Το σκάκι ήταν το μεγάλο μου πάθος, με γοήτευε τόσο γιατί ανέπτυξα τις στρατηγικές μου ικανότητες, όσο και γιατί ακόνιζε το μυαλό μου. Έχει να κάνει με την πρόβλεψη των κινήσεων του αντιπάλου, αλλά και με την διατήρηση της ψυχραιμίας σε δύσκολες καταστάσεις.
Επιπλέον, μου ανέβαζε την αδρεναλίνη και μου δημιουργούσε την αίσθηση της μάχης. Μερικές φορές φανταζόμουν πως βρισκόμουν μέσα στο πεδίο της μάχης και συμπολεμούσα με τα πιόνια ενάντια στην αντίπαλη στρατιά. Η μυρωδιά του μπαρουτιού μου φαινόταν ότι έμπαινε στα ρουθούνια μου και είχα την ακατάσχετη επιθυμία να δω τον αντίπαλο αιχμάλωτο μου.
Μια φορά λοιπόν, γνώρισα σε ένα καφέ που σύχναζα έναν παράξενο μεγάλο σκακιστή, από μια μακρινή εξωτική χώρα που ούτε το όνομα της δεν μπορώ να προφέρω. Συμφωνήσαμε να παίξουμε μια παρτίδα σκάκι στο σπίτι του που δεν απείχε πολύ από το καφέ. Το σπίτι του ήταν παράξενο σαν και αυτόν, είχε κρεμασμένες στους τοίχους απόκοσμες επιγραφές, μιας αρχαίας, ξεχασμένης γλώσσας, καθώς και παλιά βιβλία με μυστηριώδεις εικόνες στο εξώφυλλο τους που μου προξένησαν ρίγος.
Αρχίσαμε λοιπόν την παρτίδα, και από τις πρώτες κινήσεις κατάλαβα πως αντιμετώπιζα έναν μάστερ. Μερικές φορές νόμιζα ότι έμπαινε στο μυαλό μου και προέβλεπε την επόμενη κίνηση μου, κοιτάζοντας με με διεισδυτική, όσο και ειρωνική ματιά.
Παρόλο που η τεχνική του μου ήταν πρωτόγνωρη, μιας και με μεγάλη απλότητα κατάφερε να μου αποσπάσει όλα τα πιόνια μεγάλης σημασίας, εγώ προσπαθούσα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να κρατηθώ στο παιχνίδι. Η αδρεναλίνη μου ανέβηκε στα ύψη, η οσμή του μπαρουτιού νόμιζα πως ήρθε στα ρουθούνια μου, δεν άντεξα και τον ήθελα για μια στιγμή νεκρό.
Την ακριβώς επόμενη στιγμή μεταμορφώθηκα ως ανδράποδο, στην πρώτη γραμμή, σαν ένα πιόνι, και από τότε οι εκάστοτε παίκτες με τοποθετούν κατά την αρέσκεια τους, χωρίς εγώ να μπορώ να προφέρω καμία αντίρρηση, αλλά και χωρίς να θέλω τον χαμό κανενός αντιπάλου.
_
γράφει ο Αδαμάντιος Τσακαλούδης
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια