‘σπερματική γραφή’.
[7] Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Θερινά κριτήρια…ό.π., σελ. 45.
[8] Το «Απόλυτο» «θα έρθει» με όρους χωρο-χρονικής εκπλήρωσης και επανατοποθέτησης της απορίας, της απορίας επί της γλώσσας και του αίματος.
[9] Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Η αμμώδης ανάληψη…ό.π., σελ. 357.
[10] Η «Γραικολάνδη» αποτελεί Πραγματικό που συστηματοποιεί τους κανόνες ‘προστασίας’ της, ‘οντοπολογία’ της μείζονος μετουσίωσης του γεωγραφίας σε πραγματική ιστορία, όπως και της σύναξης σε ιδιότυπη ‘μοίρα’ αυτού του τύπου: ‘Εδώ είναι Βαλκάνια’ και ‘ιστορία γράφουν οι παρέες’.
[11] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Νίκος Καρούζος, Έκτωρ Κακναβάτος: Η Κροστάνδη της Μεταπολίτευσης και η Μεταπολίτευση ως χάος’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 277-278.
[12] «Η ιστορία συλλαμβάνει το συμβάν, είναι η πραγμάτωση του σε καταστάσεις πραγμάτων, αλλά το συμβάν, στο γίγνεσθαι του, ξεφεύγει από την ιστορία. Η ιστορία δεν είναι πειραματισμός, είναι μόνο το σύνολο των όρων για κάτι που ξεφεύγει από την ιστορία». Η ιστορία δύναται να καταστεί το «σύνολο των όρων» για την επανεπινόηση του ‘είναι’ της. Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Ουτοπία της Εμμένειας. Η Επανάσταση στους Deleuze και Guattari’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 292.
[13] Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Κριτικές και αντιστάσεις’, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2012, σελ. 98.
[14] Το πρόσωπο της μικρής Μαρίας, σπαράσσεται από επάλληλες προβολές μορφών και χρόνων, σημασιοδοτεί την προσδοκία μίας ίδιας και ‘άλλης’ προσίδιας κρίσης, αρθρώνει την εσταυρωμένη κίνηση: όπως η Μαρία στάθηκε δίπλα στον Ιησού που ευρίσκονταν πάνω στο Σταυρό, έτσι και η μικρή Μαρία δύναται να σταθεί και να ‘διαυγάσει’ επάλληλα ζεύγη δίπλα στο χρόνο, ομνύοντας στην δι-ιστορικών διαστάσεων και ανισόρροπων εκτάσεων, ‘οπτασία’. Το εντατικό καθίσταται τμήμα μίας γενιάς που ως μικρή Μαρία, (το όνομα ως ‘αλυσιτελής’ αντίδραση) εκ-βάλλει στην επιφάνεια, ‘θερμαίνοντας’ προσδοκίες, εξάρσεις, χαρμολύπες.
[15] Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Χαράματα΄, Ποιητική Συλλογή, ‘Θρίαμβος χρόνου’, Επίμετρο: Λαλουδάκη Ελισάβετ, Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 1997, σελ. 23.
[16] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Νίκος Καρούζος, Έκτωρ Κακναβάτος…ό.π., σελ. 278. Την ανθρωπο-κεντρική ‘οπτασία’, ωσάν θηλυκή ύπαρξη.
[17] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Νίκος Καρούζος, Έκτωρ Κακναβάτος…ό.π., σελ. 275.
[18] Ένα «ρυθμικά σκεπτόμενο αίσθημα» καθίσταται το ποίημα, σύμφωνα με τον ποιητή Αντώνη Φωστιέρη. Βλέπε, Πατρώνης Τάσος, ‘Μαθηματικά & Ποιητική του Κοινωνικού Χωροχρόνου: έξι + μία διαφορετικές γραφές με λειτουργικά κοινά σημεία’, Περιοδικό ‘Οδός Πανός’…ό.π., σελ. 63.
[19] Αναφέρεται στο: Αθανασίου Αθηνά, ‘Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Κριτικές και αντιστάσεις’, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2012, σελ. 98.
[20] Βλέπε σχετικά, Κούταλης Βαγγέλης, ‘Η Πέτρα που θραύει την εικόνα: Η έννοια της επανάστασης και η χρονικότητα μιας εξιδεικευμένης επιστήμης’, Περιοδικό ‘Θέσεις’, Τεύχος 113, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010, http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1128&Itemid=29.
[21] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Ουτοπία της Εμμένειας. Η Επανάσταση στους Deleuze και Guattari…ό.π., σελ. 292. Το συγκεκριμένο ‘Σημείο’ ως μετάβαση σε έναν ‘τόπο’ ή σε ‘οντοπολογία’ που διαρκώς ανα-συνθέτει τις προϋποθέσεις της, που παραμετροποιείται στην αρχή του ‘καθολικού’, εγκολπώνεται στις αναλύσεις των Deleuze και Guattari για τον Παρισινό Μάη του 1968 και εκκινεί γνωσιο-θεωρητικά από την Καντιανή προβληματική για την Επ-ανάσταση έτσι όπως αναπτύσσεται στη ‘Διένεξη των Σχολών’.
[22] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Ουτοπία της Εμμένειας. Η Επανάσταση στους Deleuze και Guattari…ό.π., σελ. 292. Το μνημονευόμενο, το αποδεικτικό και το προγνωστικό αποτελούν τις ίδιες θέσεις του βαθέος ‘Σημείου’ που εκκινεί από μία εμμένεια που μετατοπίζει στιγμές, συν-διαλεγόμενο με την Καρουζική απεικόνιση της «θύελλας», ή αλλιώς, της ιστορίας ως «τόπου της θύελλας» και της εκ-δίπλωσης πολλαπλασιαστικών ‘δυναμολογιών’ που επιταχύνουν μαζικά και ριζικά, επιβραδύνοντας παράλληλα στην ευρύτητα ανάδειξης του προτάγματος: το Καντιανό ‘Σημείο’ ως Καρουζική «θύελλα», ως ‘πρόνοια’ και ως πλήρωση δίχως ‘Προφητεία’: το πλήθος ενώπιον πλήθους.
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια