Με τον ευρηματικό τίτλο «Μαινάδες του Κηφισού» και υπότιτλο «Ιστορίες από νερό κι αλάτι», η Ελένη Στασινού με το γνωστό ύφος τής γραφής της μας ταξιδεύει πίσω στη δεκαετία του ’50. Τούτη τη φορά όμως ο αναγνώστης, ο οποίος σίγουρα θα κάνει την ίδια κίνηση που έκανε ο γράφοντας, την ίδια κίνηση που κάνει κάθε αναγνώστης, θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια ερώτηση που δεν είναι βέβαιο πως ζητά απάντηση γιατί απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα δεν είναι διόλου εύκολο να δοθούν! Ρωτά η Στασινού στο οπισθόφυλλο: ‘Υπάρχει θάνατος που μπορεί να χαρακτηρισθεί «κομψοτέχνημα»;’ Κι ακριβώς από κάτω συνεχίζει: ‘Να είναι αλήθεια πως ο έρωτας μπορεί να ζωντανέψει ένα νεκρό σώμα;’. Πώς να σταματήσει την ανάγνωση του βιβλίου ο άμοιρος ο αναγνώστης όταν οι ερωτήσεις αυτές είναι σίγουρο πως θα κεντρίσουν την ψυχή του και θα την ωθήσουν να αναζητήσει τις απαντήσεις όχι μόνο μέσα στο βιβλίο αλλά κι έξω από αυτό, στο μυαλό και τις σκέψεις της συγγραφέως!
Το μυθιστόρημα είναι ένα αριστοτέχνημα! Αυτή η πρόταση μπορεί να περιγράψει επακριβώς τις Μαινάδες του Κηφισού από τις εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ. Για να γράψει κανείς τις σκέψεις του για το βιβλίο, αφού έχει κατανοήσει πλήρως την ιστορία αλλά κυρίως τη φιλοσοφία πίσω από αυτή και πίσω από τις γραμμές του, προϋποθέτει να μπορέσει πρώτα απ’ όλα ο ίδιος να έχει τη δυνατότητα να εκφέρει το λόγο του με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που διάβασε στο βιβλίο ειδάλλως θα το αδικήσει όσο φιλότιμη προσπάθεια κι αν κάνει, ως εκ τούτου οφείλω εκ προοιμίου να κάνω σαφές πως αυτές οι γραμμές που με μεγάλη αγωνία καταθέτω εν είδη γνώμης, ίσως δεν αντιπροσωπεύουν και δεν αναδεικνύουν τη μεγάλη του αξία.
Οι Μαινάδες είναι μια πολυεπίπεδη, πυκνογραμμένη ιστορία, με πολλούς χαρακτήρες, δοσμένη με τη λυρικότητα της πένας της κυρίας Στασινού, λυρικότητα όμως που χαρακτηρίζεται από το έντονο στοιχείο του ζωντανού διαλόγου που εμπλουτίζει το μυθιστορηματικό στοιχείο και αναδεικνύει το βαθύτερο κόσμο και τον ψυχισμό των ηρώων που με μαεστρία πλάθει η συγγραφέας. Η αγάπη, το πάθος κι ο έρωτας με φόντο τον Κηφισό και τις αλυκές και στο βάθος τον εμφύλιο, μπλέκουν με το αλάτι που δρα ως το συνεκτικό στοιχείο όλων των επιμέρους στοιχείων που συνθέτουν την ιστορία. Δε λείπει η βία μέσα από την οποία αναζητείται η λύτρωση, το δίκιο και το άδικο παλεύουν με τη μοίρα, ενώ πίσω από τις λέξεις η Ελένη Στασινού θέτει σοβαρά φιλοσοφικά ερωτήματα αλλά και δύσκολα υπαρξιακά που μετατρέπουν το βιβλίο σε κάτι λίγο διαφορετικό από ένα απλό μυθιστόρημα.
Η αφηγηματική δεινότητα της συγγραφέως είναι γνωστή, την είχαμε συναντήσει και στα προηγούμενα βιβλία της, αλλά σε τούτο έχει ξεπεράσει ίσως ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό. Ταξιδεύει τον αναγνώστη στο χρόνο, εντέχνως κρύβει τα μυστικά που φανερώνονται στην πιο κατάλληλη στιγμή, έχει ανατροπές που δεν τις περιμένει κανείς, μεγαλώνει την αγωνία του με κάθε γύρισμα της σελίδας. Οι πέντε Μαινάδες, τα πέντε κορίτσια που από την πρώτη κιόλας σελίδα ομοιάζουν με «ένα περιβόλι μυρωδιές», και η αλμύρα που κυλά ανόθευτη σε όλο το βιβλίο ποτίζουν την ψυχή του αναγνώστη με αληθινή λογοτεχνία, με εκείνο το στοιχείο που είναι απαραίτητο για να γίνει καλύτερη, με Τέχνη.
Δε θα απαντήσουμε βεβαίως στα ερωτήματα της συγγραφέως που αναφέραμε στην αρχή των σκέψεών μας, θα αφήσουμε τον αναγνώστη να βρει και να δώσει την απάντηση ξεκινώντας από το υπέροχο εξώφυλλο αυτού του βιβλίου και φτάνοντας μέχρι την τελευταία λέξη του αλλά και τα Παραμύθια του αλατιού στο τελευταίο επιμύθιο.
Συμφωνώ απόλυτα με την κριτική σας !