“Ο διάβολος τραγουδούσε τα μπλουζ”, της Λίλλυς Σπαντιδάκη: Κι ήρθε η ώρα λοιπόν να γνωρίσω κι εγώ συγγραφικά τη Λίλλυ Σπαντιδάκη. Παρόλο που ήταν ήδη γνωστή στο χώρο με το προηγούμενο βιβλίο της, το “Χωρίς Σκηνή”, οι δρόμοι μας έμελλε να διασταυρωθούν με τη Ζόλα, τον προσωποποιημένο διάβολο σε ένα αγγελικό σώμα που τραγουδάει θεσπέσια τα μπλουζ και όνειρό της είναι να γίνει η επόμενη Etta James. Θα μου πείτε τώρα, πώς συνδέονται όλα αυτά και μάλιστα στη Νέα Ορλεάνη του 1963; Έλα όμως που συνδέονται με έναν μοναδικό τρόπο και έχοντας ως μουσική υπόκρουση την αυθεντική τζαζ που λίγοι ξέρουν ν’ αγαπούν.
Βρισκόμαστε λοιπόν στη Νέα Ορλεάνη του 1963, τη χρονιά που ο Κένεντι δολοφονείται, τη χρονιά που ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δηλώνει “Έχω ένα όνειρο” και οι Beatles κυκλοφορούν το “Please, please me”. Όταν ακόμη το χρώμα του δέρματος καθόριζε την πορεία της ζωής σου, 5 φίλοι που τους ενώνει ένα ανομολόγητο μυστικό, γοητεύονται από μία γυναίκα. Μία μαύρη γυναίκα. Που ξέρει το μυστικό. Και τους παίζει στα δάχτυλα σαν joystic. Είναι μόνο μια ερωτική ιστορία; Μια ιστορία εκδίκησης; Ή κάτι παραπάνω;
Τα συγχαρητήρια τα δίνω εκ των προτέρων στη Λίλλυ (ας μου επιτραπεί ο ενικός, δεν είναι και πολλά τα χρόνια που μας χωρίζουν άλλωστε) γιατί κατάφερε και έγραψε ένα διαφορετικό από τα συνηθισμένα βιβλίο. Ένα βιβλίο άκρως ατμοσφαιρικό, με ένα μυστήριο να πλανάται, με αρκετούς, διαφορετικούς ήρωες (από τα αγαπημένα μου στοιχεία σε ένα βιβλίο, γιούπι!) και με τελείως μη προβλέψιμη πλοκή. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη Νέα Ορλεάνη μιας άλλης εποχής, τη blues μουσική που αγαπώ πολύ χωρίς να έχω εντρυφήσει σε αυτήν και μια αλλιώτικη γυναίκα-αράχνη, φτιάχνουν ένα απίθανο κοκτέιλ που το απολαμβάνεις με 3 γουλιές, η αίσθηση που σου αφήνει είναι θεσπέσια και αναμφίβολα θα ήθελες ακόμη ένα.
Για τους χαρακτήρες τι να πω; Εξαιρετικά καλοδουλεμένοι ψυχογραφικά όλοι τους, με τα αρνητικά και τα θετικά τους, μια ηρωίδα που αφήνει το στίγμα της απ’ όπου περνάει (πείτε με και περίεργη αλλά ανέκαθεν γοητευόμουν από αυτές τις γυναίκες που είναι όχι μόνο δυναμικές αλλά τελείως αυτοδύναμες, έχουν από γεννησιμιού τους μια φυσική αίγλη που τις κάνει να ξεχωρίζουν) και ένα περίεργο δέσιμο όλων μεταξύ τους που κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξει.
Δεν έχω να πω κάτι παραπάνω εκτός του ότι το βιβλίο μου άρεσε πραγματικά, είναι κάτι τελείως φρέσκο και διαφορετικό στα ελληνικά δρώμενα κι από μια συγγραφέα που έχει όλες τις προοπτικές να εξελιχθεί σε κάτι πολύ καλό. Προχώρα δυναμικά Λίλλυ, σε μια ελληνική λογοτεχνία που έχει άμεση ανάγκη από νέους, καλούς συγγραφείς.
–
γράφει η Μαρία Ανδρικοπούλου
0 Σχόλια