Απ’ όλα αυτά που «χρωμάτισαν» την παιδική μου ηλικία, απ’ όλα αυτά που με παίδεψαν, με εκπαίδευσαν και στην πορεία, αποδείχτηκε στην πράξη αν με «ομόρφυναν» ή με στοίχειωσαν, τίποτε δεν έμεινε αναλλοίωτο. Ο χρόνος τα πέρασε όλα ένα λούστρο: το υπέροχο αναγνωστικό που το θυμάμαι με τρυφερότητα για το «Λόλα να ένα μήλο» με τη νοσταλγική, παλιομοδίτικη εικονογράφησή του και που τότε, όποτε το άνοιγα, ίδρωναν οι παλάμες μου, τα λευκώματα με τις αφιερώσεις από φίλους και συμμαθητές και τα αστεία, παιδιάστικα ψευδώνυμα που υπογράφαμε και κάλυπταν τις αθώες φαντασιώσεις μας και που υπήρχε πάντα μια ανυπομονησία – σχεδόν αγωνία – να διαβάσουμε τα σχόλια και να πάρουμε την αποδοχή και την επιβεβαίωση που τόσο λαχταρούσαμε. Η ασπρόμαυρη τηλεόραση, η ΥΕΝΝΕΔ, οι ελληνικές ταινίες του σαββατοκύριακου, το θέατρο της Δευτέρας, το «Αλάτι και Πιπέρι» του αξέχαστου Φρέντυ Γερμανού, που είχαν μια τόσο προβλέψιμη ρουτίνα και επαναληπτικότητα, που καθώς τα χρόνια περνούσαν, φάνταζαν στα μάτια μου τόσο «έγχρωμα», λυτρωτικά, απλά και αθώα. Οι δασείες, οι οξείες και οι περισπωμένες, οι σχολικές ποδιές με τους κεντημένους γιακάδες, που με έκαναν να νιώθω περιορισμένη στη συντηρητική γυάλα της σχολικής παιδικής μου ζωής, όπου τα «πρέπει» περίσσευαν και τα «θέλω» χανόντουσαν κάπου στα βάθη της παιδικής μου αφέλειας, ότι όταν θα μεγαλώσω «θα κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα» και κυρίως, ότι θα κοιμάμαι όσο θέλω, θα ξυπνάω ότι ώρα θέλω και κυρίως δεν θα δίνω λογαριασμό σε κανέναν!
Απ’ όλα αυτά τα «πρέπει», που όλα γλύκαναν κι όλα «κατακάθισαν» στη μνήμη μου μαλακά, μόνο μια ανάμνηση με στοιχειώνει ακόμη, με κυνηγάει και με παιδεύει και ως ενήλική: το βραδινό κυριακάτικο σύνδρομο της «Αθλητικής Κυριακής». Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω πως δεν μου έφταιγε η ήρεμη και γλυκύτατη φωνή του Γιάννη Διακογιάννη, ούτε τα κυριακάτικα ματς που με έκαναν να μισήσω το ποδόσφαιρο με λύσσα (και η σχέση μας να μην αποκατασταθεί ποτέ), ούτε εκείνο το γνώριμο σήμα που «άνοιγε» και «έκλεινε» την εκπομπή και που στο άκουσμά του μούδιαζαν τα πόδια μου και με έπιανε ταχυκαρδία. Η «Αθλητική Κυριακή» ήταν για εμένα εφιάλτης. Νόμιζα πως το σαββατοκύριακο τελείωνε επειδή υπήρχε ο Διακογιάννης και πως εξαιτίας του ξημέρωνε η Δευτέρα. Είχα την ψευδαίσθηση ότι όταν θα τελείωνε, κάποτε, η Αθλητική Κυριακή θα έπαιρνε μαζί της τις καταθλιπτικές Δευτέρες και η βδομάδα θα ξεκινούσε αισιόδοξα από την Τρίτη. Πόσο λάθος έκανα!
Όταν μετά από χρόνια ξανάκουσα το γνωστό σήμα κατατεθέν της εκπομπής, τα συμπτώματα επέστρεψαν τα ίδια, σα να μην πέρασε μια μέρα, τόσο που νόμιζα πως εξακολουθούσε να μιλά ο Διακογιάννης και την επόμενη είχα να πάω σχολείο. Πάγωσα, αλλά κατάλαβα. Κατάλαβα πως, τελικά, το πρόβλημά μου δεν είναι το ποδόσφαιρο, αλλά πόσο λάθος ημέρα είναι η Δευτέρα, πόση πίεση δέχονται τα παιδιά μας, που καμιά φορά την υποτιμάμε επειδή νομίζουμε πως είναι πολύ λιγότερη από τη δική μας, πόσο έχουμε αποτύχει που δεν έχουμε καταφέρει, ακόμα, να κάνουμε τα παιδιά μας να δουν το σχολείο αλλιώς και να μην το νιώθουν σαν την «πιο βαριά και βαρετή δουλειά του κόσμου», πως κάποια πράγματα δεν αλλάζουν όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, οι συνήθειες και το «περιτύλιγμα», πόσο η αγκαλιά της μαμάς και του μπαμπά είναι, τελικά, η αναντικατάστατη παρηγοριά σε κάθε παιδική μελαγχολία (που στα μάτια τους φαντάζει τεράστια) και τελικά, πόσο θα ήθελα, μετά από τόσα χρόνια, να ξανάκουγα τη φωνή του Γιάννη Διακογιάννη, να καθίσω μαζί με τους γιούς μου, να δούμε την Αθλητική Κυριακή με άλλα μάτια και να μην παραλείψω να τους υπενθυμίζω, κάθε βράδυ Κυριακής, πως ήταν το ωραιότερο Σαββατοκύριακο που έχω περάσει μαζί τους (μέχρι το επόμενο) και πως αυτό και μόνο θα ζωγραφίσει όλες τις μέρες της βδομάδας πολύχρωμες, ακόμη και τη «μίζερη» Δευτέρα και πως η δουλειά μας, τα σχολεία και οι υποχρεώσεις είναι απλές, χρήσιμες «ρουτίνες» που ποτέ δεν πρέπει να αφήνουμε να μας κλέβουν πολύτιμα χαμόγελα. Ποτέ! Κυρίως όταν έχουμε ο ένας τον άλλον…
_
γράφει η Μαριέττα Κόντου
0 Σχόλια