Το μυθιστόρημα του Πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου (Jose Saramago)[1], με τον χαρακτηριστικό τίτλο ‘Κάιν’, παρεμβάλλεται στις πλαισιώσεις-‘μονοπάτια’ της ανθρώπινης-θρησκευτικής ιστορίας, συν-διαλέγεται με τους όρους των Βιβλικών αναφορών-συμβολισμών, εκκινώντας από την ίδια επωνυμία: Κάιν.
Ο Πορτογάλος συγγραφέας, εκ-διπλώνει τις λογοτεχνικές του αρετές που περιλαμβάνουν την αίσθηση της απώλειας, την σαρκαστική και ‘σπαρακτική’ συνάμα ειρωνεία, τους ‘αστερισμούς’ της απόκλισης, ενέχοντας παράλληλα τις εκφάνσεις μίας ‘χειμαρρώδους’ και σπειροειδούς γραφής η οποία, ελίσσεται & ανελίσσεται προσλαμβάνοντας χαρακτηριστικά απορίας για αυτό που επιτελείται και για αυτό που εκ-λείπει, την ίδια στιγμή που το περιώνυμο ‘διαφορικό’ φαντασιακό ‘κεφάλαιο’ ‘διεισδύει’ στο πεδίο της πραγματικότητας, αναπλαισιώνοντας την διαρκώς.
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου συγκροτεί ένα υποκείμενο που αναμετράται με την συνειδητότητα πέρα από το καλό και το κακό: με την συνειδητότητα που επι-καθορίζει μία πρακτική και ένα γίγνεσθαι, με την λέξη, με την γλώσσα που παράγει ελλειπτικές προσδοκίες, με την πλαισίωση του ίδιου του θανάτου.
Ο Κάιν, ο φονιάς του αδελφού του Άβελ, προσδιορίζει εκ νέου τον ‘χωροχρόνο’, διαπερνά μείζονες στιγμές της ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης, διακρατώντας το πνεύμα της ανατροπής, το υπόδειγμα μίας φόνευσης, που, πέρα από το αίμα του αδελφού του Άβελ, φέρει και το δικό του αίμα. Θύτης και ‘θύμα’ της μοναδικότητας της ‘αλήθειας’, περιπλανιέται στον τόπο της αγωνίας, μετατοπίζεται μεταξύ του ‘χάους’ της αναγνώρισης και της ‘ευφορίας’ της απόφανσης που φέρει κάτι από τον ίδιο του τον εαυτό: την ‘μύηση’ στο παιγνιώδες στοιχείο.
Ο Κάιν αμφισβητεί τις εννοιολογήσεις της θυσίας, προσφέρει τον οβολό του στο αίμα για να σταθεί, την κρίσιμη στιγμή ενώπιον του Θεού. Στο κρισιακό και ‘διαφορικό’ σημείο της ρήξης, ο Ζοζέ Σαραμάγκου αφήνει το ίδιο το συμβάν να διηγηθεί, εκεί όπου, ενώπιον της πρωταρχικής θεϊκής ‘σοφίας’, ο Κάιν εγγράφει το πλαίσιο των επάλληλων διερωτήσεων: τι σημαίνει & ποιες είναι οι όψεις της ηθικής ακεραιότητας; που ευρίσκεται ο Μεσσίας; ποιες είναι οι εννοιολογήσεις της ‘θυσίας’, της θρησκευτικής πίστης για το άπειρο; Ποια είναι η γλώσσα που ‘φονεύει’; Ποιος είναι ο συμβολισμός του θεϊκού ‘Νόμου’ που καταπίπτει ως προϋπόθεση, ως αξίωση εξιλέωσης; Ποια είναι η θέσεις ή ποιες είναι οι θέσεις της χριστιανικής θρησκείας (και των άλλων θρησκειών) στο διάβα των αιώνων;
Αποφεύγοντας την παγίδα της απλοϊκής αφέλειας, ο Σαραμάγκου συγκροτεί το ‘είδωλο’ του ανθρώπινου, της ανθρωπινότητας, διαμορφώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση μίας παράδοξης ‘αθεμιτουργίας’ η οποία πραγματώνεται στην πρόσκαιρη σιωπή του Κάιν προ της τελικής απόφανσης-κρίσης του Θεού, στο πλαίσιο όπου ο Κάιν, βιώνοντας το όριο και το εμπόδιο, εξεγείρεται. Στο αμφίδρομο λεκτικό ‘παίγνιο’, η ενοχή δεν επιστρέφει παρά ‘επανασυλλαμβάνεται’, ανανοηματοδοτείται για να ‘εκραγεί’ την κατάλληλη στιγμή, την στιγμή που ο Σαραμάγκου δομεί την κουλτούρα του ανθρώπινου σώματος: σώμα την στιγμή της οριακής ‘μάχης’. Η πραγμολογική τομή επέρχεται.
Αντιστρέφοντας με προσήκουσα διάθεση το ιδεατό, ο Κάιν διαμφισβητεί το πνεύμα της ‘θυσίας’ για το καλό, το πνεύμα της θεϊκής εκδίκησης και εκκαθάρισης, της ιστορικότητας του αίματος για το ‘τέλεια καμωμένο’ προσιδιάζοντας παράλληλα, διαμέσου της χρησιμοποίησης της γλώσσας της διαρρύθμισης, στην ανάδυση της εκτός σχεδίου ατομικότητας: «Δεν μπορώ, όταν ο θεός δίνει το λόγο του δεν τον παίρνει πίσω, θα πεθάνεις από φυσικό θάνατο και τα όρνια θα κατασπαράξουν τη σάρκα σου, Ναι, αφού πρώτος εσύ μου έχεις κατασπαράξει το πνεύμα».[2]
Στην τελική στιγμή του διαλόγου, η ενοχή ανανοηματοδοτείται, και ο Θεός, δεν μένει εκτός κάδρου ευθυνών, με τον Κάιν να αποτείνει, από την ‘τυραγνισμένη’ και ‘παλλόμενη’ σάρκα, από το ‘παλλόμενο ‘σώμα την ενοχή για τον ‘ευνουχισμό’ του, που δεικνύει μία προσίδια ιστορικότητα θρησκευτικών αποκαλύψεων.
Με την παρούσα αίσθηση της Σαραμαγκικής αυτοτέλειας, ο Κάιν δεν καθίσταται απλά ο πρώτος ‘αντάρτης’ όπως θέλει μία λογοτεχνική κριτική-απόδοση του Σαραμαγκικού μυθιστορήματος, αλλά καθίσταται και λειτουργεί, στα Σαραμαγκικά συμφραζόμενα, ως το πρωτεϊκό ατομικοποιημένο υποκείμενο που διεκδικεί την ‘ανίερη’ γλώσσα, την χειραφέτηση από το κάλεσμα, την κριτική, την διαμφισβήτηση και την ίδια την εξέγερση διαμέσου της παρατήρησης και της δι-επαφής.
Τον θάνατο ως συνείδηση. Ο Κάιν, ως άλλος ‘Νάρκισσος’, παραμένει ερωτευμένος με την δική του εικόνα. Το αίμα, μετά από τα ‘Σόδομα και τα Γόμορρα’, χύνεται εκ νέου. Από την ‘μήτρα’ του ‘τώρα’, προκύπτουν αισθήσεις.
Ενώ ο Θεός τιμωρεί, η ελπίδα του Κάιν, συνίσταται στην μαρτυρία, στο διάβημα: Και τώρα ενώπιος ενωπίω. Σε αυτόν τον διάλογο-πέρασμα, ο συγγραφέας διαμεσολαβεί έναν ορθολογικοποιημένο, άλλοτε λελογισμένο και άλλοτε ριζοσπαστικό διαλεκτικό αθεϊσμό που αποτελεί προϊόν της ‘μαθητείας’ του στην προσίδια διαλεκτική του ‘γιατί’, σε ένα ‘γιατί’ που δύναται να ‘ρηγματώσει το ‘απαραβίαστο’.
Θέτοντας τον Κάιν ενώπιον της δυαδικότητας Θεού & ανθρώπου, ο Ζοζέ Σαραμάγκου καταθέτει ένα μυθιστόρημα που ομνύει στην δυνατότητα της λογοτεχνικής γλώσσας να αναπαριστά το αβίαστο, την οργή ως ανάγκη, την διαλεκτική ως άθροισμα προτεραιοτήτων, την δια-αμφισβήτηση της παντοδυναμίας ως κίνδυνο αλλά κύρια ως ‘ευφορία’, την πολλαπλότητα ως εικόνα του γίγνεσθαι.
Συναρθρώνοντας την Τολστοϊκή δυναμική του καθημερινού με την Ντοστογιεφσκική πλαισίωση του ‘σκοτεινού’, ο Ζοζέ Σαραμάγκου αποτυπώνει την θέση: η δυνατότητα της πράξης είναι η δυνατότητα του να ομιλείς παράταιρα.
Ο Σαραμάγκου φέρει το πλαίσιο της σχεσιακότητας, της ‘ακόρεστης’ δίψας, της κριτικής και της στηλίτευσης ενός θρησκευτικού πιστεύω (η θεϊκή ‘σοφία’ ως θεμέλιος λίθος της χριστιανικής σοφίας), μίας Βιβλικής αναφοράς που δια-κρατεί τις δικές της ‘αληθινές’ και ‘μοναδικές’ αποφάνσεις. Και στο πρόσωπο του Κάιν, επιφέρει μία ιδιαίτερη θεατρικότητα, μία απουσία φόβου, καθιστώντας την μυθιστορηματική γραφή αντίστροφη: από το τέλος, καταλήγει στην αρχή, στην αρχή μίας νέας περιπλάνησης & μίας νέας περιπέτειας.
Και όπως επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας, γράφοντας στο ‘Τελευταίο Τετράδιο’ του για το μυθιστόρημα του το ‘Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο’: «δίπλα στο δικαίωμα να γράφω, έχω προσθέσει, με δική μου πρωτοβουλία και ρίσκο, άλλο ένα που απαγορεύεται στον καθολικό: το δικαίωμα να αμαρτάνω. Ή, με άλλα λόγια, το εντελώς ανθρώπινο δικαίωμα στην αιρετική άποψη».[3]
Το ίδιο δικαίωμα που προσδιορίζει και στον ‘Κάιν’.
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
_____
[1] Η μετάφραση της Αθηνάς Ψύλλια, αποδίδει την ευρύτητα του Σαραμαγκικού κειμένου στα Ελληνικά, συναρθρώνοντας την ιδιαίτερη λογοτεχνικότητα του Ζοζέ Σαραμάγκου με το εν γένει ριζοσπαστικό του πνεύμα.
[2] Βλέπε σχετικά, Σαραμάγκου Ζοζέ, ‘Κάιν’, Μετάφραση από τα Πορτογαλικά: Ψύλλια Αθηνά, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2010, σελ. 152.
[3] Βλέπε σχετικά, Σαραμάγκου Ζοζέ, ‘Δικαίωμα να αμαρτάνω’, Το Τελευταίο Τετράδιο/ Κείμενα που γράφτηκαν για το blog, Μάρτιος 2009- Ιούνιος 2010, Μετάφραση από τα Πορτογαλικά: Ψύλλια Αθηνά, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2011, σελ. 157.
0 Σχόλια