γράφει η Ανθή Γιάγκα
Στην ιταλική ύπαιθρο της δεκαετίας του ’80 ο Έλιο και ο Όλιβερ συναντιούνται κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο του μεσογειακού καλοκαιριού. Ο Έλιο στο απόγειο της εφηβείας του, μόλις δεκαεφτά και ο Όλιβερ στη δεκαετία των είκοσι, διδακτορικός φοιτητής που φιλοξενείται στο σπίτι της οικογένειάς του Έλιο για λίγες εβδομάδες το καλοκαίρι, προκειμένου να ολοκληρώσει τη διατριβή του, ερωτεύονται κεραυνοβόλα και ζουν μια σχέση που θα καθορίσει όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Οι δυο τους μονοπωλούν την ιστορία, με τον πατέρα του Έλιο και επιβλέποντα καθηγητή του Όλιβερ, τη μητέρα του Έλιο, το προσωπικό του σπιτιού και κάποια άλλα πρόσωπα να συνυπάρχουν μεν, να μην αποτελούν ωστόσο χαρακτήρες κομβικής σημασίας.
Το “Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου” θα μπορούσε εύκολα ακριβώς εξαιτίας αυτού του ειδυλλίου ανάμεσα στους δύο νέους να κατρακυλήσει στο μελό και να είναι ακόμη ένα μυθιστόρημα που μιλάει για τον έρωτα με τρόπο επιφανειακό και κοινότυπο. Κι όμως, ο Αντρέ Ασιμάν καταφέρνει αριστοτεχνικά να αναδείξει κάθε συναίσθημα, κάθε ιδιαίτερη απόχρωση του έρωτα, κάθε καρδιοχτύπι, καθεμια αγωνία χωρίς να γίνει γραφικός, αγγίζοντας ταυτόχρονα δυο θέματα που ακόμη και σήμερα θεωρούνται ιδιάζοντα, την ομοφυλοφιλία και την ανακάλυψη της σεξουαλικής ταυτότητας. Ο Ασιμάν δε φοβήθηκε τίποτε απ’ αυτά και γράφει με λόγο καθαρό αλλά και ανάλαφρο. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τον Έλιο στο ρόλο του αφηγητή, ερχόμαστε σε άμεση επαφή με τις σκέψεις του και το κείμενο αποκτά χαρακτήρα άμεσο και ευθύ.
Το τοπίο της ιταλικής υπαίθρου, η εποχή του χρόνου που επιλέχθηκε (το καυτό καλοκαίρι), η θάλασσα, η παλιά πόλη Μπ., όπως αναφέρεται στο βιβλίο (πρόκειται για την πόλη Μπορντιγκέρα στη Λιγουρία), οι δεκάδες λογοτεχνικές αναφορές, το πιάνο του Έλιο να ακούγεται κάπου στο βάθος, τα σοκάκια και οι πλατείες της Ρώμης, όταν πια η πλοκή μεταφέρεται εκεί, στήνουν το ιδανικό σκηνικό, τέτοιο που μας κάνει να σκεφτούμε πως ό,τιδήποτε άλλο υπήρχε να περιβάλλει αυτό το ειδύλλιο θα ‘ταν παράταιρο, ίσως και περιττό. Η περιγραφή όλων αυτών, που συνθέτουν το περιβάλλον του ειδυλλίου, από τον Ασιμάν είναι σχεδόν αριστουργηματική κι όσο προχωρά η ανάγνωση μάς κάνει να νιώθουμε σαν να κρατάμε στα χέρια μας μια καρτ ποστάλ από τις παραδεισένιες ιταλικές ακτές ή πως τώρα που θ’ αφήσουμε το βιβλίο θα βρεθούμε μαγικά στην Πιάτσα Ναβόνα. Ταυτόχρονα, η κλιμακωτική πλοκή, με το πρώτο και δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, όπως διαρθρώθηκαν από τον ίδιο τον συγγραφέα μας προετοιμάζει για το τρίτο μέρος, εκεί όπου η πλοκή κορυφώνεται και μια απίστευτη ομορφιά στο λόγο του Ασιμάν μας συνεπαίρνει.
Αυτή την ομορφιά των περιγραφών του ο συγγραφέας δεν την ξεχνά και στα σημεία που διαβάζουμε τις σκέψεις του Έλιο και αργότερα όταν πια συναντούμε τον Έλιο και τον Όλιβερ ως ζευγάρι. “Δεν ήμασταν καν δυο άνδρες, μοναχά δύο άνθρωποι”, λέει κάπου ο Έλιο. Κι έτσι είναι πραγματικά, γιατί κάπου στην πορεία ο Ασιμάν μας κάνει να αισθανθούμε πως είναι μια ιστορία που αφορά όλους μας, ανεξαρτήτως σεξουαλικών προτιμήσεων. Ο Έλιο και ο Όλιβερ είναι πάνω απ’ όλα δύο άνθρωποι, δυο ερωτευμένοι άνθρωποι.
Οι στιγμές που συγκινούν είναι πολλές, όπως κι οι στιγμές που μας κάνουν να προβληματιστούμε. Μια τέτοια στιγμή είναι ένας μικρός μονόλογος του πατέρα του Έλιο, ο οποίος έχοντας καταλάβει για τη σχέση των δύο νεαρών μιλά στο γιο του από καρδιάς.
“Aν υπάρχει πόνος, φύλαξέ τον, κι αν υπάρχει φλόγα, μην την πνίξεις. Ξεριζώνουμε τόσα πολλά από τους εαυτούς μας για να γιατρευτούμε γρηγορότερα απ’ όσο πρέπει, που μέχρι τα τριάντα έχουμε ξοφλήσει. Αλλά πόσο κρίμα να μην αφήνεσαι να νιώσεις, μόνο και μόνο για να μη νιώσεις τίποτα”
Είναι τελικά, το “Να με φωνάζεις με το όνομά σου” ένα μυθιστόρημα υψηλής λογοτεχνικής αξίας, που αν ήταν δόκιμο θα το χαρακτηρίζαμε ποίηση σε πεζό λόγο. Μια μοναδική αρνητική νότα είναι ο μπερδεμένος σε ορισμένα σημεία και μαζικά εκφερόμενος όγκος των σκέψεων του Έλιο. Ίσως βέβαια κι αυτό ακόμη δεν είναι τυχαίο. Έτσι δεν είναι ο έρωτας, ένας όμορφος χαμός;
0 Σχόλια