γράφει η Μάρθα Παπαδοπούλου, φιλόλογος
Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο που κανένας καθρέφτης
δεν μπορεί να σου το δώσει;
Τάσος Λειβαδίτης
Συχνά έχουμε την εντύπωση, ότι τα πάντα μοιάζουν καθρέφτης. Πολλές φορές διακρίνουμε τον εαυτό μας μέσα από τη συμπεριφορά των άλλων, δενόμαστε μαζί τους ή τους απωθούμε, διότι διαθέτουν κάτι απ’ τον εσώτερο εαυτό μας, που είτε μας γοητεύει, είτε δεν αντέχουμε να το βλέπουμε. Και αντιστρόφως, βέβαια, αυτά που προβάλλουμε στους άλλους ή διαισθανόμαστε γι’ αυτούς, ξαφνικά φανερώνονται. Η δική μας συμπεριφορά μπορεί να «βγάλει» στους άλλους έναν «άλλον» εαυτό, ανάλογα με την ποιότητα των σκέψεων, που κάνουμε γι’ αυτούς. Σαν να συντονίζονται οι πεποιθήσεις μας με τις επιβεβαιώσεις, που θα γεννήσουν με τη σειρά τους καινούργιες πεποιθήσεις.
Αυτές, όμως, οι πεποιθήσεις περιορίζουν τη σφαιρική θέαση των πραγμάτων, μας φυλακίζουν, μας κλειδώνουν στην πλήξη του δεδομένου. Θα πρέπει να ξεφύγει κανείς από το καταδυναστευτικό του Εγώ για να ελευθερωθεί από τον οποιονδήποτε καθρέφτη και τους αντικατοπτρισμούς του και να δει τα όντως όντα. «Φέρνει λύπη αυτή η επανάληψη του εγώ που τάχα τον ορθώνει, όταν την ίδια στιγμή η φανέρωση της απόλυτης ένδειας τον στέλνει στον γκρεμό. Τι μόρφωμα θα προκύψει αν αναδέψει γερά τις μύριες εικόνες που έχουν οι άνθρωποι για εκείνον, ρίχνοντας και τα δεκάδες προσωπεία του στη χύτρα των εντυπώσεων, που δεν είναι παρά κατασκευές που έκαναν οι άλλοι για να καλύπτουν τις ανάγκες τους», γράφει εύστοχα ο Γιώργος Δουατζής. Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η ανά τους αιώνες ακλόνητη ρήση του Σωκράτη «εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Είναι ο πιο ασφαλής δρόμος να πορευτεί κανείς στη ζωή. Να μην γνωρίζει, να αναζητά, να εκπλήσσεται σαν το μικρό παιδί, που ανακαλύπτει τα πάντα για πρώτη φορά. Τότε, διευρύνονται οι ορίζοντες, διαφαίνονται νέες πτυχές στο μυστήριο της ζωής, μένει κανείς άναυδος, επικοινωνεί με το μέχρι πρότινος αόρατο, άφατο, μεταφυσικό, ερμητικά κλειστό. Το μεγαλείο της Ύπαρξης αποκαλύπτεται σ’ αυτόν, που πορεύεται με καθαρό νου και ανοιχτή ψυχή στο άγνωστο γνωρίζοντας ότι δεν γνωρίζει, αλλά φλεγόμενος να μάθει. Όποιος εκ των προτέρων πιστεύει ότι γνωρίζει, είναι καταδικασμένος να μην μάθει ποτέ.
Υπό αυτήν την έννοια τα κάτοπτρα, λοιπόν, είναι περιορισμένης εμβέλειας, διότι απεικονίζουν μόνο τις μορφές. Οι μορφές, όμως, μας πλανεύουν και κρίνουμε δίχως να σκεφτούμε, ότι πίσω από κάθε μορφή υπάρχει μια άυλη ψυχή, που δεν είναι εύκολο να την κατανοήσεις, ούτε να την αγγίξεις, γιατί βρίσκεται πάντα σε διαδικασία εξέλιξης και είναι ενέργεια. «Η εικόνα σου, φανταστικό ηχείο. Όμως οι ήχοι σου πραγματικοί.»
Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο που με το έργο του «Τα Κάτοπτρα», μια σειρά 24 στοχαστικών, φιλοσοφικών δοκιμίων, ο πολυτάλαντος Γιώργος Δουατζής, θα σπάσει όλα τα κάτοπτρα. Κανένα είδωλο, κανένα φθαρμένο προσωπείο δεν θα μείνει. Το ψεύτικο καταρρέει, οι μάσκες πέφτουν. Ο συγγραφέας είναι καλός πολεμιστής. Την ώρα που ραγίζουν τα κάτοπτρα, μέσα στον ανατριχιαστικό ήχο του κατακερματισμένου γυαλιού, ο συγγραφέας σώζει το πρόσωπό του.
Το μόνο πρόσωπο, που κανένας καθρέφτης δεν μπορεί να δώσει. Αυτό της αξιοπρέπειας. Αξιοπρέπεια σημαίνει καθαρή συνείδηση και μια περήφανη ψυχή, που πορεύεται στη ζωή έχοντας κερδίσει τον σεβασμό των άλλων. Αξιοπρέπεια σημαίνει να βιώνει ο άνθρωπος τη ματαιότητα, την απουσία, τον πόνο, να κάθεται στην άδεια πολυθρόνα της απώλειας, να καλλιεργεί πνευματικά και ηθικά το Εγώ για να πέσει και με σφιγμένη γροθιά να προχωρεί στην αναπόφευκτη, αιώνια σιωπή, εκεί που όλα αναιρούνται, αθωώνονται, εξαγνίζονται. Άλλωστε, δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες, ούτε βεβαιότητες. Η μόνη βεβαιότητα είναι η ρευστότητα, η ανατροπή, το πέρασμα από το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» στο «ξέρεις ποιος ήμουν εγώ; »
Ο Γιώργος Δουατζής δεν αρκείται στη μορφή ούτε του εαυτού του, ούτε των συνανθρώπων του. Σπάει τους καθρέφτες, θρυμματίζει την όψη, αποστασιοποιείται και αποταυτίζεται απ’ αυτήν για να συλλάβει κάτι βαθύτερο, κάτι ανώτερο ως ένας τρίτος παρατηρητής. Βγαίνει από το σώμα του για να συναισθανθεί, να συμπράξει, να συμβάλει. Προσπερνά το υπάρχειν ή το πάσχειν και διεισδύει στο συνυπάρχειν ή στο συμπάσχειν. Διασχίζει την άβυσσο στο βιβλίο αυτό ο Γιώργος Δουατζής με μια γοητευτική, ερωτεύσιμη, εξομολογητική ειλικρίνεια. Χωρίς αμυντικά φίλτρα. Χορεύει με τις σκιές και τις μάσκες, αφήνει τις αναμνήσεις να κυλήσουν γλυκά απ’ τις παλάμες του, βιώνει τη μόνωση ή τη θλίψη ελπίζοντας στην απρόσμενη χαραμάδα της επόμενης μέρας. Αναζητά την αλήθεια, που μοίρα της είναι να αναιρείται. Εισχωρεί στα μυστικά δρώμενα της νύχτας, γεύεται την τρυφερότητα ή την τραχύτητά τους. Δεν μπαίνει σε καλούπια, αντιστέκεται στο τυποποιημένο, στο επίπλαστο, στο κατασκευασμένο, στο δήθεν. Ο φθόνος, η μικρότητα, το μίσος δεν μπόρεσαν να τον αλλοιώσουν, να τραυματίσουν το είναι του. «Η αίσθηση της αρπαγής, της πλεονεξίας, της ανάγκης για υπεροχή, της τάσης για επιβολή, απωθεί, αηδιάζει, τρομάζει.» Τα ανθρώπινα πάθη (ο πλούτος, η ματαιοδοξία, η αδικία, η ιδιοτέλεια, η αλαζονεία, η ζήλια, η κακία) συνιστούν μια μορφή αρρωστημένης προκατάληψης και όντας αντιστρόφως ανάλογα με τη γνώση συντηρούν το κοινωνικό κατεστημένο. Η προκατάληψη συμβαδίζει με την τυραννία των παθών του ανθρώπου. Αντιθέτως, η γνώση πάνω στην οποία εδραιώνεται η επιστήμη, η φιλοσοφία, η τέχνη διαμορφώνει πανανθρώπινες αξίες, οι οποίες χαλιναγωγούν, καταλαγιάζουν τα πάθη.
Ο συγγραφέας έχοντας με τίμημα κερδίσει την πείρα και τη σωφροσύνη, αντλεί δύναμη απ’ τη χαρά. Η προσφορά στον συνάνθρωπο, η έγνοια για τους άλλους, η δημιουργικότητα, ο αγώνας για ένα ιδανικό, η επιτυχία, η ομορφιά της φύσης, η αγάπη! Όλα οδηγούν στη χαρά. Ο φθόνος φθίνει τους ανθρώπους, η αγάπη άγει στο παν. «Ίσως χαρακτηριστώ αφελής, αλλά κανείς δεν θα μάθει ποτέ ότι οι χαρές που κέρδισα ήταν πολλές και ουσιώδεις, συχνά με δυσανάλογα βαρύ τίμημα…Παρά ταύτα, εξακολουθώ πεισματικά να παίζω με τα χρώματα, να παίρνω χαρά μέσα από τις αντιστίξεις, με την αποδοχή ως και των ακριβότερων τιμημάτων».
Αναρωτιέται, επίσης, αν υπάρχει ευτυχία και κατά πόσο είναι συνυφασμένη με το φως. Δυσπρόσιτη η απάντηση. «Το χρειάζομαι, που λες, το φως. Για να δω καθαρά το απειλητικό κενό ανάμεσα σε αυτό που λέμε άνθρωπος της καθημερινότητας και σε αυτό που λέμε διαχρονικά Άνθρωπος, αυτό που συνθέτει την ανθρωπότητα ως ιστορία.» Η Ποίηση είναι ευτυχία, ως φως και ταυτοχρόνως αγάπη εξαγνιστική, που τρέφεται από τη σιωπή και πίνει το νερό της μελαγχολίας. «Η μελαγχολία είναι το σπίτι, το ψωμί και το νερό μου. Με τη μελαγχολία μου δεν ένιωσα ποτέ πλήξη, πολύ περισσότερο ανία». Η μελαγχολία, όπως θεωρεί ο δημιουργός, είναι αντίσταση στη ματαιοδοξία ή στην ανάγκη για υστεροφημία, που συχνά κυριεύουν ή αποπροσανατολίζουν τους ανθρώπους που υπηρετούν την τέχνη.
Θα εισέλθει, επίσης, στο κεφαλαιώδες ζήτημα του έρωτα. «Πώς θα ήταν η ζωή χωρίς αυτήν την ιερή μανία, τη νοητική ασθένεια…που πυρπολεί τα σωθικά;» Η νύχτα φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους. Τροφοδοτεί το συναίσθημα και την ώρα που αιωρούνται όλες οι εκδοχές, ο ερωτευμένος καίγεται από την ανάγκη της βεβαιότητας κι αυτή η βεβαιότητα στον έρωτα δεν υπάρχει. «Γράμματα, συλλαβές, λέξεις, λόγια, τραγούδια, χάθηκαν στον άνεμο. Αιμάτινα σημάδια πότισαν τον ορίζοντά μας. Νοήματα έφυγαν σαν πουλιά, δεν γύρισαν και δεν έμαθα ποτέ αν χάθηκαν στην ανάγκη για σιγουριά.»
Ο έρωτας, η φυγή, η αδιαφορία ως «ένας μικρός αλλά καταλυτικός θάνατος του συναισθήματος κι ενός σημαντικού μέρους της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», η άλωση της ψυχής, η ενατένιση, η ακραία εσωστρέφεια, το βύθισμα στο μηδέν. Και πώς γίνεται την ώρα που φεύγει κάποιος και τον χάνεις να αναδύονται όλες οι επιστροφές μαζί; Πώς γίνεται η απουσία να μοιάζει τόσο πολύ με την παρουσία και να μας σημαδεύει; Πώς γίνεται ξαφνικά το ασήμαντο σημαντικό και πώς το οριστικό και αμετάκλητο γεννά την ελπίδα του αναστρέψιμου;
«Φεύγουν κι οι άνθρωποι σαν πανικόβλητα πουλιά… Πανικόβλητους τους βλέπεις να κρύβουν τα μάτια σαν στρουθοκάμηλοι, να τρέχουν για να στρίψουν στην πρώτη γωνιά του δρόμου, να χαθούν, ανασφαλείς, μικροί, για λύπηση, τόσο μικροί. Και δεν είχες την πρόνοια να σκεφτείς ότι δεν έφταιξαν αυτοί, αλλά εσύ που τους ζητάς πράγματα που δεν έχουν να σου δώσουν.»
Ό,τι και να γράψει, ό,τι και να δημιουργήσει ο Γιώργος Δουατζής, σ’ όποιο «κάτοπτρο» κι αν κοιταχτεί, έχει στις φλέβες του την έξαρση των λέξεων, στο βλέμμα του την τρυφερότητα ενός λευκού περιστεριού, έχει στον νου του το καθαρό οξυγόνο της φαντασίας, στην ψυχή του «διάκοσμο λιτό κάτι τεράστια φθινοπωρινά φύλλα» και ταξιδεύει με όλους τους ανέμους ζητώντας να επιστρέψει «στα έγκατα, όπου το μηδέν συναντά το άπειρο». Έτσι, δεν πρόδωσε ποτέ τον ποιητή μέσα του. Έναν ποιητή, που δεν τον ενδιαφέρει η δημοσιότητα, οι φθηνοί εντυπωσιασμοί, αλλά η αναγνώριση από λίγους ανθρώπους που εκτιμά, υπό την στέγη της ταπεινότητας αλλά και του βάρους της ευθύνης, που φέρει ο ρόλος του πνευματικού ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. «Όποιος αποπειραθεί να τιθασεύσει το δημιουργικό μου πάθος, πράγμα που δεν κατάφερε κανείς, αναγορεύεται εχθρός μου», θα γράψει. Απαλλαγμένος από νίκες και ήττες ίπταται στον αέρα της ελευθερίας χωρίς τις αλυσίδες, που επιβάλλει η εκάστοτε εξουσία. Στόχος του, έργο ζωής και ύψιστη πολιτική του πράξη ήταν πάντα η ευαισθητοποίηση των ψυχών και το κέντρισμα της κριτικής σκέψης, ενάντια στις ψευδαισθήσεις που εγκλωβίζεται ο σύγχρονος άνθρωπος και στις αυταπάτες που βυθίζουν ολόκληρους λαούς στο τέλμα. Με μια άκρως ευαίσθητη κοινωνική συνείδηση και με την επαναστατικότητα της τέχνης του, αντιστάθηκε πάντοτε σθεναρά μέσα απ’ το δημοσιογραφικό του λειτούργημα σε κάθε άνεμο απελπισίας και οδύνης, σε κάθε απειλή και εκφοβισμό, που εξανδραποδίζουν και χειραγωγούν, που σπρώχνουν το ποίμνιο στον γκρεμό. «Είναι η κραυγή που βγαίνει από τα πιο βαθιά του εσώτερου εαυτού, σαν ένας ανεστραμμένος καταρράκτης-πίδακας που θέλει να καλύψει ολόκληρο το σύμπαν.» Δεν συμμετέχει στο θέατρο του παραλόγου ο Γιώργος Δουατζής, γίνεται διάφανος, τόσο διάφανος, που κανένα κάτοπτρο δεν μπορεί να τον καθρεφτίσει.
0 Σχόλια